Φερνάντο Αρραμπάλ, Κλωντέλ και Κάφκα : Μια συνάντηση στον Παράδεισο;
Με αυτό το ερώτημα που θα κέντριζε το ενδιαφέρον και του πιο αδιάφορου για την ύπαρξη ή μη ενός παραδοσιακού παραδείσου και πολύ περισσότερο για τη συνάντηση δύο δημιουργών του παρελθόντος, εκ των οποίων ο ένας –ο Κλωντέλ- πιστεύει στον Θεό και ο άλλος εξαντλήθηκε να ερευνά τους λαβυρίνθους μιας ανθρωποβόρας μηχανής, αρχίζει ο μεταφραστής τον πρόλογό του. Υπάρχει Θεός; Ο Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης είναι Δρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταφραστής και κριτικός θεάτρου, μεταφραστής και του συγκεκριμένου βιβλίου, το οποίο περιλαμβάνει δύο κείμενα: Κλωντέλ και Κάφκα (2000) το ένα, και Γράμμα Αγάπης (1999) το άλλο.
Ο Αρραμπάλ είναι θεατρικός συγγραφέας, γεννημένος στο Ισπανικό Μαρόκο το 1932, αλλά από το 1956 ζει μόνιμα στη Γαλλία και γράφει στη γαλλική γλώσσα. Ο Πωλ Κλωντέλ (1868-1955) είναι Γάλλος συμβολιστής ποιητής, δραματουργός και διπλωμάτης και ένθερμος καθολικός. Ο Φραντς Κάφκα είναι Εβραίος (1883-1924) μοντερνιστής συγγραφέας που έχει κατακτήσει το παγκόσμιο κοινό.
Το έργο είναι ένας διάλογος. Μέσα από αυτόν μαθαίνουμε ότι ο Κλωντέλ και ο Κάφκα συναντήθηκαν στην Πράγα το 1910, όταν ο Κλωντέλ ήταν Πρόξενος, και στο Αμβούργο το 1914, όταν ήταν Γενικός Πρόξενος. Αυτά στο παρελθόν, διότι στο τώρα της θεατρικής πράξης υπάρχει μια σκόπιμη απροσδιοριστία και ως προς τον Χώρο που είναι ο Παράδεισος και ως προς την Εποχή. Ως προς το Σκηνικό, ο συγγραφέας κάνει δύο προτάσεις: ένα απλό και μοντέρνο που θα γεμίσουν ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί ή ένα επιβλητικό και μεγαλόπρεπο με ποικίλα σκηνικά εφφέ.
Ο Αρραμπάλ επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα στιγμιότυπα εκείνα που παράγουν θεατρικό νόημα. Το παράδοξο έχει το ρόλο της ανάδειξης των αντιθέσεων, των αντινομιών και των αντίπαλων δυνάμεων που διέπουν τη ζωή. Πρόσωπα, καταστάσεις, έννοιες σε διαρκή σύγκρουση – η φιλότης και το νείκος, έλεγε ο αρχαίος Εμπεδοκλής- των οποίων η εξισορρόπηση φέρνει την αρμονία.
Ο Κλωντέλ και ο Κάφκα, ο ένας εναντίον του άλλου, θα εκθέσουν και θα σχολιάσουν λεπτομέρειες τέτοιες που θα αναδείξουν τις ποικίλες εκδοχές ενός γεγονότος ή μιας πράξης, καθώς και την ισορροπία ανάμεσα στην υπεροχή της ιδέας του Κλωντέλ και στην απαιτούμενη τιμή στον Κάφκα.
Δεν είναι λοιπόν τυχαία η συνύπαρξη ενός Καθολιού με έναν Εβραίο επί σκηνής, εκ των οποίων ο Κλωντέλ «εκπροσωπεί τη δεσπόζουσα κοσμοαντίληψη στον μικρόκοσμο που έχει δημιουργήσει κατά τον επίγειο βίο του» και διχάζεται ανάμεσα στην πίστη του και στις πράξεις του, έχοντας ένα παραγωγικό διάλογο με τον Κάφκα. Ο Κάφκα, σχεδόν, ανακρίνει τον Κλωντέλ σχετικά με τον εγκλεισμό της αδελφής του Καμίγ στο άσυλο, ενώ ο Κλωντέλ κάνει το ίδιο προσπαθώντας να εξιχνιάσει τη σχέση του Κάφκα με τον πατέρα του.
Τα στιγμιότυπα της ζωής των δύο λογοτεχνών θα αξιοποιηθύν δραματολογικά από τον συγγραφέα, με τη λογική της συμμετρίας, μοιράζοντας δίκαια τις κινήσεις στη σκακιέρα των δύο συμπαικτών, του Κλωντέλ, που ήταν διάσημος ενώ ακόμη βρισκόταν στη ζωή, και του Κάφκα που η φήμη εξαπλώθηκε αμέσως μετά τον θάνατό του. Τα σχόλια του καθενός «αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο τη βαθύτερη έννοια της φήμης και της οικουμενικής αξίας», γράφει ο Κωνσταντινίδης.
Και ενώ ο Κλωντέλ προτείνει τη χριστιανική ηθική ως μέσο εξαγνισμού, ο Κάφκα διαπιστώνει τον εγκλωβισμό του ανθρώπου στα γρανάζια μιας καταχθόνιας μηχανής. Ωστόσο επινοεί έναν προσωπικό Δούρειο Ίππο για να καταλύσει το συλλογικό Είναι.
Από τον διάλογο θα αναδυθούν οι φωνές της αδελφής του Κλωντέλ Καμίγ, της ερωμένης του Ροζαλί Βελτς, της φίλης του Κάφκα Μιλένα Ζεζένσκα και της νοσοκόμας που του παραστάθηκε τις τελευταίες του στιγμές. Ακόμα θα αναφερθούν ο Αλφρέντ ντε Μυσσέ, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ και ο Ζαν Πωλ Σάρτρ, οι οποίοι θα παρεμβάλουν το σχόλιό τους πάνω στη συμπεριφορά του Κλωντέλ. Το ερώτημα, τι θα έκανε ο Κάφκα αν ήταν έγκλειστος όπως η Καμίγ, φέρνει στην επιφάνεια τη Δίκη του και τη σχέση με τον πατέρα του. Συγκλονιστική είναι η Καμίγ που ρωτά γιατί την κρατά ο αδελφός της έγκλειστη σε ένα άσυλο, ενώ βρίσκεται σε «πλήρη πνευματική υγεία» και είναι «αθώα».
Ο Τόμας Μαν επαινεί τον Κάφκα, ο Αϊνστάιν δεν τον καταλαβαίνει.
Γράμμα Αγάπης. Μια ρωγμή στο χρόνο δίνει στη μάνα την ευκαιρία να φέρει στο φως τη σχέση της με το γιο της. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό έργο που αφορά τον συγγραφέα και τη μητέρα του καθώς και τη δολοφονία του πατέρα του στα χρόνια του ισπανικού Εμφυλίου. Η μητέρα λαβαίνει ένα γράμμα από τον γιο της, την ημέρα των γενεθλίων της, και η παλιά παρεξήγηση παίρνει τέλος. Η αγάπη ξαπαπαίρνει τη θέση της, ενώ παράλληλα βρίσκουν τρόπο να φανούν και να αναπτυχθούν εκατέρωθεν οι κατηγορίες και οι απολογίες, οι δικαιολογίες, τα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα.
Μας αιφνιδιάζει ευχάριστα η ιδέα ότι το αποτέλεσμα μοιάζει σαν να προηγείται της αιτίας ή «σαν το πορτρέτο να προηγείται του μοντέλου». Αλλιώς, σαν ιδεατή προοικονομία. Ένας μακρύς κατάλογος εξομολογήσεων, σχεδόν ερωτικών, μητρικών και υιικών, όπως: «Είσαι η Άνοιξη του Μποτιτσέλι, αλλά μόνο για μένα μαμά. Είμαστε σαν δύο αρραβωνιασμένοι», θα αναπτυχθεί στη συνέχεια με άλλες ακόμα πιο τρυφερές εξομολογήσεις.
Η «Ιστορία αυτή η μητριά» ευθύνεται για όλα: εμφύλιος πόλεμος, βασανισήρια, εκτελεσμένος πατέρας, ευθύνη της μητέρας, οικονομική δυσπραγία, φυλακή, όλα μαζί στήνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβη το γεγονός, αποδεικνύοντας ότι πάντα πίσω από τα φαινόμενα υπάρχουν πολλά που απαιτούν χρόνο για να εξηγηθούν.
Εν ολίγοις, το Γράμμα Αγάπης, καθώς και ένα τηλεφώνημα από τον γιο, θα φέρει τέλος στην μεταξύ τους διάσταση και η χιλιομετρική απόσταση θα καταργηθεί από την ψυχική προσέγγιση. Ο γιος εμφανίζεται και σαν Οιδίπους και σαν Ορέστης, εφόσον συνυπολογίσουμε και τις συμπαραδηλώσεις του μύθου. Όμως, μήπως όλα αυτά είναι η φαντασίωση μιας μητέρας που νομίζει πως είναι γεγονός αυτό που εκείνη διακαώς επιθύμησε; Μήπως ισχύει ότι διαβάζει και ακούει αυτό που θέλει να της συμβεί και χρόνια τώρα βασανίζει την ψυχή της; Μήπως ισχύει αυτό που είπε στην αρχή, ότι η μνήμη δημιουργεί μια διαφορετική τάξη πραγμάτων, σαν το αποτέλεσμα να προηγείται της αιτίας ή «σαν το πορτρέτο να προηγείται του μοντέλου»; (το αντίγραφο του ιδεατού κόσμου λειτουργεί και ως δείγμα του πρωτότυπου- παραδείσου ή της επιθυμίας της ψυχής). Μήπως ο Αρραμπάλ ήθελε να στείλει αυτό το γράμμα στη μητέρα του, ήθελε να της κάνει αυτό το τηλεφώνημα για να ζητήσει συγγνώμη, να της απαλύνει το μαρτύριο και παράλληλα να απαλύνει και το δικό του;
(Στα ελληνικά, ανάλογο φανταστικό περιβάλλον στήνεται στο βιβλίο του Μ. Καραγάτση Σέργιος και Βάκχος και η μελέτη επ’ αυτού του Ανδρέα Εμπειρίκου, όσον αφορά το Κλωντέλ και Κάφκα. Ενώ το ποίημα «Αυτόπης μάρτυρας» του Γιάννη Ρίτσου θα μπορούσε να έχει αφόρμηση το Γράμμα Αγάπης. Ας είναι αυτό υπόθεση εργασίας).
Το Γράμμα Αγάπης παίχτηκε στο Θέατρο Διέλευσις. Τον ρόλο της μητέρας κράτησε η Χάρις Συμεωνίδου. Στην πρεμιέρα παραβρέθηκε ο ίδιος ο Αρραμπάλ, ο οποίος δήλωσε πως έχει δει το έργο του σε πολλές χώρες, αλλά εδώ, η Ελληνίδα ηθοποιός ήταν η καλύτερη από όποια άλλη και ακόμα, αναγνώρισε το έργο του αμέσως, ενώ δεν ξέρει Ελληνικά. Οι Έλληνες θεατές πάντως απολαμβάνουν και την πολύ καλή μετάφραση που εκπόνησε ο Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης.