Η Τζούλια Φορτούνη έχει όνομα αστραφτερό -είτε προέρχεται από τον λαμπερό Ιούλιο είτε, παρηχητικώς, από τα πολύτιμα κοσμήματα- και επώνυμο που φέρνει τύχη – φορτούνα ή φουρτούνα με την έννοια της μεγάλης ταραχής, αφού η τύχη, ανάλογα με το συνθετικό που θα της επισυνάψουμε θα γίνει καλή ή κακή. Όπως μας γίνεται σαφές από το πρώτο διήγημα το «ευ» βρέθηκε στο πλευρό της, παρά το όποιο «δυς» ως τίμημα χρειάστηκε για να τη συνέχεια.
Στα δεκατρία διηγήματά που περιέχει το βιβλίο της με τίτλο Οι μποζιάρες και άλλες ιστορίες, με τη δική του ιδιαιτερότητα και το δικό του ενδιαφέρον το καθένα, θα παρακολουθήσουμε την ιστορία της ενηλικίωσης της μικρής ηρωίδας που από μικρό κοριτσάκι ευτύχησε και δεν παρασύρθηκε από το ρέμα, μαζί με τα χώματα και τα ξερόκλαδα του κήπου, για να γίνει η ωραία και αισθησιακή γυναίκα, χωρίς αναστολή και ελεύθερη από οικογενειακά και επαρχιακά ταμπού .
Η αφηγήτρια εκκινεί από την επιθυμία του κοριτσιού που επείγεται να διακριθεί στον περίγυρο της ασφυκτικής επαρχίας όπου ζει, να βγει με το ποδήλατο και να κατακτήσει τα βλέμματα, να κάνει τα αγορίστικα μάτια να αστράψουν από επιθυμία και τα κοριτσίστικα από ζήλια, να ξεφύγει ποδηλατώντας από τον εαυτό της πρώτα πρώτα. Έτσι στα πρώτα διηγήματα, με ελαφρά διαφορά του ενός από το άλλο, πίσω από την εγώκεντρη αφήγηση, θα αναδυθούν πολλά, είτε αυτά είναι σχόλια ενός ιστορικού φόντου που εκπνέει, ωστόσο, είναι παρόν, είτε είναι εορταστικά γεύματα, επιβιώσεις βαρετών οικογενειακών συγκεντρώσεων. Κοινό χαρακτηριστικό σε πολλά διηγήματα είναι το ποδήλατο. Το ποδήλατο που από την αρχή του 20ου αιώνα θεωρήθηκε ποιητικό και εικαστικό σημαίνον εξέλιξης. Με το ποδήλατο θα σπάσει το γόνατό της, με το ποδήλατο θα πέσει στην χαραμάδα του Άδη ο περιφρονημένος για τα βρόμικα νύχια του συμμαθητής, με «Το σιδερένιο ποδήλατο», όχι με το «κόκκινο ποδήλατο», τρέχει και αναπτύσσει ταχύτητες.
«Οι μποζιάρες» που δίνουν και τον τίτλο στο βιβλίο είναι αυτές που παίρνουν πόζες που επιδεικνύονται, ποζάρουν, δύο κορίτσια, έντεκα χρονών, που παραβγαίνουν στο τρέξιμο. Η μία είναι η Μαρία η γυφτοπούλα και η άλλη, η άλλη του σπιτιού. Καθεμία με τον τρόπο της θα επιχειρήσει την έξοδο προς την εφηβεία, καλύτερα προς την πρόωρη ενηλικίωση. Η μία με το ποδήλατο. Η γυφτοπούλα με τη διάτρηση του λοβού του αυτιού, με μια βρόμικη βελόνα που βρήκε στα σκουπίδια, για να φορέσει το σκουλαρίκι, δώρο του σαρανταπεντάρη αρραβωνιαστικού, σαν προοικονομία της διακόρευσης που την περιμένει, εντός ολίγου. Ο άντρας που θα την «λαμανίσει». Η Μαρία η γυφτοπούλα θα κάνει την ηρωική της έξοδο από τις συμβάσεις της τσιγγάνικης ζωής. Θα πεθάνει από τέτανο πληρώνοντας ακριβά το τίμημα της ελευθερίας της, αφού για τα γυφτάκια δεν έχει θέση στο νοσοκομείο.
«Η ζωή εδώ τελειώνει», αλλά ο χρόνος τρέχει και η αφηγήτρια είναι πλέον 17-18 χρόνων και όπως κάθε καλοκαίρι επιστρέφει στο χωριό της και ξαναβρίσκει την παιδική παρέα. Και ο Μήτρος που πέρασε ντροπαλός, με το σιδερένιο του ποδήλατο και τον κατάπιε η τσιμεντένια χαραμάδα, από όπου κατέβαιναν οι νεκροί στον Άδη. Ο Μήτρος με τα βρόμικα νύχια, επειδή δούλευε σε κήπους, για να βοηθάει την οικογένεια, ενώ οι άλλοι με τα καθαρά, κουβέντιαζαν και χασκογελούσαν στην πλατεία.
«Τα τέσσερα δωμάτια» είναι οι τέσσερις εποχές, το βόρειο του χειμώνα, το ανατολικό της άνοιξης, το νότιο του καλοκαιριού, το δυτικό του φθινοπώρου. Καθένα με τους πίνακές του, με την καδραρισμένη φύση. Η ηρωίδα θα περιηγηθεί όλες τις εποχές και ανάλογα με τα αναμενόμενα της κάθε μιας θα γίνει ιπτάμενη ποδηλάτισσα σαν να βγήκε από πίνακα του Ματίς, θα κολυμπήσει σαν γοργόνα στο βυθό, θα περπατήσει στα λουλούδια ηγεμονικά, θα παρατηρήσει τα κίτρινα φύλλα και τα ουράνια τόξα, «αλμυρά σαν δάκρυα ή πικρά σαν τον χρόνο».
Οι ποδηλατικές «Κόντρες με τον Σαχζάτ στη Λένορμαν», εκείνη για τη βόλτα της, εκείνος για το μεροκάματο, εκείνη φεύγοντας από τα «βασανίζομαι» στους τοίχους (κι εγώ παραπέμπει στη γνωστή επιγραφή σε τοίχο στην αρχή της Σταδίου), εκείνος τρέχοντας να προλάβει τα τρέχοντα.
Αλλιώς ωραίο, αρτιότερο και ως έκθεση πεπραγμένων και ως διατύπωση, το «Με μάτια. Με χέρια. Με λέξεις» όπου ο έρωτας έρχεται δυναμικά, κάνει τη φασαρία του και φεύγει: «λάμβανε e-mail του, μια λάμψη απόκοσμη την περιέλουζε. Θεά, που καταδεχόταν μια συνομιλία μ’ έναν κοινό θνητό… Τα μάτια του, τα χέρια του και οι λέξεις του ήταν το τρίπτυχο της γοητείας που ασκούσε πάνω της… Το μυαλό του ποθούσε. Αλλά όχι, δεν ήταν εύκολη».
Στο «…σαν να είναι η τελευταία φορά» αιωρούμενη μένει η απάντηση στο ερώτημα έχουμε ερωτική πραγματικότητα ή φαντασίωση; «θραύσματά σου παντού γύρω. Και μέσα μου. Στο κορμί μου βλασταίνουν όλα τα ποιήματα που φύτεψε το χάδι σου. Στο επόμενο όνειρο, θα τα βρεις ανθισμένα».
«Ο άνθρωπος που δεν τάιζε τα περιστέρια» μας ξαναπροσγειώνει στο παγκάκι της καθημερινής ζωής. Στο «Control Panel» στο ερωτικό περιβάλλον του διηγήματος, βρίσκεται μια γυναίκα, άλλοτε ωραία και σήμερα αδιάφορη, διάσημη και επιτυχημένη, σίγουρα δεν την απασχολούν τα ερωτικά μέχρι τη στιγμή που εκείνος «στάθηκε απέναντί της», ο άντρας με το μακρύ παλτό και «όταν τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της, κατάλαβε πως το σύστημα έπαθε εμπλοκή. Πως τα δεδομένα χάθηκαν προσωρινά και η οθόνη έγραφε error… Γύρισε αμήχανα… Καμία αντρική φιγούρα». Πού είχε κάνει το «Κλικ στο όνειρο ή κλικ στην πραγματικότητα;».
Στο «One way ticket», το απονενοημένο διάβημα δεν θα το αποτολμήσει. Η μονή διαδρομή θα διακοπεί στη μέση. Ο άντρας απέναντι που φιλάει τρυφερά τη γυναίκα, ένα όνειρο είναι που θα εξαφανιστεί κι εκείνη θα επιστρέψει: «Καμιά αυταπάτη. Ζωή μόνο». Στο «Ο θεριστής σε κοιτάζει πάντα κατάματα» ο άντρας με το μακρύ πλατό θα επανέλθει: «Με κοίταζε με το βλέμμα της λεοπάρδαλης που μαρκάρει το θήραμα. Μέσα στο κοίταγμά του σπάραζε ήδη μια μικρή ελαφίνα». Χρόνια μετά σ’ ένα νοσοκομείο «ο παράξενος κύριος κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου»… όμως «κανείς δεν θυμόταν την παράξενη αυτή φιγούρα… Δεν ξέρω πώς εξαϋλώνονται οι γραμματοσειρές των πραγμάτων, τα πρώτα γράμματα στις λέξεις, πώς η παρουσία γίνεται απουσία».
Τέλος, και δραματική έξοδος από το παρελθόν, οριστικά, πια, μακριά, από τον άντρα που πάει κι έρχεται, από τον εγωιστή, δειλό, υποκριτή και γυναικοκοσμογυριστή. Δεν θα πω άλλα. Ο αναγνώστης / στρια θα βρει κάτι από τον εαυτό του/της σχεδόν παντού. Ούτως ή άλλως, όλες οι ανθρώπινες ιστορίες, λίγο πολύ ίδιες είναι, σχεδόν ίδιες, σαν τα πάντα να φεύγουν για να επανέλθουν. Κάθε διήγημα ένα κεφάλαιο της ίδιας πάντα ιστορίας εν εξελίξει. Το κορίτσι, η φυγή, ο έρωτας, η πληγή, η γυναίκα. Η Ζωή.
Η Τζούλια Φορτούνη έκανε μια πολύ καλή και επιτυχημένη εμφάνιση στο πάνελ, έχει το control, μπήκε στην ουσία, τη φώτισε, την κοίταξε από όλες της τις πλευρές, σαν ώριμη από καιρό, σα θαρραλέα μπήκε στο χώρο.