Δεν είναι η πρώτη φορά που η Χρύσα Αλεξοπούλου μας συγκινεί με τη υποβλητική ποιητική φωνή της, τη σοβαρότητα και τη σύνεση, τη γνώση και την εμπειρία, τη συναισθηματική της ένταση, η οποία δεν εξαντλείται σε φαινόμενα της επιφάνειας αλλά με την βουτιά του δύτη, όπως στις παρούσες πορείες κατάδυσης, βουλιάζει σε μέγα βάθος για να ανασύρει από εκεί τις απαντήσεις στα αιώνια ερωτήματα του ανθρώπου. Φυσικά, στην προσπάθειά της αυτή έχει τη γερή φιλολογική της αρματωσιά και το ποιητικό της ταλέντο και ακόμα – το τονίζω- τη σεμνότητα να μιλάει για ό,τι την απασχολεί, χωρίς να διατυμπανίζει τίποτα.
Ήσυχη απέξω, ανήσυχη από μέσα, στέκεται πάνω στο μέτρο, στη χρυσή τομή/ κλωστή που δείχνει την ισορροπία ανάμεσα στις αντιθέσεις, τις παραδοξολογίες και αντινομίες της ζωής, όπως πολύ παραστατικά μας παρουσιάζει το χαρακτικό στο εξώφυλλο του βιβλίου: Αντίθεση του πάνω και κάτω, μισός μέσα και μισός έξω από το νερό, άσπρο και μαύρο, αρμονική, εν τέλει, εξισορρόπηση των αντιθέσεων.
Η συλλογή με τον τίτλο πορείες κατάδυσης, από τις επιμελημένες εκδόσεις Περισπωμένη, έχει τρεις ενότητες: «Κατάδυση στο υγρό στοιχείο», «Κατάδυση εντός», «Κατάδυση στο Επέκεινα».
Η λέξη «Κατάδυση» λειτουργεί ως κρίκος, καθώς και το ρήμα «κατέρχεσαι», σαν το ανάλογο εκείνης της βαριάς πέτρας που κουβαλούσε ο παλαιός δύτης, για να φτάσει στο βυθό και να συλλέξει τα σφουγγάρια τα χρυσά, τους μικρούς ήλιους του βυθού, όπως θα έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης. Ή τα λόγια των θεών ή τις πέτρες του Ηράκλειτου ή τις πέτρες του Σεφέρη… και τόσα άλλα που ο ποιητικός θησαυρός κρύβει στους βυθούς του και η ποιητική διάθεση ανασύρει στην επιφάνεια.
Συγκεκριμένα, η Χρύσα Αλεξοπούλου καταγράφει το ρήμα «κατέρχεσαι» κάθε φορά από άλλη σκοπιά, παραπλήσια με την προηγούμενη. Με άλλη αίσθηση και με την προγονική κληρονομιά και όχι μόνο του Ομήρου, αλλά και των απογόνων-επιγόνων του, καταγεγραμμένη στο D.N.A. της.
Κατέρχεσαι με τη γοητεία του νικητή… Κατέρχεσαι σε περιπλάνηση, σε χρόνο απροσδιόριστο, κατέρχεσαι ήρεμα εντός, κατέρχεσαι ερωτευμένος με την άγρια ανασφάλεια της άγνοιας, κατέρχεσαι γυμνός από θαυμασμό και έπαινο, κατέρχεσαι και σκοντάφτεις σε απολιθωμένες επιθυμίες, κατέρχεσαι, κατέρχεσαι και σκορπίζεις πράγματα στοιβαγμένα, θέλεις να αφήσεις τα αβαθή. Κατέρχεσαι αποθησαυρίζοντας, κατέρχεσαι κι αναρωτιέσαι, κατέρχεσαι! Ακατανίκητη μοναξιά σε κυκλώνει, Βυθίζεσαι …
Και πάμε από την αρχή. Ποίημα πρώτο και στίχος πρώτος: είναι η κατάδυση επαυξημένη δύση , μας λέειˑ και πιο κάτω: κατάδυση στο φίλιο νερό, όπου η ακοή είναι άκεφη… όλα είναι ήχοι μοναχικοί, γεννήματα της κίνησης
Κατάδυση στο νερό, μοναχικότητα, χώρος soundproof-ηχοστεγής, εκεί που ο καθένας είναι μόνος. Κατάδυση στο νερό, στο μύθο, στο άγλωσσο στο άγνωστο, στο επέκεινα. Και οι τρεις αυτές καταδύσεις – στο νερό, εντός και επέκεινα- ενώ φαίνονται προσδιορισμένες και οι τρεις είναι αόριστες. Η κατάδυση στο νερό, ποιο νερό; Η κατάδυση εντός, ποιο εντός, η κατάδυση στο επέκεινα… Αυτό και αν είναι τελείως αχανές.. Στον άπειρο βαθμό άπειρο και ακατάληπτο. Και όμως δια του ασχέτου έχουμε συνεννοηθεί…
Τέτοιο βούλιαγμα έχουμε ξαναδεί στον Μπωντλαίρ
Au fond de l’ inconnu pour trouver le nouveau
Αλλά και στην περίπτωση της «Ιεράς Οδού» του Άγγελου Σικελιανού, όταν, πηγαίνοντας για την Ελευσίνα, εκείνος βυθίστηκε στη σκέψη του και στο σκοτάδι σαν σε θάλασσα για να αλιεύσει την απάντηση μέσα σ’ ένα μούρμουρο που «έλεε “θα’ ρτει”»… Ο Σικελιανός περιμένει την ημέρα της συμφιλίωσης του ανθρώπου με τη μητέρα φύση. Η Αλεξοπούλου αναζητάει την ένωση εαυτής με τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής της. Είναι το επιπλέον – αυτό που επιπλέει, δηλαδή, στην επιφάνεια- ενώ το άλλο μισό βρίσκεται στο βάθος. Είναι η ώρα που τραμπαλίζεται ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες. Μισή μέσα και μισή έξω από τον καιρό…
Μια μέρα θα ‘ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και
θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα ‘ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
(ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ Α΄)
Για να περιγράψουμε την κατάσταση με ψυχαναλυτικούς όρους, κάθε είδος κατάδυσης συνιστά κατάδυση στο είναι. Το τοπίο, για μία ουτοπία πρόκειται, συνιστά χώρο άηχο, άγλωσσο, άγνωστο, εκεί όπου δεν έχουν νόημα τα γήινα σχήματα. Όμως, όλα μαζί, συνιστούν έναν «ανεκλάλητο παράδεισο», σε υπερκόσμια αρμονία ήχων και χρωμάτων, άγνωστη μέχρι πρότινος, γεμάτη ομορφιά που αν δεν την δεις δεν την υποψιάζεσαι αγνοείς την ύπαρξή της και αυθαιρετείς στην αποκρυπτογράφησή της.
Είναι το όριο, η χρυσή τομή που ήδη αναφέραμε και που τέλεια χωρίζει τους δύο κόσμους, αφήνοντας τους ποιητές, τους καλλιτέχνες και τους πάσης φύσεως στη μούσα αφιερωμένους να τους εξερευνήσουν.
Ερωτήματα προκύπτουν: ποια είναι τα αγγίγματα σωμάτων άλλων/. που ίσως δεν τα είδες ή ποτέ δεν θα τα δεις; Και πώς εκλαμβάνει την εικόνα ο αναγνώστης; Το βυθισμένο σώμα είναι σαν το αγγείο που μαζεύει στο βυθό ερήμην του κοχύλια και άλλα, από όπου μιλάει της σιωπής το κάλλος με εικόνες.
Και ενώ βρισκόμαστε σε κατάδυση, σε θαλασσινό Άδη, όλα είναι γεμάτα φως…
Εδώ δεν έχει τέτοια, όλα τα πίνει το νερό αδιάκριτα (σ.17), όλα θέλουν να βουλιάξουν αγωνίζονται να ξεφύγουν από τη δύναμη της άνωσης. Γιατί δεν είναι εύκολη η κατάδυση∙ Έχει και αυτή τους κανόνες της και, αν σωστά συμπεραίνω, πρέπει να δεχτείς το φιλί του Άδη, πρώτα, δηλαδή να πεθάνεις. Η αλήθεια έναντι θανάτου δίδεται, αποφαίνεται ο Οδυσσέας Ελύτης. Σύψυχος και συζώντανος στο «εδώ» του συγκεκριμένου ποιήματος δεν καταβαίνεις. Ωστόσο, μια περιπλάνηση είναι πάντα μπροστά στα μάτια μας, λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του τα φυτά και τα κοράλλια που σε διεκδικούν (σ.19)
Λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα λέει η ελυτική Μαρία Νεφέλη που απλώνει το χέρι της στην Αλεξοπούλου συμβάλλοντας σε μία αισθητική ταύτιση μαζί της.
Τελικά ποιο είναι το «Εδώ» της ποιητικής συλλογής; Είναι μια υποθαλάσσια ουτοπία, με χαρακτηριστικά ενός παραδείσου, όπου όμως, ενώ για τον αναγνώστη όλα είναι αισθητά, για τον καταβυθισμένο οι αισθήσεις είναι αδρανείς, άρα ;;;
Ποιο είναι το καταβυθισμένο «εσύ», στο οποίο απευθύνεται η ποιήτρια και με το οποίο βρίσκεται σε διαρκή διάλογο; Σε ποιον ανήκει το πετρωμένο πικρό χαμόγελο (σ. 22) που πόσο κοντά μας φέρνει στα χαμόγελα των αγαλμάτων που δεν προχωρούν, όπως μας λέει ο Σεφέρης;
Θα έλεγα ότι όλη η συλλογή της Αλεξοπούλου είναι μια πινακοθήκη, όπου όλα τα περιγραφόμενα έχουν τα εικαστικά τους ανάλογα, τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να τα αντικαταστήσουν. Εικόνες παραδείσιες αλλά και θλιμμένες, όλες παραδομένες στο νερό, όπου υπολανθάνει συνεχώς ο Ηράκλειτος, με τη συνεχή ροή του ποταμού.
Το ποίημα της σελίδας 23 αποτελεί ένα χαρακτηριστικό, συγκρατημένο, αλλά αγωνιώδες, ερώτημα σε κάτι που απάντηση δεν έχει:
Πώς αντέχεις με τις ανάγκες σου ακυρωμένες
κι αγνοημένες τις επιθυμίες σου για κείνη τη γεύση
του κόκκινου κρασιού και του ζεστού ψωμιού τη μυρωδιά,
για το άγγιγμα κορμιού που σε ανατριχιάζει
και το φλογώδες βλέμμα που ξεχωρίζει ανάμεσα
σε αμέτρητα πρόσωπα; Όλα στα πήρε το νερό, γιατί όλα
εδώ στην απεραντοσύνη του μοιάζουν ανώφελα και περιττά
εξαρτήματα ενός κόσμου άλλου συμβατικά συνηθισμένου,
ζωής φανταχτερά αλλοιωμένης….
Θέλω να σταθώ σ’ αυτό το πανηγύρι των αισθήσεων. Όλα σε υπερδιέγερση. Η γεύση του κόκκινου κρασιού και η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που, εν πρώτοις είναι τα συστατικά της Θείας Κοινωνίας και σε δεύτερο επίπεδο, είναι η ανάμνηση από το Θαλερό του Σικελιανού, αλλά και από την μαντλέν τη βουτηγμένη στο φλαμούρι της θείας Λεονί, του Προυστ, όλα ένα χαρμάνι Θείας Μετάληψης, η οποία στην περίπτωση της Αλεξοπούλου ανασταίνει τη μνήμη, αν και ποτέ δεν έχει πεθάνει. Έτσι, θέλουμε ή όχι δουλεύει το υποσυνείδητο, και ας μην θεωρηθεί πως η αναγνώστρια ερμηνεύει εξ ιδίων τα αλλότρια, γιατί δεν είναι αλλότρια. Είναι κοινά. Ανήκουν στην συναισθηματική κοινοκτημοσύνη, σ’ αυτά που ο Ουμπέρτο Έκο ονόμασε «προσδοκίες» από τον αναγνώστη. Δεν πιστεύω πως φορτώνω το ξένο έργο με οικείες εντυπώσεις και αισθήσεις. Από κοντά το «φλογώδες βλέμμα» και το άγγιγμα του κορμιού, -γεύση, οσμή, όραση, αφή- αυτά όλα που πήρε το νερό και επιπλέει το ερώτημα: λείπει η ακοή. Μήπως επειδή η αυταπάτη της ακοής είναι ενεργή. Κι ακόμα ένα ερώτημα:
Είναι ο δικός μας κόσμος αληθινός, ο συμβατικός, ή ο άλλος ο αιώνιος που έρχεται;
Τις οίδεν ή το ζην μεν εστι κατθανείν ή το κατθανείν ζην κάτω νομίζεται (όπως διατείνεται ο Ευριπίδης στις Βάκχες).
Το θέμα που ανακύπτει και πάλι: ποιο είναι το υποκείμενο που αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στον κάτω κόσμο… ;;;
Δεν θεωρώ πως δεν υπάρχει μια ιδέα από Θεοτοκόπουλο ή Δάντη στα ποιήματα, δεν νομίζω πως δεν πρόκειται για μια προσωπική νέκυια, προσωπική κάθοδο, προσωπική ουτοπία που φέρει ως όνομα το επίρρημα «εδώ»:
Εδώ που δεν /υπάρχουν ώρες ούτε δρόμοι, ούτε ημέρες,/ ούτε πρόσωπα, ούτε εσύ (σ. 42).
Κατέρχεσαι …/ μόνος με την αλήθεια κατάματα να ετοιμάζει / την άνοδό σου στο Φως
Δεν μπορώ να μην θυμηθώ το αγωνιώδες ερώτημα του Γιώργου Σεφέρη:
Αλλά πού θα είσαι τη στιγμή που θα ’ρθει/ εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;
(Επί Σκηνής, Στ΄) και ήταν ο Σεφέρης, σε μια παρόμοια στιγμή, σε παρόμοια ηλικία, κατά την οποία όλα επαναξιολογούνται.
Κι ότι σου ανήκει είναι αυτό που δεν σου ανήκει
Κι όπου είσαι είναι εκεί πέραν όπου δεν είσαι, λέει ο Τ.Σ. Έλιοτ.
(East Cocer, III)
η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί…
Αυτό το «Εδώ», το τόσο προσδιοριστικό επίρρημα «εδώ», που τόσο συχνά επαναλαμβάνεται στη συλλογή μοιάζει σαν να μας χαμογελά αινιγματικά. Ποιο εδώ; πού εδώ; Εκεί που δεν είσαι, λοιπόν.
Έτσι, όλα αυτά που θεωρούσαμε ωραία στη ζωή, κοιταγμένα από την άλλη όχθη, από την απεραντοσύνη του νερού, όλα αυτά φαντάζουν περιττά. Σε όλη τη ζωή μας γι’ αυτά τα περιττά ματαιοδοξούμε/ματαιοπονούμε. Αλλά τι αξία θα είχε αυτή η ζωή που θρηνούμε όταν την χάνουμε, αν δεν υπήρχε αυτή η ουτοπία του νερού να κεντρίζει την περιέργειά μας αν εκεί σε άσχετη διάσταση η ζωή συνεχίζεται.
Η Αλεξοπούλου προσέρχεται ιερατικά στον Ναό της Ποίησης… με σεβασμό στην παράδοση. Με ειλικρινή αγωνία, με πόνο συγκρατημένο για τα πρόσωπα, που έχει χάσει, αλλά είναι πάντα εδώ μαζί της και κρατούν το χέρι και ας μην τα βλέπει. Τα νιώθει όμως και αυτά υπάρχουν εφόσον εκείνη τα σκέφτεται, τα σέβεται και τα τιμά.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Χρύσα Αλεξοπούλου έχει στενή σχέση με το φως. Δεν είναι η πρώτη φορά που την απασχολεί. Δεν είναι τυχαίο ότι η τελευταία λέξη της συλλογής είναι το Φάος, το φως όπως μας έρχεται από την αρχαία ελληνική και τη χριστιανική παράδοση ταυτοχρόνως…