Για τον Γάλλο ζωγράφο και ιδιάζοντα άνθρωπο Ανρί ντε Τουλούζ Λωτρέκ (Henri Marie Raymond de Toulouse-Lautrec-Monfa), 1864-1901, ξέρουμε πολλά και πολλά έχουμε ακούει. Είναι βλέπετε κι εκείνο το Καμπαρέ, το Μουλέν Ρουζ και ο ιδιοκτήτης του ο Aristide Bruant, με τη μαύρη κάπα, το μαύρο πλατύγυρο καπέλο και το πλούσιο ολοπόρφυρο κασκόλ, όπως τον απαθανάτισε ο Τουλούζ και έκανε τις επόμενες γενιές, να τον ονειρεύονται και να παραληρούν με το διαβολικό Καν-Καν του Όφφενμπαχ στα αφτιά τους, αυτό που χόρευαν τα «κορίτσια» του και κρατούσαν ζωντανό τον μύθο της νυχτερινής ζωής του Παρισιού.
Πριν από το ίντερνετ και για πολλούς εραστές της τέχνης του Λωτρέκ, αλλά κάπως απρόσεκτους, όλα ήταν διασκέδαση και χαρά του χορού∙ δεν έβλεπαν τον χάρο τον αόρατο να καραδοκεί στις κουίντες, για να δρέψει πλούσιους καρπούς είτε με τη μορφή του αλκοολισμού είτε της σύφιλης ή και της φυματίωσης που ήταν σε έξαρση εκείνον τον ωραίο καιρό της Μπελ Επόκ.
Ωραία εποχή, γεμάτη χαρά και ο Λωτρέκ εκεί, μέσα στο Καμπαρέ ξημεροβραδιάζεται, με τα κορίτσια – Τζέην, Γκουλού, Ιβέτ, Μαίη, Μίσια- που όλα τα αγαπά και τον αγαπούν και του ανοίγουν την αγκαλιά τους. Κι εκείνος τα ζωγραφίζει αχόρταγα σε όλες τις φάσεις, τις στάσεις που χορεύουν, που στέκονται, που φέρνουν το πόδι ψηλά μέχρι το αφτί, που μας ξετρελαίνουν με τις δαντέλες των εσωρούχων τους και συναρπάζουν τον ανδρικό πληθυσμό του καμπαρέ με το τελικό σπαγγάτο τους …
Μέχρι εδώ, όλα καλά και ωραία, όπως μας τα έδειξε ο κινηματογράφος που μυθοποίησε την εποχή, το Καν-Καν, το Μουλέν Ρουζ και τον Λωτρέκ… Κανείς δεν υποψιάστηκε το δράμα του «έγκλειστου στο μικροσκοπικό του σώμα» Λωτρέκ, που πέθανε 37 ετών άντρας στο κορμί σχεδόν παιδιού. Το πέσιμο από μια σκάλα έγινε η αιτία να ατροφήσουν τα κάτω άκρα του και έτσι, λόγω της σωματικής ανεπάρκειας μόνο στο καμπαρέ να μπορεί να ζήσει, εκεί που δεν υπάρχουν ταμπού παρά αψέντι, χορός και έρωτας. Ιλλουζιόν… Για μη ειδότας, ζωή, διασκέδαση, χαρά. Για τους ειδότας, μακιγιαρισμένος θάνατος.
Από εκεί, από τον θάνατο του Λωτρέκ, πιάνει το νήμα της εξιστόρησης του ήρωα του ο Χριστόφορος Χριστοφής, για να φέρει στο φως την αθέατη ζωή του, την πληγωμένη ψυχή του, την ασύμβατη με οτιδήποτε θεωρούμενο κανονικό πραγματικότητά του. Δραματοποιώντας αυτή την πλευρά της ζωής του Λωτρέκ, μας δείχνει όχι αυτά που βλέπουν όλοι, αλλά τα άλλα, τα μυστικά της ψυχής που κανείς, παρασυρμένος από την επιφάνεια, δεν βλέπει…
Ο Χριστοφής είχε ανεβάσει το έργο και στο παρελθόν με μεγάλη επιτυχία. Τον Απρίλιο- Νοέμβριο 2009, στο Θέατρο Καστανιώτη και σκηνοθεσία δική του, με την Βαλέρια Χριστοδουλίδου και τον Πέρη Μιχαηλίδη, Σκηνικά του Κωνσταντίνου Ζαννέτου και Κοστούμια της Άννας Μαχαιριανάκη.
Το έργο παίχτηκε πάλι στις 2 Νοεμβρίου του 1919, στο Θέατρο του Ιδρύματος Θεοχαράκη, σε σκηνοθεσία του Παναγιώτη Γεωργούλα, με τον Νεκτάριο Σμυρνάκη και τη Χριστίνα Βαρώτσου. Σε οθόνη βίντεο: Αλεξάνδρα Παντελάκη, Michelle Valley, Μαρία Καλλημάνη, Κέλλυ Νικηφόρου, Σκηνικά Κ. Ζαννέτου και Μουσική Γιάννη Δροσίτη.
Τον άνθρωπο, λοιπόν, πίσω από την εικόνα, τη σκοτεινή πλευρά του, την αθέατη που βρήκε καταφύγιο στα εσώτερα του καμπαρέ, αυτόν που παλεύει με τους δαίμονές του, που θέτει ερωτήματα δύσκολα, που κάνει πικρές διαπιστώσεις, που ξηλώνει τη ζωή για να μας δείξει τα κομματάκια της, τα ξέφτια της, αυτόν επιλέγει ο συγγραφέας σε μια προσπάθεια να κάνει απτό το άπιαστο, να απομυθοποιήσει το ιδεατό, να ψαύσει την ύλη της πραγματικότητας, να βγάλει στο φως τις εικόνες που θεριεύουν μέσα του.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δήμος Αβδελιώδης ήταν μια μυσταγωγία, για την κάθοδο τη δική μας στα μύχια της ανθρώπινης υπόστασης, εκεί που η μοίρα ή η σύμπτωση ή τα οικογενειακά δεινά και προπατορικές αμαρτίες βρήκαν χαραμάδα για να βγουν στην επιφάνεια και να δείξουν πόσο αρχαία είναι όχι τα Λαβδακιδάν -της οικογενείας του Λάβδακου- αλλά οι αμαρτίες των προπατόρων του Λωτρέκ που παιδεύουσι τέκνα καθώς διδάσκει η λαϊκή ρήση η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση βρήκε την εφαρμογή της.
Επί σκηνής διακριτική η παρουσία του κουαρτέτου εγχόρδων L’anima σε σύνθεση του Νίκου Ξανθούλη. Μια μουσική που υπογράμμιζε την τραγικότητα της στιγμής και καθόλου τη χαρά που θα είχε ένα παραπλανητικό, διαβολεμένο Καν–Καν, αυτό που ίσως θα περίμενε ο συμβατικός θεατής. Όχι όμως. Ο σκηνοθέτης δε θέλει να δείξει τη φωταγωγημένη απάτη αλλά να αποκαλύψει την αλήθεια. Και αυτή η αλήθεια φαίνεται στα πρόσωπα των μοντέλων στους πίνακες του Λωτρέκ. Γυναίκες με βασανισμένα πρόσωπα, άσεμνες πόζες, γάμπες που χορεύουν όχι για να απολαύσουν αλλά για να γραπώσουν τον πελάτη… Άντρες βλοσυροί, υποκριτές, που αγρεύουν την πληρωμένη ηδονή μέσα στο καμπαρέ και ασκούν κοινωνική κριτική έξω.
Το ζωγραφισμένο φίδι στο φόρεμα της Τζέην Αβρίλ την τρώει αθέατο από μέσα.
Το μοντάζ προβολής εικόνων της Ευαγγελίας Βλάχου -απρόμαυρο, ποιητικό, ρεαλιστικό, τοπίο, σκίτσο, γκραβούρα- έδενε το τότε του ήρωα με το τώρα της παράστασης, ενώ από αυτό το φόντο του παλιού Παρισιού μέχρι τον θεατή παρεμβάλλεται η σκηνή, με το Λωτρέκ νεκρό και ζωντανό στην ευφυή σύνθεση, στο νεκροκρέβατό του, τις «κούκλες», κρεμάστρες ρούχων, σαν πρόσωπα που έφυγαν και άφησαν την ιδέα τους, ζωντανοί, νεκροί παρόντες, που άδηλα οδηγούσαν τη σκέψη στο ερώτημα τι ’ναι η ζωή, τι μη ζωή και τι το ανάμεσό τους… Όλος ο κόσμος της σκηνής δημιουργία του Αριστείδη Πατσόγλου. Μέσα στο κλίμα της εποχής και τα Κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα που, «πειραγμένα» κάπως, συμμετείχαν στην ενσωμάτωση του παρόντος στο τότε αλλά γίνονταν και φορείς της αλήθειας της εποχής τους στο σήμερα και πάντα.
Το κακό βρίσκεται εκεί που λείπει το καλό, είπε ο Δήμος Αβδελιώδης, που είχε τη Διδασκαλία της ερμηνείας, τον Σχεδιασμό των φωτισμών, τη Σκηνοθεσία και το Σενάριο προβολής εικόνων. Και ας το επαναλάβουμε. Είχε και εκείνη την ιδιάζουσα εμμονή στον τονισμό της κάθε λέξης για να διοχετεύσει στους θεατές το βαθύ νόημά της.
Οι δυο επί σκηνής ηθοποιοί, ο Θανάσης Τσαλταμπάσης και η Βερόνικα Αργέντη κράτησαν το βλέμμα των θεατών καρφωμένο πάνω τους. Εκείνος με το αργό, χαλαρό, μετέωρο βήμα του, να ζωγραφίζει, να πέφτει, να σηκώνεται, σαν να τσαλαβουτάει στον χρόνο, να παραπατάει με το σώμα σε συστροφή μέσα στα φαρδιά του παντελόνια … Εκείνη σε διαρκή μεταμορφωτική ροή- να μπαίνει στο μεδούλι των ρόλων∙ άσεμνη και σεμνή, συνεσταλμένη και προκλητική, με τη μια γάμπα στο μπράτσο της πολυθρόνας, με το γέλιο της «δουλειάς», με την κρυμμένη αλήθεια στους φραμπαλάδες της, στις δαντέλες της, στα φορώ της -μάνα, μοντέλο, χορεύτρια, σπιτονοικοκυρά- ανάλαφρη και βαριά, γυναίκα πάντα βασανισμένη …
Δύο άνθρωποι επί σκηνής, αλλά πλήθος άλλοι αόρατοι που αγωνιούν πίσω από ένα όνομα -Τουλούζ Λωτρέκ – που δεν έχουν τη δυνατότητα να βγουν στο φως και να φωνάξουν: είμαστε κι εμείς εδώ!!!
Ο Χριστόφορος Χριστοφής και ο Δήμος Αβδελιώδης έπλασαν με αγάπη τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο, τον άνθρωπο έξω από το σύστημα, τον εγκλωβισμένο στα προσωπικά του πάθη και αδιέξοδα, τον αταίριαστο και τον «Άλλο» που δεν έχει μια θέση στον κόσμο.
Η παράσταση θα έπρεπε να επαναλαμβάνεται πάλι και πάλι ως μάθημα ανθρωπιάς και αποδοχής του δυστυχισμένου διαφορετικού.
Για την παρούσα περίσταση αντιγράφω τον επίλογο, όπου ο Λωτρέκ παίρνει από το χέρι την πόρνη:
«Ελάτε, ελάτε να δείτε: Ξημερώνει πάνω από τα γεφύρια του Σηκουάνα μαζί με τους απλούς περαστικούς, τους εργάτες, τα κλεφτρόνια, τις πόρνες, του ταλαντούχους καλλιτέχνες και τους φαντασμένους λόγιους. Ξημερώνει και για τους χείριστους των ανθρώπων … ξημερώνει και γι’ αυτούς. Το ξημέρωμα διασκεδάζει με τη μοίρα των ανθρώπων…».
Ποιος αλήθεια δεν αναγνωρίζει εδώ το μήνυμα αγάπης του έργου; Ο Θεός τον ήλιο Αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους…