…γράφουμε τα γράμματα που σου γράφουμε
τόσους μήνες και τα ρίχνουμε
μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει.
(Γιώργος Σεφέρης)
Ο περίφημος και εμβληματικός συγγραφέας του Πύργου, της Δίκης και της Μεταμόρφωσης Φραντς Κάφκα που σημάδεψε τον αιώνα του και επηρέασε πολλούς άλλους συγγραφείς της γενιάς του και νεότερους ήταν κατά βάθος ένα μπλοκαρισμένο μικρό παιδί σε σώμα άνδρα. Και αυτό αποδεικνύεται από την αλληλογραφία του με τη Μίλενα.
Η ιστορία είναι παλιά, εκατό ετών, αλλά σαν το παλιό καλό κρασί κρατάει του άρωμά της. Και το άρωμά της προκύπτει, στην κυριολεξία, από τα γράμματα που έστειλε ο Φραντς στη Μίλενα και όχι και από εκείνα που έστειλε η Μίλενα στον Φραντς. Τα γράμματα της Μίλενα χάθηκαν και εικάζουμε το περιεχόμενό τους μόνο από τα συμφραζόμενα των απαντήσεων του Φραντς. Εκείνο, όμως, που αναντίρρητα διαπιστώνουμε είναι η βαθιά ανθρώπινη σχέση που χαρακτηρίστηκε ερωτική, αλλά μια σχέση εξ αποστάσεως, μια σχέση δι’ αλληλογραφίας, η οποία δείχνει πως η ψυχή του ανθρώπου όσο σπουδαίος και αν είναι, όσο σοφός, δεν αλλάζει και τα ψυχικά προβλήματα ή άλλα που αφορούν ποικίλες εμπλοκές δεν είναι μόνο για τους αφανείς.
Η αλληλογραφία ενός μεγάλου συγγραφέα (που ο ίδιος δεν έχει ιδέαν για τη μελλοντική δημοσίευσή της και δεν γνωρίζουμε αν θα συναινούσε σ’ αυτήν) μας δείχνει το θέμα από μέσα, από εκεί που ο άνθρωπος είναι πιο καθημερινός, η γλώσσα πιο ελεύθερη, η ψυχή πιο αποκαλυπτική, η διάθεση πιο εξομολογητική, ο καθωσπρεπισμός παραμερίζεται και ο γράφων τολμά να υπερβεί τα εσκαμμένα και να δημοσιοποιήσει προσωπικά μυστικά ή άλλα που ο δισταγμός δεν θα άφηνε να βγουν στο φως. Όλα αυτά εμπιστευτικά σε ένα γράμμα και όχι σε βιβλίο για δημοσίευση. Όμως η ακόρεστη αδηφαγία της ανθρώπινης περιέργειας για πληροφορία δεν φείδεται δημοσιεύσεων ή το απαιτεί η ανάγκη να γνωρίσουμε καλύτερα έναν λογοτέχνη.
«Τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουν στον προορισμό τους» γράφει ο Κάφκα στην Μίλενα. Μοιάζουν με τις μποτίλιες στο πέλαγος, θα έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης ή είναι χάρτινα, όπως τραγουδιστά παραπονιέται ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας «μου στέλνεις χάρτινο φιλί». Είναι φιλιά στην ουσία ανεπίδοτα, τα οποία επιδιώκουν να γεμίσουν το κενό, όταν η προσωπική επαφή δεν είναι εφικτή. Και πάλι ο Σεφέρης έγραφε στη Μαρώ «φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα, από μακριά να σ’ αγαπώ», διότι, όπως κατανοούμε, αυτό το «από μακριά» είναι η απελπισία του από κοντά. Είναι η εικονική πραγματικότητα που έρχεται να υποκαταστήσει την αληθινή ζωή.
Ο Καζαντζάκης έλεγε: «Ψυχή μου είσαι κατσίκα. Γράφεις τη λέξη ψωμί στο χαρτί και τρως το χαρτί». Έτσι και τα ερωτικά φιλιά, σταλμένα με το ταχυδρομείο δεν είναι φιλιά αλλά χαρτιά. Μια τέτοια σχέση, που δεν μπορεί να ξεμπλοκαριστεί και να βγει από το καβούκι της, δεν είναι σχέση αλλά μια ακόμα κλειδαριά που κρατάει καλά τον έγκλειστο στη φυλακή του. Κι επειδή και ο κλειδωμένος περισσότερο από τον ελεύθερο, θέλει να μιλήσει και με κάποιον να μοιραστεί αυτά που νομίζει πως είναι σημαντικά, η «ερωτική», τρόπος του λέγειν αλληλογραφία, του παρέχει το άλλοθι∙ όμως – αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός ή Αλλού σκίζεται η ζωή και αλλού στάζει το αίμα, επισημαίνει ο Οδυσσέας Ελύτης, δείχνοντας τον ανύπαρκτο συγχρονισμό. Αλλά όπως ο διάβολος τρίβει τα κέρατά του από ευχαρίστηση, έτσι και ο έγκλειστος αισθάνεται μεγίστη απόλαυση όταν συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα παρά μόνο να γράφει για κάτι που ποτέ δεν θα γίνει, αλλά θα ήθελε να γίνει ή νομίζει ότι θα ήθελε και φυσικά, όπως θα δούμε και στην περίπτωση του Κάφκα, κατά την μαρτυρία του εκδότη, βγάζει κακίες και ζήλιες. Να μην μπούμε σε λεπτομέρειες στα δικά μας και πρόσφατα εκδοτικά, όπου μέγας σάλος προέκυψε από εξομολογήσεις απομονωμένου, μονόχνοτου και κακότροπου λογοτέχνη.
Για να επιστρέψουμε στο θέμα, το παράδειγμα του μεσοβέζικου δεσμού μάς το παρέχει ο Κάφκα, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι είναι ερωτευμένος με την Μίλενα, όταν μαθαίνει ότι ΔΕΝ μπορεί να πάει να την δει. Δεν μπορεί να περάσει από το Μόναχο, γυρίζοντας από το Μέρανο στην Πράγα, Δεν μπορεί να πάρει κάποια άλλη γραμμή … να ταξιδέψει μέσω Βιέννης, όπου ζούσε η Μίλενα, παντρεμένη αλλά με τον γάμο της σε διάλυση. Από την άλλη μεριά είχε και αυτός μια αρραβωνιαστικιά που ΔΕΝ είχε ελπίδες να γίνει σύζυγος, όπως και μια προηγούμενη «Βερολινέζα» που ΔΕΝ προχώρησε η σχέση τους. Με κάποια από τις δύο μάλιστα αρραβωνιάστηκε δύο φορές. Όλα αυτά τα ΔΕΝ διευκολύνουν τον Κάφκα να μη βγει από τη φυλακή του νου του, που είναι και η μεγαλύτερη φυλακή του ανθρώπου.
Στο Ημερολόγιό του, που το εμπιστεύτηκε στη Μίλενα και η Μίλενα το παρέδωσε στον Μαξ Μπροντ που το επιμελήθηκε και το εξέδωσε το 1951, τριάντα χρόνια μετά την αλληλογραφία τους, μας δείχνει το βάθος του δι’ αλληλογραφίας δεσμού τους. Το πόσο πολύ ήθελε να της γράφει. Η αλληλογραφία τους άρχισε το 1920 και έφτασε ώς το 1923. Η «Μ», όπως την σημειώνει στα γραπτά του, είναι «ένα φως στο σκοτάδι» (Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι. Και με είδε μια αχτίδα, είναι οι στίχοι που βάζει μότο ο Κώστας Καρυωτάκης στο ποίημα «Αγάπη» και φυσικά ταιριάζουν και στον Κάφκα). «Η Μ. έχει δίκιο: ο φόβος είναι η δυστυχία». «Αν η Μ… ερχόταν ξάφνου δωνά θα ’ταν φοβερό». Αυτές είναι σκέψεις του σχετικά με το πόσο ήθελε να «δει» τη «Μ».
Η Μίλενα καταγόταν από αριστοκρατική τσέχικη οικογένεια της Πράγας, που έμοιαζε σαν αριστοκράτισσα του 16ου ή του 17ου αι. σε έργο του Σταντάλ, σαν την Σανσεβερίνα ή την Ματίλδη ντε λα Μολ π.χ., μια αριστοκράτισσα από το Το μοναστήρι της Πάρμας η πρώτη και από το Κόκκινο και το μαύρο η δεύτερη, μπλοκαρισμένες στις κοινωνικές και συναισθηματικές συμβάσεις του ρόλου της η κάθε μία. Η Μίλενα ήταν πλούσια και ξόδευε, χρήματα και αισθήματα. Σαν φίλη ήταν ανεξάντλητη σε καλοσύνη και σε πόρους. Η Μ δεν ήταν ξελογιάστρα … Θαύμαζε τον Κάφκα σαν συγγραφέα. Αλλά ή ώρα του τέλους είχε φτάσει «Αγάπη είναι ότι είσαι για μένα το μαχαίρι που στρίβω μέσα μου».
Σε κάποιο γράμμα του ο Κάφκα της αφηγείται ένα όνειρο που είδε ξαπλωμένος στη σεζλόγκ του: «ένα σκαθάρι έπεσε ανάσκελα δυο βήματα μακριά μου κι ήταν απελπισμένο, δεν μπορούσε να γυρίσει … μα …ούτε και μπορούσα να σηκωθώ. Μόνο μια μικρή σαύρα μ’ έκανε να προσέξω πάλι τη ζωή γύρω μου, ο δρόμος της περνούσε πάνω από το σκαθάρι που ήταν κιόλας τελείως ασάλευτο … δεν ήταν ατύχημα αλλά χαροπάλεμα… Ωστόσο γλιστρώντας η σαύρα πάνω από το σκαθάρι το γύρισε, αυτό όμως έμεινε για λίγο ακόμα ασάλευτο σαν ψόφιο, μα ύστερα βάλθηκε ξάφνου να σκαρφαλώνει τον τοίχο… Δεν ξέρω πώς αυτό με εγκαρδίωσε ίσως λίγο…».
Το όνειρο είναι υπαινικτικό και η παρουσία της σαύρας δηλωτική, όσον αφορά την «ανάσταση» του χαροπαλεύοντος σκαθαριού.
Σταχυολογώ από τα γράμματα ό,τι συμβάλλει στην προώθηση της παρούσας περίστασης:
«Ο βασανισμένος από τους δαίμονές του άνθρωπος εκδικιέται ασύνειδα τον πλησίον του». «Θεέ μου, και να ’σασταν εδώ … Κι όμως θα ’ναι ψέμα να πω πως μου λείπετε…». «Αν κατεχόμουνα από ζωηρή και συνεχή ανησυχία όπως έγραφα …θα εμφανιζόμουνα στο δωμάτιό σας την επομένη – η μόνη απόδειξη ειλικρίνειας…». «Μα αυτή η λαχτάρα για γράμματα είναι παράλογη». «Χάλασα πολλές ανθρώπινες σχέσεις από μια λογική πνευματική διάθεση να πιστεύω σε μια πλάνη του άλλου παρά σε θαύματα». «Μη ζητάτε ειλικρίνεια από μένα, Μίλενα, κανένας δεν μπορεί να ζητήσει από μένα περισσότερη ειλικρίνεια». «Δε θέλω (Μίλενα, βοηθήστε με), δε θέλω …δε θέλω να έρθω στη Βιέννη γιατί δεν θα μπορούσα ν’ αντέξω την πνευματική ένταση». «Το κοινό σημείο στους τρεις αρραβώνες μου … εγώ έφταιγα για όλα». «Αυτά τα μπερδεμένα γράμματα πρέπει να σταματήσουν, Μίλενα, μας τρελαίνουν. Δεν ξέρει κανείς τι έγραψε ο ένας ούτε τι απάντησε ο άλλος». «Εγώ …πιόνι πιονιού, θέλω τώρα… να καταλάβω τη θέση της βασίλισσας, εγώ πιόνι πιονιού, ένα ον που δεν υπάρχει που δεν έχει κανένα ρόλο στο παιχνίδι – κι ίσως ύστερα και τη θέση του ίδιου του βασιλιά ή μάλλον όλη τη σκακιέρα».
Με άλλα λόγια θέλει να κατακτήσει τη Μίλενα και όλη τη σκέψη της, να γίνει ο κυρίαρχος του παιχνιδιού σε μια σκιώδη σχέση. Και γράφει, γράφει γράφει, Τρίτη πρωί, Τρίτη βράδυ, Τρίτη ακόμα πιο αργά, Τετάρτη βράδυ, Πέμπτη χαράματα, Πέμπτη πρωί. Γράφει ασταμάτητα. «Και που σου γράφω δροσίζεται το κεφάλι μου», «είναι απλώς τα νοσηρά όνειρα της μοναξιάς», «Τι εύκολη θα ’ναι η ζωή σαν θα ’μαστε μαζί –τρελός που είμαι να τολμώ να λέω ένα τέτοιο πράμα!». «Μου γράφεις πως θα ’ρθεις ίσως στην Πράγα τον επόμενο μήνα. Έχω σχεδόν όρεξη να σου πω: μην έρθεις». «Ευχαριστώ, ευχαριστώ για το τηλεγράφημα, παίρνω πίσω όλες τις μομφές μου, κι άλλωστε δεν ήταν μομφές παρά ένα χάδι με τη ράχη του χεριού γιατί ζήλευε από καιρό». «Θέλεις πάντα να ξέρεις, Μίλενα, αν σ’ αγαπώ, μα αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση και δε θα μπορούσα ν’ απαντήσω σ’ ένα γράμμα… Την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε θα σου πω σίγουρα (αν δεν με αρνηθεί η φωνή μου)». «Πόσο λυπάμαι για μερικά πράγματα που σου ’γραψα τον τελευταίο καιρό…», «Όχι, δεν είμαι δυνατός και δεν μπορώ να γράψω, δεν μπορώ τίποτα να κάνω».
Έτσι, με αυτόν τον τρόπο συνεχίζεται η αλληλογραφία τους, με εκείνον να μην μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να την δει από κοντά ή δεν θέλει, ή θέλει αλλά τρομάζει στην ιδέα. Για να μετακινήσουμε λίγο το θέμα, ας πάμε στους αρχαίους που πίστευαν πως οι νεκροί ζητούν αίμα για να ξεδιψάσουν … και αυτός ο μύθος σημαίνει πως η ερωτική σχέση θέλει κι αυτή το αίμα της. Δεν είναι τυχαίο το ότι στο μότο του βιβλίου, απόσπασμα από γράμμα του Κάφκα στη Μίλενα διαβάζουμε ακριβώς αυτό: «Να γράφεις γράμματα είναι να γυμνώνεσαι μπροστά στα φαντάσματα, που το περιμένουν με απληστία. Τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουν στον προορισμό τους. Τα ρουφούν στο δρόμο τα φαντάσματα».
Το θέμα που προκύπτει είναι ότι ο Μπροντ παρέλαβε από την Μίλενα το 1939 τα γράμματα του Κάφκα (ο Κάφκα πέθανε το 1924, η Μίλενα έζησε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και πέθανε το 1944 ), μπήκαν όμως στη χώρα του οι Γερμανοί, τα παρέδωσε σε έναν φίλο του που τα φύλαξε μέχρι το 1945 και με την άδεια του συζύγου της Μίλενα, τα παρέδωσε στον Γερμανό εκδότη που τα δημοσίευσε, πιστεύοντας πως η Μίλενα δεν θα είχε αντίρρηση. Τα γράμματα δεν έχουν χρονολογική ένδειξη κι έτσι ο εκδότης και οι συνεργάτες του εικάζοντας από διάφορα γεγονότα και επετείους τα προσδιόρισαν αδρομερώς. Στα γράμματα αυτά έχει ασκηθεί ένα είδος λογοκρισίας είτε από τον ίδιο τον Κάφκα που έχει διαγράψει τμήματα είτε από την Μίλενα, η οποία επίσης έχει επιφέρει τις δικές της διαγραφές με μελάνι. Και κάτι ακόμα, πολλά γράμματα λείπουν, ενώ σε πολλά από τα υπάρχοντα έχουν αφαιρεθεί ή έχουν χαθεί σελίδες.
Ο εκδότης Βίλλυ Χάας τονίζει ότι ο Κάφκα ζηλεύει, «Έχω πάντα πρόχειρη τη ζήλια». Όμως ζηλεύει όχι τόσο τους φίλους της Μίλενα, όσο τις φίλες της νεανικής της ηλικίας. Επίσης μισεί ορισμένα πρόσωπα, τα οποία εν τέλει παρουσιάζει σαν καρικατούρες. Αυτά – ζήλιες και μίση- επέλεξε να τα αφαιρέσει, όπως και τα σχετιζόμενα με την οικογένεια της Μίλενα.
Επίσης σημαντικό είναι το ότι ο Εβραίος Κάφκα ερωτεύεται τη χριστιανή Μίλενα, πράγμα το οποίο ο εκδότης θεωρεί «μεγάλο, τραγικό, φορτισμένο από ψυχικά κι αταβιστικά συμπλέγματα, πρόβλημα, που εκδήλωνε με φοβερές εκρήξεις αυτοταπείνωσης».
Στο ερώτημα γιατί δεν εξέδωσε τα Γράμματα ο ίδιος ο Μπροντ, ο Χάας απαντά ότι ο Μπροντ είχε σχέσεις με την Μίλενα και τον τσέχικο περίγυρό της και έτσι τα παρέδωσε για μελλοντική έκδοση, όταν πια δεν θα ενοχλούσαν κανένα.
Η Εισαγωγή, τα Γράμματα και το Σημείωμα του Χάας, πολύτιμος οδηγός για τον αναγνώστη μας παραδίδεται στην πολύ ωραία μετάφραση της Τέας Ανεμογιάννη.