You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Cine –Theatre «Έξι στα δώδεκα», της Τατιάνας Λύγαρη, από το Cine Theatre

Ανθούλα Δανιήλ: Cine –Theatre «Έξι στα δώδεκα», της Τατιάνας Λύγαρη, από το Cine Theatre

Ένα Πρότζεκτ, σε on demand προβολή, της Τατιάνας Λύγαρη, η οποία  είχε την ιδέα της παραγωγής, της επιλογής καταξιωμένων συγγραφέων, της σκηνοθεσίας και της  εν γένει υλοποίησης της ιδέας.

Στα έξι μονόπρακτα, θα δούμε τις περιπέτειες ενός αγάλματος μεταξύ μύθου και ιστορίας, την μεγαλομανία μιας κωμικοτραγικής συγγραφέως, έναν διάσημο συγγραφέα και την ηρωίδα του  πίσω από τη μυθοπλασία, το αποστειρωμένο εφιαλτικό, χωρίς μνήμη, μέλλον, το κλειστό στόμα της κακοποιημένης γυναίκας, τον κρυφό και ανικανοποίητο πόθο. Κάθε ένα έργο και η ανατροπή του.

Τα μονόπρακτα παίζονται  μέσα σε ένα βαγόνι τρένου και εκεί κινηματογραφούνται. Επομένως χώρος δρωμένων είναι το βαγόνι με την ανάλογη θεατρική σκευή για το καθένα και χρόνος ανάλογος με την περίπτωση.   

 

  1. Το «Ακρωτηριασμένο άγαλμα» γράφει η Φωτεινή Τσαλίκογλου.

Ο Θεόδωρος Κεντρωτάς, ο βοσκός, ο αλαφροΐσκιωτος, απευθύνει εναγώνια ικεσία: «Μίλησέ μου», στο   ακρωτηριασμένο  άγαλμα που βρήκε στο χωράφι του και προσπαθεί να το ζωντανέψει με τα χάδια του. Ψάχνει να βρει και τα υπόλοιπα κομμάτια. Χάνει το μυαλό του, αλλάζει η ζωή του, κοιμάται με το άγαλμα αγκαλιά. «Μίλησέ μου», ουρλιάζει, και το αγκαλιάζει, όπως αυτόν η μητέρα του, όταν ήταν βρέφος∙ εκείνο όμως παραμένει βουβό. «Τα ελληνικά αγάλματα είναι δοχεία Σιωπής» και «Η σιωπή τους είναι γεμάτη μυστήριο» λέει ο Αντρέ Μαλρώ. Ωστόσο, «συνομιλούν μεταξύ τους».

Ο Θόδωρος είναι παντρεμένος με τη Μοσχούλα και φτωχός. Στο νησί μιας χώρας κατακτημένης, αρχαιολόγοι και περιηγητές γυροφέρνουν και αγοράζουν ό,τι τους παρέχουν οι ευκαιρίες και ό,τι τους αρέσει. Εκείνος, ξενυχτάει πλάι στο άγαλμα. Αν το πουλήσει, με τα 400 γρόσια που θα πάρει, θα ζήσει καλά, θα κάνει παιδιά. Όμως δεν μπορεί. Το άγαλμα είναι δικό του. Τελικά, θα ενδώσει και θα το δώσει, αλλά έχει ενοχές. Και νοσταλγία. Το άγαλμα θα πάει στο Παρίσι. «Το Μουσείο είναι ο χώρος που ξεφεύγει από τον θάνατο», λέει πάλι ο Μαλρώ. Η θεά θα μπει σε μία άδεια αίθουσα μόνη της και τη νύχτα θα αναπολεί τον βοσκό και θα ακούει το πιο ερωτικό κάλεσμα που άκουσε ποτέ: «Μίλησέ μου».  Ο ηθοποιός Νέστορας Κοψιδάς έκανε το κείμενο να ζωντανέψει και εμάς να νιώσουμε ότι και η θεά τελικά  ανταποκρίθηκε στο «Μίλησέ μου».

(Το Παρίσι, το όνομα του βοσκού και των άλλων επιφανών που ενεπλάκησαν στην ιστορία, ο Απρίλης του 1820 και το νησί του Αιγαίου (η Μήλος) είναι το πληροφοριακό υλικό. Οι αρμόδιοι, για την ομορφιά του, του έδωσαν όνομα μιας θεάς και  τόπο καταγωγής το νησί στο οποίο βρέθηκε∙ την είπαν Αφροδίτη της Μήλου. Όμως το μυστήριο παραμένει, η ίδια δεν «μίλησε» ποτέ, δεν είπε ποια ήταν από πού ερχόταν και πού πήγαινε, σαν την «Περαστική» του Μπωντλαίρ).

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου έγραψε το κείμενό της έχοντας στο νου, ή τουλάχιστον ο δικός μας νους πάει, στην Γαλάτεια του Πυγμαλίωνα της Κύπρου -το άγαλμα που ζωντάνεψε από τον έρωτα του δημιουργού-, στο ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου -«Ο τεχνίτης και το άγαλμα» στην Ολυμπία-, στο ποίημα του Καβάφη «Δέησις», με τη μάταιη προσευχή  μιας μάνας στην εικόνα της Παναγίας που παραμένει βουβή. Ακόμα στο βιβλίο «Το αριστερό χέρι της Αφροδίτης» του Τάκη Θεοδωρόπουλου για το πού και πώς βρέθηκε το άγαλμα κ.ά. ).

 

  1. Το «Εκτός Συστήματος» γράφει ο Μάκης Τσίτας.

  Ένας κύριος και μία κυρία συναντώνται στο βαγόνι. Εκείνος εργάζεται σε εκδοτικό οίκο με ην ευθύνη της έγκρισης ή απόρριψης ενός βιβλίου. Και ενώ εκείνος είναι απορροφημένος στη μελέτη του, η κυρία διαρκώς τον διακόπτει και κουβέντα την κουβέντα, αποκαλύπτει ότι είναι συγγραφέας, της οποίας το έργο έχει απορρίψει ο συγκεκριμένος. Από την ανάγκη της να δημοσιεύσει ένα βιβλίο της, θα φτάσει στο παραλήρημα, θα γίνει παράλογη και κωμική και στο τέλος επικίνδυνη. Θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για την τραγωδία μιας μεγαλομανούς ατάλαντης γυναίκας, που μη έχοντας ιδέα των πραγματικών δυνατοτήτων της, αισθάνεται αδικημένη και υποφέρει γιατί πιστεύει πως είναι πλασμένη να κερδίσει μια θέση στο Σύστημα. Παράλληλα όμως, πίσω από το κωμικό του πράγματος, διαφαίνεται και ο πνευματικός μόχθος και ο ψυχικός πόνος που απαιτείται για τη συγγραφή ενός έργου.  

Η κατάσταση ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού, μεταξύ σοβαρού και γελοίου. Η κυρία απειλεί να απασφαλίσει μια χειροβομβίδα που έχει στο χέρι, αν εκείνος δεν την ακούσει. Ο Μάκης Τσίτας, άνθρωπος που χρόνια εργάζεται στον χώρο του βιβλίου έχει δει πολλά και έχει ακούσει επίσης. Μέσα στο Σύστημα ο ίδιος αντιλαμβάνεται τον διακαή πόθο του όποιου επίδοξου να δει το έργο του δημοσιευμένο και να μπει κι εκείνος στο «Σύστημα».

Οι δύο ηθοποιοί, Θοδωρής  Αντωνιάδης και Μαρίνα Πολυμέρη, καλά καθοδηγημένοι, απέδωσαν τους ρόλους τους με την απαιτούμενη αληθοφάνεια, δίνοντας ταυτοχρόνως την δραματική και αστεία πλευρά του θέματος. Στο ευρηματικό τέλος του έργου, ο Σύμβουλος Έκδοσης θα υποστεί,  εξαγοράζοντας έτσι τη ζωή του (;), να ακούσει την κυρία να διαβάζει το ογκωδέστατο έργο που της απέρριψε. Μήπως ο Μάκης Τσίτας με τον όγκο του βιβλίου μας κλείνει το μάτι σε κάτι που ανθεί στην εποχή μας; Κι ακόμα μήπως θα ήταν προτιμότερος ο θάνατος του Σύμβουλου Έκδοσης από το μαρτύριο να υποστεί την κυρία να διαβάζει το  έργο που της απέρριψε;;;

 Θα έλεγα πως το μονόπρακτο του Τσίτα μας θυμίζει εν μέρει τον ήρωα του Ζωρζ Φεϋντώ στο Αβγό (Αβγό είναι το Σύστημα), στο οποίο επιθυμεί και εκείνος να μπει (άλλη όμως η  προβληματική του έργου), καθώς επίσης μας θυμίζει και τον «Χρυσοβαλάντη» στο βραβευμένο και θεατρικά διασκευασμένο μυθιστόρημά του Μάρτυς μου ο Θεός.

 

  1. Την «Εγκαρδιότητα» γράφει ο Άκης Δήμου.

 Το βαγόνι ενδύεται την εποχή του. 1904. Σαμοβάρι, λάμπα εποχής. Ο Άντον Παύλοβιτς Τσέχωφ, κουρασμένος, βήχει συνεχώς και απέναντί του η Αγάπη Αντρέβνα Ρανιέφσκαγια ή Λιούμπα, ηρωίδα του Βυσσινόκηπου. Τον κατηγορεί ότι παραποίησε την ιστορία της και αρχίζει μια αντεπιχειρηματολογία. Εκείνος γεμίζει τα κενά της ιστορίας με τη μυθοπλασία, εκείνη διορθώνει με πραγματικότητα. Εκείνος επεμβαίνει για να προσδώσει ενδιαφέρον σε ένα ουδέτερο θέμα, εκείνη  για να πει την αλήθεια της.

Την είδε στο Μπιαρίτς, λέει, για πρώτη φορά, όταν έσκυψε να πιάσει τα γυαλιά του και είδε τα πόδια της. Τότε γεννήθηκε η Λιούμπα μέσα στον αισθησιακό Βυσσινόκηπό της. «Κλέβετε τις ζωές των άλλων για να τις χαρίσετε σ’ αυτές τις κατεργάρες» τις ηθοποιούς, του λέει. Εκείνος βήχει. Βήχει πολύ και ο χρόνος του τελειώνει. Αναλύοντας τη σκέψη του τη διαβεβαιώνει πως η ελαφρότητα που της προσέδωσε αρέσει στους άντρες και ότι πίσω από την επιφάνεια κρύβεται η λαχτάρα τους γι’ αυτήν. Ακούγεται η ανάσα τους. Εκείνη αλλάζοντας άποψη, του ζητάει να γράψει κι άλλο έργο, γιατί όσο εκείνος γράφει, εκείνη ζει. «Η ζωή αυτή η αίσθηση πως μόλις προλαβαίνεις να ζεις» … Αλλά ο Άντον βήχει, δεν έχει πολλή ζωή ακόμα. Ευχαριστεί, μα δεν υπόσχεται τίποτα. Τότε εκείνη βγάζει ένα περίστροφο από την τσάντα της, απειλώντας να αυτοκτονήσει.  Γιατί η ζωή της έχει νόημα μόνο μέσα από την τέχνη εκείνου.  Ο πυροβολισμός ακούγεται μαζί με το σφύριγμα του τρένου. Ο επικείμενος θάνατος του συγγραφέα συμπαρέσυρε και την Λιούμπα στην δικό της;

Η Τατιάνα Λύγαρη έδωσε στην ηρωίδα της όλη τη φλόγα για ζωή που έκρυβε στη μαραμένη της καρδιά. Μια γυναίκα που έχει ζήσει  και θέλει να ζήσει ακόμα, αναβαθμισμένη από την τέχνη. Η αλήθεια είναι ανιαρή. Και ο συγγραφέας Νίκος Παπαδόπουλος διορθώνει τη ζωή σαν θεός. Ο Βυσσινόκηπος είναι μια κωμική ιστορία, λέει ο Τσέχωφ. Είναι έτσι όμως;    

Το έργο μας θυμίζει τα Μαύρα Μάτια του Μιχάλκωφ («εκείνος ο άντρας στα λουτρά», με τον Μαρτσέλο Ματσρογιάννι στον ρόλο, ίδιος με εκείνον τον εραστή της Λιούμπας), τον Μιχάλη Κακογιάννη με τον κινηματογραφικό του Βυσσινόκηπο και την υπέροχη Σαρλότ Ράμπλιγγκ στον ρόλο).

  1. «Η ευχάριστη όψη των πραγμάτων», γράφει η Αμάντα Μιχαλοπούλου. Στο σαν αποστειρωμένο βαγόνι, με ρούχα χειρουργείου ή νοσοκομείου, μία γυναίκα κι ένας άντρας, άγνωστοι μεταξύ τους, συμπληρώνουν ένα παράξενο ερωτηματολόγιο. Μιλούν τυπικά σε μία γλώσσα ψυχρής και πεποιημένης ευγένειας. Ελαφρώς διαφωνούν, κάτι σαν να θυμούνται αμυδρώς, αλλά και συνεχώς έχεις την ιδέα ότι κάποιος παρακολουθεί, ξέρει και περιμένει συγκεκριμένη στάση. Κάποια στιγμή υποκρίνονται πως καπνίζουν ανύπαρκτα τσιγάρα που έχουν στρίψει μόνοι τους. Απολαμβάνουν το κάπνισμα ή μάλλον την ανάμνησή του. Μετά σηκώνονται και χορεύουν, εκείνος εξουθενώνεται και είναι σαν το ήξερε και το είχε ξεχάσει. «Νομίζω πως κάποιος μου άνοιξε το κεφάλι και μου έβγαλε με μια σύριγγα όλα όσα θυμόμουνα». Δεν θυμούνται ούτε την εμπειρία του καπνίσματος, μόνο τη διαδικασία. Εν ολίγοις, σαν κάποιος να τους έχει αδειάσει το κεφάλι από τη μνήμη, η οποία, ωστόσο,  κάπου κάπου αστράφτει μακριά και χαράζει. Η ευχάριστη όψη των πραγμάτων είναι σαν την εικονική πραγματικότητα που προσφέρει μια κουρδισμένη, ελεγχόμενη χαρά, από κάποιον απέξω.  Ο Μπιγκ Μπράδερ επί των επάλξεων με τη μορφή μιας συγγραφέως που κανονίζει τους ανθρώπους σαν ήρωες των βιβλίων της.  Από τον εφιάλτη θα βγουν όταν επιτεθούν και εξουδετερώσουν τη συγγραφέα και η μνήμη σιγά σιγά θα επανέλθει (;).

Ο Θοδωρής Αντωνιάδης, η Εβελίνα Αραπίδη και, στο τέλος, η Στέφη Πουλοπούλου, αποδίδουν αυτή την άγνωστη και καθόλου ευχάριστη όψη των πραγμάτων.

 

  1. Το «Μην το πεις» γράφει η Μιράντα Βατικιώτη. Μια γυναίκα με ένα κουτί-δώρο στα γόνατά της ταξιδεύει με το τρένο. Στη διαδρομή κοιμάται. Το κουπέ αλλάζει, γίνεται νυφική παστάδα, ένας άντρας, ντυμένος νύφη, με όλα του γάμου τα ροζ τούλια και τους φιόγκους,  λέει συνεχώς το ίδιο παλιό τραγούδι, πάλι και πάλι: «Μ’ αγαπάς, σ’ αγαπώ. Πού με βάζεις;. Σ’ ένα πύργο ψηλό να διατάζεις. Κι άμα πέσω από κει βασιλιά μου; Θα βρεθείς μέσα στην αγκαλιά μου», μόνο που μετά την τελευταία επανάληψη, η «αγκαλιά μου»  αντικαθίσταται με το: «θα πεθάνεις».  Η γυναίκα που κοιμάται μπαίνει στο παιχνίδι. Του κάνει δύσκολες ερωτήσεις, δεν θέλει να πει τι έγινε. Κάτι τρομερό έγινε. τον ανακρίνει. Η συζήτηση καταλήγει πως εκείνος, ο νύφη-άντρας είναι μια γυναίκα στο όνειρο της άλλης που ταξιδεύει. Είναι άντρας ντυμένος νύφη γιατί θα ήθελε να είναι άντρας. Που ο  σύζυγός της την είχε κακοποιήσει, την είχε γκρεμίσει από τη σκάλα και είχε αποβάλει.  Τον σκότωσε, η φρίκη είναι γραμμένη στο πρόσωπό της, μέσα στον ύπνο της ξαναζεί τον εφιάλτη από τον οποίο γλίτωσε, φεύγοντας με το τρένο και έχοντας εξασφαλισμένη τη σιωπή των άλλων γυναικών που ξέρουν γιατί και οι ίδιες είναι θύματα.

Το «Μην το πεις» φέρνει το πρόβλημα στην επιφάνεια, κάτι που κάποτε ήταν σχεδόν κανόνας, όμως και σήμερα συχνά συμβαίνει και πρέπει οπωσδήποτε να λήξει και όχι μέσα στο όνειρο, αλλά στην πραγματικότητα. Πρέπει κάθε κακοποιημένος να φωνάξει για την απαράγραπτη αξιοπρέπειά του. Η Εβελίνα Αραπίδη μέσα και έξω από το όνειρο και ο Νέστωρ Κοψιδάς, το άλλο εγώ της μέσα, έδωσαν όλη την ένταση των χαρακτήρων.

6.Τη «Βασίλισσα των νυχτερινών τρένων» γράφει ο Αντρέας Στάικος. Ένας άντρας και μια γυναίκα συναντώνται σε ένα βαγόνι τρένου ταξιδεύοντας νύχτα. Εκείνη διαβάζει ένα βιβλίο με μεγάλη αφοσίωση, εκείνος προσπαθεί να πιάσει κουβέντα, ματαίως, διότι εκείνη δεν δείχνει να έχει διάθεση. Εκείνος δεν μπορεί να κοιμηθεί, δυσφορεί.  Εκείνη φοράει ένα φόρεμα με πολλά κουμπιά μέχρι ψηλά στον λαιμό (σαν την ηρωίδα στο Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του Μπουνιουέλ), με σκοπό να αποφύγει την πρόκληση πειρασμού στους άντρες του νυχτερινού ταξιδιού. Ωστόσο, εκείνος εξάπτεται και ξαφνικά παθαίνει κρίση. Της ζητά να γδυθεί  για να συνέλθει. Και  γδύνεται. Εκείνος απολαμβάνει το θέματα, αλλά εκείνη «ανάβει» την ώρα που εκείνος συνέρχεται και, ξεφυσώντας με ανακούφιση τον «ακόλαστο πόθο» του, ηρεμεί. Εκείνη φλέγεται και τον παρακαλεί: «λυπηθείτε με», αλλά δεν την λυπάται. Ο πόθος είναι μια κατάσταση φαντασιακή περισσότερο που αντανακλά στο σώμα, μια  φαντασίωση που φουντώνει με τη δυσκολία και χάνεται μόλις η δυσκολία περάσει. Ένα ωραίο παιχνίδι ανατροπής, όπου η έσχατη σεμνότητα μπορεί να γίνει προκλητικότερη του αποκαλυπτικού γυμνού. Αποδίδουν απολαυστικά την ψυχρότητα και τον πόθο ο Πάνος Παπαγεωργόπουλος και η Κλεοπάτρα Σαρρηκυριακίδου.

(Το έργο, πέραν της ταινίας του Μπουνιουέλ,  έχει τις κρυφές του αναφορές στον Μποντλέρ -«τα αφτιά σας είναι μικρές χαριτωμένες αχιβάδες», πλασμένα για να της ψιθυρίσει ερωτικά μυστικά λέει ο ποιητής).

Τα έξι μονόπρακτα μας ταξιδεύουν σε ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι θεάτρου, κινηματογράφου, λογοτεχνίας και φαντασίας, σε διαφορετικούς κάθε φορά κόσμους, συγκλίσεις και αποκλίσεις. Μα πέρα από όλα μας ταξιδεύουν σε ενδιαφέροντα καλοσκηνοθετημένα κείμενα. Τα συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές και στην Τατιάνα Λύγαρη ιδιαιτέρως.  

Προβάλλεται από τις 7 έως και τις 20 Δεκεμβρίου στο viva.gr (με εισιτήριο 10 ευρώ)

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.