Σε μια εποχή που το να μιλήσεις για την Ελλάδα και να χρησιμοποιήσεις τους όρους «πατρίδα», «ήρωες», «Ελευθερία» ή το να βάλεις σημαία στο μπαλκόνι στην εθνική εορτή θεωρείται παλαιομοδίτικος εθνικισμός, κι ενώ είμαστε μια ανάσα από τον εορτασμό των 200 χρόνων, από την Παλιγγενεσία, από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, αυτή η Ανθολογία που επιμελήθηκε ο Ηλίας Γκρης με ποιήματα για το 1821 είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα. Επιτέλους άλλοθι.
Όταν η Γαλλία εόρτασε τα δικά της 200 χρόνια από την Γαλλική Επανάσταση, έγιναν κινηματογραφικές ταινίες, ο φιλέλληνας Μορίς Μπεζάρ έκανε τρία μπαλέτα, τα οποία έδειξε η ελληνική τηλεόραση και το ένα εξ αυτών, Η σχεδία της Μέδουσας, παίχτηκε και στο Ηρώδειο. Γράφτηκαν επίσης βιβλία και βεβαίως έγιναν και πολλά άλλα για να υπενθυμίσουν το μήνυμα μιας επανάστασης που άλλαξε τον κόσμο και τον ρουν της Ιστορίας.
Αν οι Γάλλοι έλεγαν allons enfants de la patrie ή Liberté, égalité, fraternité, αν ο Αισχύλος έψαλε Ω, παίδες Ελλήνων, ίτε, ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών, οι νέοι Έλληνες, συμψηφίζοντας την αρχαία προτροπή και της νεότερης Ευρώπης το εθνεγερτικό κάλεσμα, φώναξαν «Ελευθερία ή θάνατος».
Έχουμε την τιμή και το βάρος ενός μεγάλου πολιτισμού και μιας μεγάλης ιστορίας. Έχουμε μια πανάρχαια και μέγιστη ποιητική κληρονομιά, την οποία δυστυχώς, επί της ουσίας δεν θυμόμαστε ούτε στις εθνικές εορτές, μήπως μας παρεξηγήσουν. Κι εδώ θυμίζω τον Γιώργο Σεφέρη, που παρευρισκόμενος στην εκταφή των οστών του Κάλβου, περιγράφει «μια στιγμή που σ’ αγκυλώνουν τα μάτια» και συλλογίστηκε εκείνο που τον ρώτησε κάποιος: «Μα πέστε μου, ο Κάλβος έγραψε μόνο εθνικιστικά ποιήματα;» και την έκφραση ενός τρίτου, «αυτός ο αξεπέραστος εθνικισμός σας»! Και ο Σεφέρης σχολιάζει: Πώς να εξηγήσει κανείς την Ελλάδα στους άλλους Ευρωπαίους που ολοκληρώνουνται βιομηχανικά όλο και περισσότερο» και θυμάται «εκείνο το πεισματικό φάντασμα ενός ποιητή χωρίς πρόσωπο» (Δοκιμές τ. 2ος σελ. 134). Και συμπληρώνω με τα δικά μου: «πώς να μιλήσεις σ’ έναν ξένο…» που δεν γνώρισε σκλαβιά, που δεν έζησε Κατοχή, που είχε πάντα όλα τα υλικά μέσα για να αγνοεί πώς είναι να μην τα έχεις.
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα θα πρέπει να συγχαρούμε το εγχείρημα του Ηλία Γκρη, ο οποίος συγκέντρωσε τα ποιητικά συνθέματα με θέμα το 1821 σε έναν τόμο επετειακό.
Φυλλομετρώ την Ανθολογία κι εγώ, όπως ο Καβάφης, ακριβώς πριν εκατό χρόνια, παραμονές της πρώτης εκατονταετίας.
Μάρτιος του 1921. Ο Καβάφης ανοίγει τα δημοτικά ηρωικά τραγούδια, αλλά γλιστράει στους θρήνους και καταλήγει στο «Πάρθεν». Πάρθεν λοιπόν, πάρθηκε, αλώθηκε, η Πόλις, ο Ελληνισμός, το 1453, και έκτοτε συνέχεια μέχρι σήμερα. Σήμερα με τον κίνδυνο από εκεί που ήταν πάντα. Ορδές που κατέβαιναν από ψηλά ή από τα βάθη της Ασίας ή από τη θάλασσα, και σήμερα πάλι ορδές δυστυχισμένων στα σύνορά μας και να μην έχουμε τρόπο να τους αντιμετωπίσουμε, να τους βοηθήσουμε, να τους απωθήσουμε, να τους δεχτούμε.
Αλλάζει μορφή το πρόβλημα, άλλης μορφής η εισβολή, άλλης ποιότητας οι εισβολείς. Κι εμείς εδώ να φυλάμε Θερμοπύλες και οι Μήδοι να περιμένουν να διαβούν στο τέλος…
Κοιτάζοντας, λοιπόν, αυτόν τον ευπρεπέστατο σε όγκο τόμο που επιμελήθηκε ο Ηλίας Γκρης, βλέποντας τους στίχους, δεν θα μπορέσω να μην πω πως δεν με «αγκυλώνουν» κι εμένα τα μάτια.
Σ’ αυτό το εθνικό «παρών», εκτός αλφαβητικής σειράς, ο Σολωμός και ο Κάλβος. Με τρία ποιήματα ο Σολωμός – Ελεύθεροι Πολιορκημένο, Γυναίκα της Ζάκυθος, «Εις Μάρκο Μπότσαρη»:
Έρμα ’ν’ τα μάτια που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα
Και «Εις τον Ιερόν Λόχον» και «Εις Σούλι» ο Κάλβος:
Την αρετήν σας άμποτε / Να μιμηθώ εις τον κόσμον, / Και να φέρω την λύραν μου/ Με σας να ψάλλω
Και ακολουθούν αλφαβητικά:
Νάσος Βαγενάς, «Ωδή»: «πατρίδα είναι το σκοτεινό κελί… ο ανάπηρος, η γριούλα στον σκουπιδοτενεκέ, η εκκλησία με τον σακάτη άγιο. Τα δέντρα με τους κρεμασμένους… Τα ρημαγμένα πλήθη. Ο αδριάντας του Βελεστινλή κι ο αδριάντας του Μαυροκορδάτου».
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Κανάρης»: «Τη νύχτα που παράδερνες μ’ ένα δαυλί στο χέρι».
Κώστας Βάρναλης, «Προσκυνητής»: «Ονόματα (ποια ανάγκη) δεν θυμάμαι».
Ο Τάσος Γαλάτης, «Το χάνι της Γραβιάς» που η φωνή του Μίμαρου έκανε «αθάνατο εκείνο το χάνι».
Ο Γιάννης Βαρβέρης μας κάνει μικρή ξενάγηση, με τρεις κυρίους που βγαίνουν από τη Νομική στη Σόλωνος και πηγαίνουν προς την «Πλατεία Κολωνακίου», στους δρόμους, με τα μεγάλα ονόματά τους -Ξάνθου, Σκουφά, Τσακάλωφ, Αναγνωστοπούλου, Κανάρη- και σκέφτονται πώς θα μεθοδεύσουν τον αγώνα, γιατί ο αγώνας δεν τελείωσε.
Ηλίας Γκρης: «Να με πας στο Φάληρο», είπε ο Καραϊσκάκης «να δω πώς έγινε το φονικό της Ρωμιοσύνης από φονιά Ρωμιό».
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, αρχίζει τον έπαινο για τον «Μπολιβάρ», γιατί «Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς/ Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά».
Η Άννα Γρίβα για τον Μπάιρον προσκυνητή στον τάφο της Λουκρητίας, τριακόσια χρόνια αργότερα.
Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίον: «Βαϊφόρος με την είσοδο του πρώτου κυβερνήτου της Ελλάδος κόμητος Ιωάννου Καποδιστρίου… εν Ναυπλίω τη 8η Ιανουαρίου 1828». Σαν τον Χριστό, με τα βάγια την Κυριακή και στο Σταυρό την Πέμπτη.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο συγκλονιστικός του «δρόμος», ο Γιώργος Θεοχάρης «Η μεγάλη δοκιμασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη…», η Σάρα Θηλυκού για τον Ρήγα και τη χαμένη Ελευθερία, ο Νίκος Καζαντζάκης για τον Καποδίστρια, ο Δημήτρης Καλοκύρης για τον Μυστικό Μαρκομπότζαρη, στρατηγό των Ελλήνων, ο Κώστας Καρυωτάκης για τον Διάκο και τον Κανάρη, ο Νίκος Κατσαλίδας για τον Σπυρομήλιο, ο Γιώργος Κεντρωτής για την Έξωση του Όθωνα, ο Δ. Κοσμόπουλος για την τρελή κόρη του στρατηγού Νικήτα, ο Γ. Μπλάνας «Ωδή στον Καραϊσκάκη»: «Ο κόσμος δεν είναι αντικείμενο γραφής, είναι αποτέλεσμα χεριού που γράφει». Ο Κ. Μπούρας, απόγονος του Κωνσταντίνου Αναγνώστου ή Μπούρα, με το προσωνύμιο Καρακίτσος, υπαρχηγός του Κολοκοτρώνη, γράφει για «Ελευθερία ή Θάνατο». Ο Παλαμάς, «Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του εικοσιένα», ο Μ. Πρατικάκης για τον Γέρο στο Παλαμήδι, ο Γιάνης Ρίτσος για την «Κυρά των αμπελιών» του, ο Σ. Σαράκης για το Γέρο πάλι, ο Γ. Σεφέρης για τον Μακρυγιάννη, ο Άγγελος Σημηριώτης για τον Γέρο πάλι, ο Στέλιος Σπεράντζας για τον Παπαφλέσσα, ο Α. Σικελιανός για τον Μακρυγιάννη, ο Γιάννης Τζανετάκης για το κομφούζιο με τους «Ραγιάδες» στη σχολική αναπαράσταση, ο Κυριάκος Χαραμαμπίδης στήνει την χάρτα του ουρανού με τα ονόματα και τους τόπους των θυσιασμένων οπαδών του Ρήγα. Ο Γ. Χουλιάρας για τον Οδ. Ανδρούτσο « έτσι μου ’ρχεται/ ένα πρωί από την Ακρόπολη / μέχρι την Τροία να πηδήξω». Κι ακόμα ο Χουλιάρας πάλι μας εκπλήσσει με την προτομή του Δημητρίου Υψηλάντη στο «πιο φαλλικό οικοδόμημα του κόσμου», κάπου κοντά στον Καναδά, στα ύψη του Μίσιγκαν, «τόσο μακριά από …το Ναύπλιο», μακριά από τον Κωλέττη «για να μη χαλάσει τον αρραβώνα με τη Μαντώ». Η Ελένη Χωρεάνθη για την αρραβωνιαστικιά του πρίγκιπα επίσης. Ο Χ. Ψαράς για τη μάχη του Ανάλατου το 1827, δηλαδή για τον Καραϊσκάκη.
Κορφολόγημα από την ποιητική «αναπαράσταση» λογαριάζει την Ανθολογία αυτή ο Ηλίας Γκρης, ο οποίος θα εκθέσει τους λόγους και τα κριτήρια, με τα οποία επέλεξε ή δεν επέλεξε τα ποιήματα που, ωστόσο, γεννήθηκαν από την επανάσταση, από τους ήρωες και τους τόπους και σαν νησιά ξεπετάγοντοι από το πέλαγος της ιστορίας μας. Ωστόσο, δεν είναι «η δόξα του αγώνα» που τους κίνησε όλους και κυρίως του νεότερους, αλλά η πίκρα που ο αγώνας δεν δικαιώθηκε, για όσα δεινά συνέβησαν τότε ή ακολούθησαν μετά. Γι’ αυτό και οι τρεις Φιλικοί οδεύουν προς την οδό Κανάρη «συζητώντας καλύτερους τρόπους προετοιμασίας του Αγώνα».
Ο Γκρης έκανε πολλούς καταλόγους: για ποιητές που πάτησαν στα χνάρια του Ρήγα «με στίχους εμβρίθειας και εξημμένου πάθους», για κείνους που δεν συμπεριέλαβε στην Ανθολογία του, για τους λαϊκούς που είχαν τη φλόγα να εκφράσουν με στίχους τα πάθη της καρδιάς τους.
Μιλά για τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, εγγονό του Γέρου, που δεν ήταν ποιητής, συνέθεσε ωστόσο για τον πυρπολητή Καραβογιάννη: «Ήταν λιοντάρι της ξηράς/ της θάλασσας δελφίνι/ Τον τρέμαν σαν τον άκουγαν/ και Τούρκοι κι Αλτζερίνοι». Για τον Μακρυγιάννη που ήταν ποιητής και συνθέτης κι έπαιζε στον ταμπουρά του τις συνθέσεις του: «Ο ήλιος εβασίλεψε/ -Έλληνά μου, βασίλεψε – και το φεγγάρι εχάθη».
Εξαιρούνται, και καμιά αναφορά δεν κάνουν στο ’21, ο Αναγνωστάκης, ο Σινόπουλος, ο Σαχτούρης, ενώ πολλοί είναι οι ξένοι, από τους οποίους ενδεικτικά αναφέρει περί τους δεκαέξι ποιητές με πρώτους τον Μπάιρον και τον Ουγκό.
Βεβαίως δεν θα μείνει ασχολίαστο το «στιλ εξουσίας πεφυσιωμένο και καταγέλαστο», οι παρεμβάσεις των ξένων και «οι κορώνες ενός ακμάζοντος φτωχοπροδρομικού πατριωτισμού».
Τέλος, οι ποιητές μας, εμπνευσμένοι από την εθνεγερσία, ήρθαν για «να διασώσουν και ν’ αποκαταστήσουν τη γλώσσα και το πνεύμα της σοφίας», «σαν να μιλούν … από χρέος ισοζυγιάζοντας συναίσθημα και διανόημα… για να αποδοθεί… το δίκιο εκείνων των αδικημένων», «Από τον Σολωμό και τον Κάλβο όλες οι γενιές των ποιητών …», εδώ.