Το εξαμηνιαίο βιβλιοπεριοδικό γλωσσικής, εθνικής και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, με τον τίτλο Ενδοσυγκριτικά, μελετά, όπως δηλώνει και ο προσδιορισμός του, θέματα γλώσσας. Τα θέματα παρουσιάζει ο Χρίστος Δάλκος, γόνος ακμαίας πολυμελούς φιλολογικής οικογένειας και αφοσιωμένος στη γλώσσα και στις ρίζες της. Η αγάπη του γι’ αυτήν εκδηλώνεται συστηματικά και καλλιεργείται με αφορμές που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη που θέλει και που γοητεύεται από το μυθιστόρημα που έπλασε η ίδια η φύση της γλώσσας για τον εαυτό της, την πορεία της κάθε λέξης στο χρόνο, την πρώτη αρχή της και την εξέλιξή της.
Το βιβλίο περιλαμβάνει τα εξής άρθρα: 1. Βασικές αρχές της ενδοσυγκριτικής θεωρίας. 2. Η ετυμολογία της λέξης τσιμουδιά (τσυμουδιά). 3. Η ετυμολογία της λέξης για το ανδρικό ουρητικό (και γεννητικό) όργανο. 4. Η μύτη, η μύτις και το συλλαβόγραμμα μι (mi) της Γραμμικής Β΄ και Α΄. Τέλος, στην ενότητα «Υπόγεια ρήματα», θα βρούμε πλούσιο υλικό στο εκτενές δοκίμιο με θέμα: «Αλυζεύς – Ολυσσεύς – Οδυσσεύς: Νυμφαρχία και αδελφομιξία στο πλαίσιο του προϊστορικού γένους…»
Κατ’ αρχάς να πούμε πως Στις «Βασικές αρχές της ενδοσυγκριτικής θεωρίας» μας παρουσιάζει συνοπτικά ό,τι έχει δώσει αναλυτικά στο τχ. 1, και το οποίο αφορά τη διαπλοκή συγχρονίας και διαχρονίας, καθώς η εξέλιξη ενός τύπου δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση αυτού από τον οποίο προήλθε, π.χ. θέλω να > θα. Μας δίνει παραδείγματα συνύπαρξης εναλλακτικών τύπων λέξεων όπως κυλώ / τσουλώ, της προσφώνησης μωρέ, βρε, ρε, του αρχαιοελληνικού μορτός / βροτός κ.ά.
Το φαινόμενο της γλωσσικής συντήρησης και μεταβολής κάνει την εμφάνισή του, λέει ο Δάλκος, στο εσωτερικό μιας και της αυτής γλώσσας, οπότε το γεγονός της διατήρησης παμπάλαιων, πρωτογενών τύπων στις σύγχρονες γλώσσες -π.χ. μεσημεριάζω > μεσημβριάζω– συνεπάγεται το συμπέρασμα ότι «το τεκμήριο της πρώτης χρονικά εμφάνισης στον γραπτό λόγο δεν μπορεί να είναι ούτε απόλυτο ούτε αδιαμφισβήτητο κριτήριο παλαιότητας.»
Επίσης παρατηρεί πως φωνολογικές εναλλαγές του τύπου β/γ (π.χ. βουνός–γουνός ή βλέπω-γλέπω), αποδιδόμενες στη λεγόμενη « προελληνική», κάνουν την εμφάνισή τους, και μάλιστα στις ίδιες λέξεις, στη νέα ελληνική (π.χ. βουνί-γουνί, βλέπω-γλέπω), πράγμα που τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η νέα ελληνική διαθέτει «απτές, ευρείες και πολυποίκιλες σχέσεις, φωνολογικές και λεξικολογικές, με την λεγόμενη προελληνική» και είναι «το βασικώτερο εργαλείο για τη διερεύνηση της φύσης και των καταβολών της…».
Η λέξη τσιμουδιά δεν σημαίνει σιωπή αλλά πρέπει να δηλώνει «έναν χαμηλό, ανεπαίσθητο, ασήμαντο ήχο», παράδειγμα: «να μην ακούσω ούτε τσιμουδιά». Και το θέμα έχει εκτενή πραγμάτευση, ποικίλες αποκλίσεις και επιστημονική τεκμηρίωση. Παραθέτω για κέντρισμα της περιέργειας του αναγνώστη τη λέξη τσιμουδοκλαίω= κλαψουρίζω, τσιμουδόκλαμα= κλαψούρισμα, τσιμοκλαίω = ψευτοκλαίω, μουτσοκλαίω= ψευτοκλαίω, που συσχετίζονται, μετά από μεγάλη εξερεύνηση σε πολλές διαλέκτους και ιδιώματα, με τις λέξεις μουτσούδα, *μουτσουδιά και μύτη, για να συναχθεί εντέλει το συμπέρασμα ότι η τσυμουδιά πρέπει να «ορθογραφήται» με ύψιλον που αντιπροσωπεύει τον φθόγγο «ου».
Η ετυμολογία της λέξης για το ανδρικό όργανο έχει ιδιαίτερο σκανδαλιστικό ενδιαφέρον, όταν μάλιστα υπάρχει στη Θράκη η λέξη «πουτσί» για το «γυναικείο αιδοίο» και «πουτί» αλλού, «πουτσ’νάρα» (= αντρικό γεννητικό όργανο) στην Ίμβρο, «μπρουτσουνάρι» (= σωλήνας αγγείου, πέος) στη Ρόδο κ.λπ. Βεβαίως, η λέξη σημαίνει και το στόμιο «εκροής υγρών», γνωστό ως «μπουτσουνάριν» (ή «μουτσουνάρι») και «μπουτσουνάρα» σε πολλά νησιά, και «υδρορροή της στέγης, βρυσούλα, στόμιο της ποτίστρας», με διάφορες φωνητικές μικροαλλαγές, και, αφήνοντας τα πολλά και δύσκολα διαχειρίσιμα, φτάνω στη λέξη «βουτσουνάρα» και «βουτσί», που σημαίνει και αυλάκι για να περνάει το νερό, κάνουλα της βρύσης, οπή από την οποία ρέει ο μούστος, νεροπίστολο (ως εκ του σχήματος, θα λέγαμε).
Και φτάνουμε στο άρθρο «Η μύτη, η μύτις και το συλλαβόγραμμα μι (mi) της Γραμμικής Β΄ και Α΄». Η λέξη μύτη φαίνεται να έχει εκτοπίσει την αρχαία ελληνική λέξη «ρις». Ενώ λέξεις όπως κεφαλή, φρύδι, μάτι, βλέφαρο, ρουθούνι, αυτί, σαγόνι κ.λπ. απαντούν τόσο στην νέα ελληνική όσο και στην αρχαία γλώσσα, η «ρις» δεν βρίσκεται στην νέα ελληνική. Και τούτο, υποθέτει ο Δάλκος, ίσως γιατί η μύτις ανήκει στις λεγόμενες «προελληνικές» (πρωτοελληνικές, κατά την άποψή του) λέξεις, πολλές από τις οποίες βρίσκονται στον Όμηρο, όπως μας θυμίζει η Άλις Κόμπερ, η οποία ασχολήθηκε με τις επιβιώσεις λέξεων προελληνικής προέλευσης. Ενδεχομένως, λοιπόν, η μύτις / μύτη να ανάγεται στο «μινωικό» γλωσσικό υπόστρωμα, έτσι όπως το σχήμα του συλλαβογράμματος της Γραμμικής γραφής Β΄ 73 (μι/mi) μοιάζει με το σχήμα της μύτης, όπως και το αντίστοιχο της Γραμμικής Α΄, στο οποίο, επιπροσθέτως, «το εγχάρακτο μικρό ημικύκλιο που περικλείει μιαν ευδιάκριτη στιγμή συνιστά … προσπάθεια να αποδοθή σχηματικά το πτερύγιο της μύτης και το ρουθούνι.»
Στην ενότητα «Υπόγεια ρήματα» θα βρούμε εκτεταμένη αναφορά στην ενδιαφέρουσα αρχαία συνήθεια της επιλογής, εκ μέρους της βασιλοκόρης, συζύγου από τους μνηστήρες, καθώς και το θέμα του «γυναικοτοπικού γάμου». Η κόρη όμως διαλέγει, πράγματι, όποιον θέλει και μένει στον τόπο της; Ο συγγραφέας πραγματεύεται το παράδειγμα της Πηνελόπης, η οποία ακολουθεί τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, ενώ η Ελένη, που διάλεξε τον Μενέλαο, μένει στην Σπάρτη. Ο Πέλοψ επίσης παντρεύεται την Ιπποδάμεια και μένει εκεί, στην Πίσα, αλλά ο πατέρας της ο Οινόμαος αντιδρά στον γάμο, πράγμα που υποδηλώνει ότι επιμένει στα δικαιώματά του, τα συνυφασμένα με τον τόπο (να θυμίσω ότι, σύμφωνα με το μύθο, ο Οινόμαος, που αντιδρούσε στον γάμο, σκοτώθηκε σε αρματοδρομία με δολιοφθορά κι έτσι έμεινε ο θρόνος ελεύθερος για την Ιπποδάμεια). Ο Δάλκος παρακολουθεί αυτό το αρχαίο έθιμο στην ιστορική του πορεία και το εντοπίζει στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, όπου η πρώτη κόρη, η Κανακαρά, τα παίρνει όλα και διώχνει από το σπίτι τους γονείς. Ο δε πατέρας, αμέσως μόλις γεννηθεί η κόρη του, ετοιμάζει το σεντούκι του για αναχώρηση, διότι ο γαμπρός έρχεται στο νυφικό σπίτι μόνο με το σεντούκι του που περιέχει τα προσωπικά του είδη. Και φυσικά εκδιώκεται και η μάνα, στην οποία με τον ίδιο τρόπο είχε παραχωρηθεί η οικία. Το έθιμο αυτό είχε πολύ κακές συνέπειες για τους γονείς που περιφέρονταν εξαθλιωμένοι και αξιολύπητοι, «εστερημένοι ολοτελώς και αυτού του επιουσίου άρτου εν εσχάτη απορία». Οι μαρτυρίες τις οποίες παραθέτει ο συγγραφέας είναι πολλές, από πολλά και διαφορετικής κατηγορίας κείμενα.
Εν ολίγοις, το «μητρωνυμικό δίκαιο» ταλανίζει την οικογένεια, που πρέπει να προικίσει και δύο και τρεις και περισσότερες κόρες, «ν’ αποκαταστήσει όλα τα θήλεα ταύτα, και να δώση πέντε και έξι ή επτά προίκας! Ω Θεέ μου…» (Αλ. Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα). Με την έννοια αυτή η Φραγκογιαννού … «είναι μια αρχαϊκή γραία που έρχεται από το παρελθόν, και ο ψυχισμός της φέρνει στην επιφάνεια βαθύτατα θαμμένες στοιβάδες του ανθρώπινου συλλογικού ασυνειδήτου». Η Φραγκογιαννού «σκέφτεται ως εκπρόσωπος όχι των γυναικών συνολικά, αλλά των βασανισμένων και κινδυνευουσών μητέρων, γι’ αυτό άλλωστε φροντίζει να εξολοθρεύη νεαρές θηλυκές υπάρξεις και όχι γηραιές συνομήλικές της με το πρόσχημα της απαλλαγής από τα βάσανα».
Η «νυμφαρχία» εντοπίζεται στην περίπτωση του παπαδιαμαντικού «Θανάτου κόρης», όπου η γραία θεια – Σοφούλα πληρώνει επί δεκατρία έτη «όλας τας αμαρτίας της» «εις της νύμφης της τα χέρια», ενώ σε μια πατριαρχική οικογένεια η μοχθηρή πεθερά «ψήνει το ψάρι στα χείλη της αποσπασμένης από το γένος της
νύφης». Η «νυμφαρχία» εντοπίζεται στην Ιθάκη, με τη μοίρα που επιφυλάσσεται στους γονείς του Οδυσσέα Λαέρτη και Αντίκλεια οι οποίοι ζουν εκτός ανακτόρου, στο οποίο τον κυρίαρχο ρόλο έχει η Πηνελόπη.
Η πρωτοκαθεδρία των πρωτοτόκων, τονίζει ο Δάλκος, εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο. Ο Δίας υπερτερεί έναντι του Ποσειδώνα, επειδή είναι πρωτότοκος, το ίδιο η Ήρα, η πρωτότοκη κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Στα νεότερα χρόνια, στην Κάρπαθο, στη Λέσβο, στη Νίσυρο, κ.λπ. υπάρχει η προνομιακή μεταχείριση της πρωτοτόκου, πράγμα που σημαίνει ότι οι νεότερες υστερότοκες οφείλουν να υπηρετούν εφ’ όρου ζωής την πρωτοκόρη. Τούτο βεβαίως εσήμαινε προσφορά εργασίας από την νεότερη και εκμετάλλευση (που δεν την αντιλαμβάνονταν έτσι) από την κανακαρά. Εξάρτηση εν ολίγοις της νεότερης από την μεγαλύτερη.
Σχολιάζεται επίσης το αγέρωχο ύφος των πρωτοτόκων, εν αντιπαραβολή προς την αβουλία των υστεροτόκων, οι οποίες ζούσαν εξαθλιωμένες, έκαναν τις πιο ταπεινές εργασίες, πλάι στην πρωτότοκη αδελφή, και παρέμεναν ανύπαντρες. Όμως και στον μύθο η Άρτεμις και η Αθηνά -η οποία είχε την προσωνυμία «Τριτογένεια», ίσως επειδή γεννήθηκε τρίτη-, παραμένουν παρθένοι, ενδεχομένως επειδή ήσαν υστερότοκες.
Η Αντιγόνη και η Ηλέκτρα, ως έχουσες δικαίωμα γάμου, εμφανίζονται πιο δυναμικές και επιβάλλονται στις νεότερες Ισμήνη και Χρυσόθεμη, αντιστοίχως, οι οποίες οφείλουν την αβουλία τους μάλλον στο γεγονός ότι είναι υστερότοκες και ως εκ τούτου θα μείνουν ανύπαντρες. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ευριπίδειας Ηλέκτρας, της οποίας τον επικίνδυνο για το ζεύγος Αιγίσθου – Κλυταιμνήστρας γάμο ο Αίγισθος προσπαθεί με κάθε τρόπο να ματαιώσει, καταλήγοντας εν τέλει να την παντρέψει με κάποιον εκτός γένους φτωχό χειρώνακτα, πράγμα που σημαίνει έξωση από τον βασιλικό οίκο.
Ο κίνδυνος που διατρέχουν οι γονείς να εξωσθούν από τον οίκο τους, με το που θα παντρευτεί η κόρη, εξηγεί ικανοποιητικά διάφορες μυθικές εκδοχές της ιστορίας της κόρης που ανταγωνίζεται τον πατέρα με τη βοήθεια του αγαπημένου της… Τούτο συμβαίνει διότι ο πατέρας εμποδίζει τον γάμο της κόρης, για να μη χάσει την εξουσία, την οποία πρέπει να παραχωρήσει στο νεόνυμφο ζεύγος. Βεβαίως πολλά είναι και τα παραδείγματα τα οποία παραθέτει ο Δάλκος, στα οποία η κόρη εγκαταλείπεται από τον ευεργετηθέντα -π.χ. Θησέα, Ιάσονα- λόγω του ότι δεν υπάρχει κάποια προσδοκία για την απόκτηση ενός θρόνου…
Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα είναι η αδελφομιξία. Ο Δίας παντρεύεται την Ήρα η οποία είναι αδελφή του και σύζυγός του συγχρόνως. Ο Κρόνος την αδελφή του Ρέα κ.λπ. Είναι πολλά τα ζεύγη αδελφών στους αρχαίους θεούς αλλά και σε κοινούς θνητούς. Το ματαιωμένο ερωτικό κυνηγητό της Δάφνης από τον Απόλλωνα, καθώς και η επωνυμία της Αρτέμιδος «Άρτεμις Λαφρία» και «Άρτεμις Δαφνία» παραπέμπει σε μια εποχή όπου οι αδελφομικτικές σχέσεις τείνουν να απαγορευθούν. Πολλές άλλωστε από τις κόρες που κυνήγησε ο Απόλλων είχαν στοιχεία της Αρτέμιδος, ενώ ο Δίας μεταμορφώνεται σε Απόλλωνα προκειμένου να πλησιάσει την Καλλιστώ (πρβλ. Άρτεμις Καλλίστη).
Με βάση τον σκληρό ανταγωνισμό των γονέων του προϊστορικού γένους με το ζεύγος των νεότερων διεκδικητών της γονεϊκής περιουσίας και εξουσίας επιχειρείται η ερμηνεία του προτάγματος της παρθενίας, ιδίως των νέων γυναικών, αφού η γαμήλια ένωσή τους συνεπάγεται την έξωση των γονέων και τη συνακόλουθη εξαθλίωσή τους. Το ίδιο και η έκθεση του νεαρού βλαστού ή και η εντεταλμένη εξόντωσή του, που αποτελεί ένα είδος εξουσιακής αυτοσυντήρησης. Πρόκειται στην ουσία για μια αλυσίδα ανταγωνιστικών κινήσεων, έναν θανάσιμο αγώνα επιβίωσης: «έχει κανείς την εντύπωση πως παρακολουθεί μια ιδιότυπη παρτίδα μυθολογικό σκάκι: Μας θάβετε στα έγκατα της γης; -Σας θερίζουμε τα γεννητικά όργανα. Μας καταπίνετε; -Σας αναγκάζουμε να μας ξεράσετε. Μας εκθέτετε στο βουνό; -Σωζόμαστε, επιστρέφουμε και σας εξοντώνουμε».
Η ιστορία της έκθεσης του Οιδίποδα δεν είναι η μόνη και τα παραδείγματα που παραθέτει ο Δάλκος είναι πάρα πολλά. Μάλιστα, το γεγονός ότι η έκθεση του Δία λαμβάνει χώραν στο πλαίσιο του αδελφομικτικού γένους οδηγεί τον Δάλκο σε μια τολμηρή συσχέτιση του θέματος της έκθεσης με αυτό της απαγόρευσης της αδελφομιξίας, για την οποία δεν θα πούμε περισσότερα εδώ. Όπως δεν θα πούμε και για την επίσης τολμηρή ετυμολογική συσχέτιση των ονομάτων Αλυζεύς – Ολυσσεύς – Οδυσσεύς, καθώς και για τα συμπαρομαρτούντα συμπεράσματα, εμπιστευόμενοι την έκπληξη στην απόλυτη δικαιοδοσία του αναγνώστη.
Περιοριζόμαστε να δηλώσουμε εν κατακλείδι ότι το θέμα έχει μεγάλη έκταση, πολύπλοκη διευκρίνιση, πολλές παραπομπές, αρτιότατη τεκμηρίωση, γόνιμες απορίες, φυσικές, λογικές ερμηνείες. Ο Δάλκος, με την πλατιά και βαθιά έρευνά του στους μύθους, στα έργα, στις περγαμηνές των επιφανών, ρίχνει φως σε πάρα πολλά φαινόμενα ακόμα και της σημερινής ζωής, τα οποία είναι κατάλοιπα μιας
πολύ παλιάς μυθικής εποχής που όμως είναι πραγματική. Όλα, εν κατακλείδι, γίνονται για την εξουσία, γι’ αυτό και ο τελάλης του Θεάτρου Σκιών διαλαλεί: «όποιος μπορέσει και σκοτώσει τον “Κατηραμένον όφι” θα έχη να λαβαίνη “την βασιλοπούλα διά σύζυγο” και τον θρόνο, αλλά αυτόν τον τελευταίο “μετά τον θάνατον του πασά”!»
Η πανουργία του μύθου προστατεύει τον ήδη δικαιούχο, γι’ αυτό (ας προσθέσουμε κι εμείς) στα σύγχρονα κληρονομητήρια, η περιουσία μεταβιβάζεται στον κληρονόμο, μετά τον θάνατον του κληροδοτούντος… Για όλα τούτα ο συγγραφέας θα καταθέσει απόψεις και συγγράμματα νομομαθών για το κάθε νησί χωριστά, θα ερευνήσει το δημοτικό τραγούδι, τα λαογραφικά στοιχεία και θα αποφανθεί πάνω σε θέματα επιβίωσης -ή, καλύτερα, ανάδυσης- συμπεριφορών και καταστάσεων αναγομένων στο απώτατο «προελληνικό» (πρωτοελληνικό) παρελθόν. Το βιβλίο του Χρίστου Δάλκου είναι μικρό αλλά πάρα πολύ πυκνό και συναρπαστικό…