Παρά κάτι πενήντα είναι τα κείμενα–κριτικές που συστεγάζονται στον τόμο με τον τίτλο Κάτι απ’ το χνάρι τους …και αφορούν είκοσι πέντε ποιητές της γενιάς του εβδομήντα. Το τόμο υπογράφουν οι άξιες και ξεχωριστές της Κριτικής ιέρειες Χρύσα Φάντη και Ευσταθία Δήμου. Στο εκτενές προλογικό σημείωμα που συνυπογράφουν παρέχουν εν συνόψει την ιστορία και τα όρια της γενιάς. Διευκρινίζουν πως τα όποια όρια είναι συμβατικά και εξυπηρετούν μεθοδολογικούς σκοπούς, ότι δεν υπάρχουν ενοποιητικά στοιχεία που να συνδέουν τους λογοτέχνες μεταξύ τους και η κάθε εποχή προβάλλει τα δικά της ερεθίσματα.
Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, ως τροφοδότες νέων συγκλονιστικών εμπειριών, είναι φυσικό να μπορούν να θεωρηθούν ορόσημα. Για παράδειγμα, η Μικρασιατική καταστροφή, ο Εμφύλιος, η δικτατορία, θεωρήθηκαν ορόσημα για τις γενιές του ’70, ’80, του ’90. Οι γενιές χρονικά μίκρυναν, αλλά τα θέματα που απασχόλησαν τους δημιουργούς προβλήθηκαν καλύτερα. .
Ο όρος Γενιά του ’70 ανήκει στον κριτικό και ποιητή της γενιάς Βασίλη Στεριάδη, ο οποίος μελέτησε πάνω από σαράντα λογοτέχνες, τους οποίους παρακολουθεί συστηματικά από την πρώτη εμφάνισή τους μέχρι την ώρα της συγγραφής της μελέτης του, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επισημαίνεται και η ενασχόλησης των δημιουργών με τις άλλες τέχνες, πράγμα που κατά κανόνα σχεδόν ισχύει και για άλλους των παλαιότερων γενιών.
Η ίδια γενιά αποκλήθηκε και «γενιά της αμφισβήτησης» από τον Βάσο Βαρίκα. Αυτή λοιπόν η γενιά συγκεντρώνει ποιητές που έχουν διάθεση να εναντιωθούν και να αρνηθούν και γενικώς να ασχοληθούν με ό,τι τους βαραίνει από το παρελθόν –τον Εμφύλιο προφανώς- και να καταγγείλουν τη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία. Ο λόγος τους χαρακτηρίζεται από τις δύο λογοτέχνιδες, κριτικός, ειρωνικός, υπαινικτικός, η γλώσσα τους καθημερινή ή περισσότερο επιμελημένη, «σκοτεινή», «κλειδωμένη», «ακατανόητη».
Ο τόμος που έχουμε στα χέρια μας, λοιπόν, συνιστά μια ανθρωπολογία κριτικών σημειωμάτων της Χρύσας Φάντη και της Ευσταθίας Δήμου για ποιητές τους οποίους μελέτησαν και παρουσίασαν στο κοινό και των οποίων το όνομα αναγράφεται και στο εξώφυλλο και στον Πρόλογο, οπότε έχουμε μια απολύτως οριοθετημένη επιλογή.
Στον τόμο εκτός από ποιητικές συλλογές συμπεριλαμβάνονται και πεζογράφοι ποιητές όπως ο Γιώργος Βέης και ο Κώστας Παπαγεωργίου.
Επίσης συμπεριλαμβάνεται και ο Αλέξης Ζήρας, ως κατ’ εξοχήν κριτικός της γενιάς του ’70, με το βιβλίο του Η ορεσίβια ποιητική μνήμη του Τάσου Πορφύρη. Ο μεταπόλεμος και οι ποιητές της ορεινής ενδοχώρας. Ακόμα συμπεριλαμβάνεται και το βιβλίο του Γιώργου Βέη Για την ποιητική γραφή, με θέμα του την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ, της Ελένης Βακαλό και της Μαρίας Κυρτζάκη. Ο Βέης είναι γνωστό πως δεν λείπει από τις στήλες της κριτικής, την οποία υπηρετεί αδιάκοπα και παρακολουθεί τις νέες φωνές με ειδικό ενδιαφέρον. Τέλος η Φάντη και η Δήμου ελπίζουν ότι φώτισαν με τις κριτικές τους το τοπίο και πράγματι αυτό πέτυχαν.
Το πρώτο κριτικό σημείωμα ανήκει στην Χρύσα Φάντη και προέρχεται από το Αφιέρωμα του περιοδικού Χάρτης τχ. 38, Φεβρουάριος 2022, στην Κατερίνα Αγγελάκη –Ρουκ. Μας προλαβαίνει ο δηλωτικός τίτλος του κειμένου «Το σώμα και η αίσθηση της απώλειας….». Αυτομάτως ο νους μας τρέχει σε άλλους ποιητές που έθεσαν το σώμα στο κέντρο της ποίησής τους και τέτοιος είναι ο Γιώργος Σεφέρης που απευθύνεται κατ’ ευθείαν στο κορμί του
Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι
κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις ;
Θα προσθέσω από τα δικά μου διαβάσματα μερικούς στίχους από τον ποιητή της ίδιας γενιάς, του ’70, Στάθη Κουτσούνη που συγκλονίζει με τους στίχους του:
δεν είμαι η κιθάρα/ είμαι το δέντρο που έκοψαν κάποτε / για να φτιάξουν μια κιθάρα/ δεν είμαι δέντρο/ είμαι η κιθάρα που επέστρεψε στο δέντρο….
Και ακόμα: Κοιτάζομαι γυμνός στον καθρέφτη/γεμάτο το σώμα μου στίγματα / τύψεις του χρόνου … κι τέλος, … .πασχίζω ανά πάσα στιγμή να ’μαι έτοιμο .
Τα παραπάνω έστρωσαν για καλά, πιστεύω, τον τάπητα επί του οποίου θα περπατήσει το θέμα της Ρουκ που είχε ήδη εκφράσει την αγωνία της με απανωτά ερωτήματα στην «Ουλή»
Ποιος ξέρει μέσα σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν,
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα,
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της
η ζωή…
Ήταν εκβιασμός, συμφωνία, απειλή,
να είμαι ευγνώμων θα έπρεπε για το πετσοκομμένο δώρο της ύπαρξης ή εκδικητική; Να κοιτάω ψηλά
με είχανε διατάξει ή χαμηλά στη ρίζα της συγγνώμης;
Ποιας συγγνώμης, γιατί; Ποιο ήταν το βάρος
το τόσο ασήκωτο που πριν καν ξεκινήσω
με είχε εξουθενώσει ή μήπως άλλο φορτίο ανάλαβα
και κούτσα κούτσα θα το πήγαινα ως το τέλος;
Έτσι, με αυτά τα αγωνιώδη ερωτήματα η ποιήτρια έθεσε τα δάχτυλά της στους τύπους των ήλων∙ η τέχνη γεννιέται από μια πληγή. Η τέχνη είναι μια πληγή που γίνεται φως/ L’art est une blessure qui devient lumiére, το είπε ο George Braque και μετά από αυτόν πολλοί άλλοι κι εγώ το επαναλαμβάνω με κάθε αφορμή. Η τέχνη είναι τοκετός. Πονάει πολύ πριν βγει στο φως και το παιδί και το ποίημα. Το ξέρει κάθε γυναίκα και η Ρουκ αυτό που οι άλλοι παπαγαλίζουν χωρίς να έχουν την εμπειρία.
Εδώ, στην περίπτωση της Ρουκ, δεν είναι η μεταφορά αλλά η κυριολεξία του σωματικού πόνου που δεν γεννά παιδί αλλά ποίημα. Η ποιήτρια δεν είναι άλλο από αυτό που την έχει σημαδέψει και με αυτό πορεύεται στη ζωή και στην τέχνη της. Ήταν τυχερή που ήρθε το ταλέντο της να συμπληρώσει τις άλλες ελλείψεις.
Η Φάντη θα κάνει μια εξαιρετική συνοπτική περιήγηση στον κόσμο της Ρουκ και θα εστιάσει στην αγωνία της ύπαρξης που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην τρέλα. Θα μιλήσει για τους μονολόγους και τις κραυγές της ποιήτριας, για τους πικρούς σαρκασμούς, το αγαθό της ζωής, το πένθος και την απώλεια. «Οι λέξεις ντύνουν με διαφορετικό μανδύα τα ίδια θέματα, θέματα που επαναλαμβάνονται εμμονικά σε παραλλαγές, νοήματα που απορρέουν ή συνομιλούν ευθέως με την απουσία». Θα επισημάνει το άλλο βλέμμα της ποιήτριας στην όγδοη δεκαετία της ζωής της που κάνει στροφή προς τα μέσα και «που ξέρει να κρατά από τον καρπό της ζωής το κουκούτσι».
Η Ευσταθία Δήμου, στο ίδιο αφιέρωμα του Χάρτη, θα καταχωρίσει εκτενέστατο κείμενο, στο οποίο θα εξηγήσει και θα μελετήσει την «ειδολογική στροφή» της ποιήτριας, η οποία, όπως και πολλοί άλλοι, ασχολήθηκαν με άλλα είδη τέχνης, πράγμα που δείχνει «πτυχές της κοσμοθεωρίας και κοσμοθεώρησης του καλλιτέχνη».
Συγκεκριμένα είναι η θεατρική εκδοχή διαλόγων που έγραψε η Ρουκ και «σηματοδοτούν θεατρική πράξη και πρακτική». Διάλογοι με ποιον; Με τον εαυτό της, με τον Πόνο της, με το άλλο Εγώ της. Ο μονόλογος διχάζεται σε διάλογο και έτσι η ποιήτρια δηλώνει τη μοναξιά της, τη μοναχικότητά της, την αίσθηση της πλήρους απουσίας, η οποία ωστόσο γίνεται δημιουργική και γεννά έργο. Και η κριτικός, μετά από μακρά πραγμάτευση, έρευνα και λεπτομερειακό σχολιασμό, θα καταλήξει στο ότι η Ρουκ διοχετεύει τον λόγο της και ως νόηση και ως αίσθημα στη δραματουργία, «ποιώντας διαλόγους και μονολόγους ή διαλεγόμενη και μονολογούσα ποιητικά, δηλαδή δημιουργικά».
Προχωρώ στον πολυγραφότατο και πολυδιαβασμένο, πολυτάλαντο και πολυεπίπεδο ποιητή, πεζογράφο και δοκιμιογράφο Γιώργο Βέη για τον οποίο η Φάντη δημιουργεί κριτικά, με αφορμή την ποιητική συλλογή με τον απρόσμενο τίτλο Για ένα πιάτο χόρτα. Η αισθαντική κριτικός καταγράφει ότι ο ποιητής με ένα λόγο κρυπτικά αποκαλυπτικό προσπαθεί να μεταφέρει τον σύμπαντα κόσμο σε λέξεις. Ο λόγος για τη «Δυαρχία του κόσμου». Η Φάντη τον παρακολουθεί «ένα πρωινό στον Πάρνωνα», μια άλλη μέρα στο «παραπόταμο του Νέστου», αλλά και στο Χάρλεμ, στο Μπρονξ, στην Πλατεία Αμερικής, στη Φολέγανδρο, στο Θέατρο, στο Βιετνάμ και σε πολλά άλλα μέρη από τα οποία ο ποιητής αντλεί εμπειρίες και αισθήματα και θα τροφοδοτεί τους στίχους του, με «σαφείς φιλοσοφικές προεκτάσεις» και συνομιλίες με φιλοσόφους όπως ο Κίργκεγκωρ ή με φίλους όπως ο Δενδρινός και ο Βαρβέρης, (το όνυχα δείχνω μόνο, όχι το πόδι του λέοντα). Και θα καταλήξει: «Ο Γιώργος Βέης με το ποιητικό έργο του Για ένα πιάτο χόρτα (και όχι για μια χούφτα δολάρια) εμμένει στην αλήθεια του απέριττου»∙ στο εξώφυλλο της συλλογής, η καταπληκτική Κλάρα Πεκ Βέη, η πολυτάλαντη επίσης σύζυγος του, απέδωσε την αλήθεια του Παπαδιαμάντη με ένα δικό της λιτό και σημαντικό συνάμα έργο – ένα πιάτο χόρτα- που συνδιαλέγεται και με τον Σκιαθίτη πεζογράφο και τον ποιητή.
Προχωρώ, παρακάμπτοντας τις γοητευτικές ξεναγήσεις της Φάντη στον Ινδικοπλεύστη και στο Εκεί, αγωνιώντας να δω τι λέει η Δήμου για τον Βέη στο δικό της Εκεί και σταματώ στην επισήμανσή της ότι ο συγγραφέας έχει τη διάθεση να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μετάγγιση της βιολογικής και συγγραφικής του ύπαρξης «στον ρόλο του αγωγού της ασιατικής, εν προκειμένω, κουλτούρας στη νεοελληνική συνείδηση». Πράγματι δεν μας έχει τύχει άλλος συγγραφέας που να ξέρει τόσο καλά και να έχει αγαπήσει τόσο πολύ τα εξωτικά μέρη που του έτυχε να ζήσει (η προσωπική εμπειρία δεν αποτελεί δόγμα). Η Δήμου θα τονίσει την αφόρμηση του συγγραφέα από τα απλά και την εμβάθυνσή του στα σοβαρά. Θα μιλήσει για την αρμονική σύζευξη του στοχασμού με τη λογοτεχνία, θυμίζοντάς μας ότι ο Βέης «οξύνει τη φιλομάθειά μας» αλλά και μας οδηγεί προς την κατεύθυνση «της απόλαυσης και της συγκινησιακής μέθεξης».
Η Χρύσα Φάντη και η Ευσταθία Δήμου βρίσκονται σε μια ευγενική, φιλική, λογοτεχνική, πλούσια, συγκινησιακή, συμπλήρωση. Σε ένα πιγκ πογκ αμοιβαιότητας και αλληλοεπιβεβαίωσης.
Όμως, το είδος του βιβλίου είναι τέτοιο που η παρουσίασή του δεν μπορεί να συμπεριλάβει παρά μόνο ονομαστικά τους πάντες. Ακόμα και αν θα θέλαμε με μια λέξη να κρατήσουμε «κάτι από χνάρι τους» και πάλι δεν θα επαρκούσε ο χρόνος, ο χώρος, η περίσταση …
Αναφέρω μόνο τα επώνυμα: Αλεξίου, Βαρβέρης Γουλιάμος, Δαράκη, Ζήρας, Καναβούρης, Κεφάλας, Κοντός, Κυπαρίσσης, Κυρτζάκη, Λαϊνά, Λάνταβος, Μαρκόπουλος, Μοσχοβάκος, Παμπούδη, Παπαγεωργίου, Πρατικάκης, Σιώτης, Φωστιέρης, Ψυχοπαίδης Χουλιαράκης, Χριστοδούλου, Χρονάς.
Για όλους σχεδόν έχω γράψει και όλους τους εκτιμώ πολύ και εκείνους για τους οποίους δεν πρόλαβα να γράψω. Χαιρετίζω επομένως αυτό το βιβλίο το οποίο θεωρώ πολύτιμο ανάγνωσμα για την απόλαυση και μόνο αλλά και ως εργαλείο για εργασίες μαθητών και φοιτητών ή δείγμα καθοδηγητικό για νέους ποιητές.
Συγχαίρω τις εξαιρετικές Χρύσα Φάντη και Ευσταθία Δήμου για την εμπεριστατωμένη δουλειά τους, Συγχαίρω και τον Σωτήρη Σόρογκα για το ωραίο εξώφυλλο με το έργο του από τη σειρά Θαλάσσια ξύλα, που μας θυμίζουν Όμηρο, Κάλβο, Σεφέρη, ταξίδια μισοτελειωμένα, ματαιωμένα πασπαλισμένα από αλισάχνη.