Όσο ζω ελπίζω…
Είναι αγένεια να κάνεις του Χάρου χειροφιλήματα
(Οδυσσέας Ελύτης)
λέει ο ποιητής, κι εγώ λέω όχι, τίποτα δεν του κάνω. Αντιθέτως βάζω μουσική στο πικάπ και περιμένω. Περιμένω εκείνος να λυγίσει τη μέση, να απλώσει το χέρι και να μου κάνει την πρόταση, voulez–vous danser avec moi? πρόσκληση σε χορό. Όχι εκείνη τη γνωστή Invitation to danse του Carl Maria von Weber, εκείνο το ευτυχισμένο βαλς, αχ, αλλά το άλλο, το Dance Macabre, opus 40, του Camille Sain Saëns (1835-1921), έργο του 1872. Το έργο γνώρισε την θερμή αποδοχή των Berlioz, Gounod και ο List επεχείρησε μια πιανιστική εκδοχή του.
Το όνομα του Σαιν Σανς παραπέμπει σε άγιο κι ο άγιος συνάδει με το θαύμα. Και ο Χάρος- το βιολί του – κάνει κι αυτός το έργο του Θεού. Το έργο στηρίζεται σε ένα τρίτονο διάστημα μιας τέταρτης αυξημένεης κατά ένα ημιτόνιο που «τριβελίζει» εξ ου και ονομαζόταν diabolus in musica ή ο διάβολος χορεύει γι’ αυτό και απαγορευόταν από την Εκκλησία (οι πληροφορίες από τον ειδήμονα του είδους Μανώλη Γαλιάτσο).
Το βαλς, που και νεκρούς ανασταίνει, στηρίζεται στο ποίημα του Henri Cazalis ή Jean Lahor και σε ελεύθερη μετάφραση, πολύ ελεύθερη, φαντάζομαι φαντάζεστε γιατί, λέει:
Zig, zig, zig, Θάνατος σε ρυθμό,
Ανυπομονώ με το τακούνι μου έναν τάφο να ανοίξω.
Ο θάνατος τα μεσάνυχτα στο βιολί του
Zig, zig, zig, παίζει χορό..
Ο χειμωνιάτικος άνεμος φυσά και η νύχτα είναι σκοτεινή.
Οι τσιπούρες ακούγονται στα δέντρα τριαντάφυλλων
( ή Οι φασκόμηλοι ακούγονται στα δέντρα).
Μέσα από τη χαρά, οι λευκοί σκελετοί περνούν,
τρέχουν, έξω από τα καλύμματα των φερέτρων τους πηδούν.
Zig, zig, zig, ο καθένας χουφτώνοντας (;).
Τα οστά των χορευτών ακούγονται πως σπάνε.
Όμως, η ώρα πέρασε, πρέπει να βγουν απ’ τον χορό.
Τρέχοντας σπρώχνουν όλοι προς τα εμπρός,
πάνω απ’ τα μνήματα πετούν στον τάφο τους να μπουν.
μόλις ο κόκορας λάλησε
Του χρόνου πάλι στο καρναβάλι (το πρόσθεσα εγώ)
Αν παραλείψουμε τη διπλή ερμηνεία του έκτου στίχου, όπου η αυτόματη σουρεαλιστική μετάφραση του ίντερνετ μας έδωσε «τσιπούρες ακούγονται στα δέντρα τριαντάφυλλων» ή, σε δεύτερη επιλογή, «φασκόμηλοι ακούγονται στα δέντρα» (ο Ρίτσος έβλεπε τα αγάλματα να βγαίνουν από το πηγάδι και να ανεβαίνουν στα δέντρα!!!), το παράλογο μας ζώνει από παντού, όπως και στο ποίημα όπου υποθέτω μιλάει για την ομορφιά της ζωής, ο χορός είναι ζωή, όλα πάνε καλά και το βαλς και το βιολί και στο τέλος το ξυπνητήριˑ ο κόκορας. Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα. Memento mori, είναι το ποίημα και το μουσικό κομμάτι, Memento mori και αυτό. Να θυμάστε όλοι ότι είμαστε θνητοί.
Το ποίημα αναφέρεται σε μια παλιά δεισιδαιμονία που θέλει τον θάνατο να εμφανίζεται τα μεσάνυχτα κάθε χρόνο τις Αποκριές και έχει τη δύναμη να ξεσηκώνει τους νεκρούς από τους τάφους και να τους βάζει να χορέψουν με τη συνοδεία του βιολιού. Η δεισιδαιμονία έχει την αιτία της στην βουβωνική πανώλη ή μαύρο θάνατο που έπληξε όλη την Ευρώπη τον 14ο αιώνα.
Και όσο δεν ζω ελπίζω
Το να σηκώνεται από τον τάφο για να χορέψει ο πεθαμένος δεν είναι πρωτόγνωρο. Για να μην απομακρυνθούμε από τον οικείο χώρο, ας θυμηθούμε το μπαλέτο Ζιζέλ, του Αντόλφ Αντάμ. Πρεμιέρα 28 Ιουνίου του 1841. Η υπόθεση του έργου βασίζεται σε ένα έργο του Χάινριχ Χάινε, όπου εκδικητικές κοπέλες, που προδόθηκαν από άντρες και πέθαναν ανύπαντρες- βγαίνουν από τον τάφο και εξαναγκάζουν κάθε περαστικό να χορέψει μαζί τους μέχρι θανάτου. Η Ζιζέλ είναι μία από αυτές, αλλά όταν έρθει ο αγαπημένος της σ’αυτή τη θέση, χορεύει μαζί του όλη τη νύχτα, τον εμψυχώνει και τον κρατά μέχρι να βγει ο ήλιος. Τότε τα πνεύματα εξαφανίζονται και η Ζιζέλ επιστρέφει στον τάφο της. Στο μάρμαρο του τάφου είναι σκορπισμένα τα λευκά λουλούδια που της έφερε εκείνος και στους ώμους του σέρνεται μια μαύρη κάπα, σύμβολο του πένθους. Τα σκόρπια λουλούδια στην ορχήστρα δείχνουν με ποιαν όλη τη νύχτα είχε χορέψει. Αυτή είναι μια καθ’ όλα ρομαντική εκδοχή ενός άτυχου έρωτα.
Και όλοι οι νεκροί ελπίζουν
Την κωμική εκδοχή μάς δίνει ο Ζακ Όφενμπαχ στη γνωστή Όπερα Ο Ορφέας στον Άδη (Orphées aux enfers), έργο του 1858. Στον Άδη, κάτω από τη γη και όχι πάνω στη γη, όλοι, πεθαμένοι και θεοί, χορεύουν το διασημότερο στο είδος του ή, καλύτερα, τον χορό που σηματοδοτεί το είδος, το Καν-Καν, κάτι σαν ροκ εν ρολ της εποχής του, όπου όλοι χορεύουν σαν τρελοί. Ο Χάινε, σε μια επίσκεψή του στο Παρίσι, το ονόμασε «σατανικό σαματά».
Οι συντηρητικοί ενοχλήθηκαν, το θεώρησαν άσεμνο, προκλητικό και θορυβώδες, αλλά η μόδα πάντα νικάει κι έτσι το βαρετό μινουέτο που χορευόταν στον Όλυμπο, αντικαταστάθηκε από το «Γκαλόπ της κόλασης». Ο Τζορτζ Μπέρναντ Σόου το χαρακτήρισε «κάθετη έκφραση μιας οριζόντιας επιθυμίας, νομιμοποιημένης από τη μουσική» (!!!).
Ως προς το θέμα, ο Όφενμπαχ μετέτρεψε τον αρχαίο μύθο. Ο Δίας ερωτεύτηκε την Ευριδίκη και εκείνη γοητεύτηκε από το παρατεταμένο ζζζ που της έκανε στο αυτί της και έτσι κατέβηκε στον Άδη. Ο Ορφέας πήγε να παρακαλέσει να του την δώσει πίσω, ο Δίας δέχτηκε, αλλά του έβαλε και μια τρικλοποδιά. Ενώ το ζευγάρι έφευγε για τον απάνω κόσμο, έριξε έναν κεραυνό και όλοι γύρισαν να δουν. Έτσι η Ευριδίκη παρέμεινε στον Άδη με τον Δία και ο Ορφέας γύρισε μόνος.
Νεκροί που αρνούνται να επιστρέψουν
Στα κωμικά πάλι. Στους Όρνιθες του Αριστοφάνη, ο Σωκράτης πάει στην πηγή, όπου τα πνεύματα- οι ψυχές πίνουν αίμα για να ξεδιψάσουν. Ο Σωκράτης θυσιάζει: «σφάζει αρνιά και χύνει αίμα/ για να πάει να πιει το πνέμα, /γιατί και στην κάτω χώρα είν’ τα πνέματα αιμοβόρα. Κάθε πνέμα πάει ρουφάει,/το ρωτάς και σου απαντάει». Αλλά κάτι δεν πάει καλά, γιατί: «Κάλεσε ένα, κάλεσε άλλο,/ κάλεσε και το μεγάλοˑ/ μα όσο κι αν το ’πικαλιόταν / πνέμα δεν φανερωνότανˑ/ κι έβγαλε φωνή το αίμα/ κι είπε: “αυτός δεν έχει πνέμα”» (μετφ. Βασίλης Ρώτας).
Αυτή την εξήγηση δίνει ο Αριστοφάνης στην ανταπόκριση που δεν βρήκε η θυσία του Σωκράτη.
Αλλά το θέμα είναι μέγα στην λογοτεχνία, αρχαία, νέα και παγκόσμια και απαιτεί ιδιαίτερη πραγμάτευση. Πάντως η διακωμώδηση του θανάτου είναι και αυτή μια άμυνα στην αναπόφευκτη εξουσία του και η Κωμωδία δεν είναι παρά το άλλο πρόσωπο της τραγωδίας. Γιατί ο θάνατος είναι νόμος της φύσης: επιστρέφω για λίγο στον Henri Cazalis ή Jean Lahor, με τον οποίο άρχισα, με ένα ποίημα όπου μας εκθέτει τις δύο όψεις την Φύσης σφιχτά συνδεδεμένες. Και όποιος έχει τη μία, υποχρεούται να έχει και την άλλη :
Mère pour les uns narȃtre pour les autres, Virginale et lubrique, belle et hideuse, douce et cruelle, Nature, qui aimes et qui tues, qui tues et qui aimes. le Sphinx est vraiment ton image: Tête de femme et le corps de bête.
Μητέρα για τους μεν, μητρυιά για τους άλλους, παρθένα και λάγνα, ωραία και αποκρουστική, τρυφερή κι ανελέητη, Φύση, εσύ που αγαπάς και σκοτώνεις, που σκοτώνεις κι αγαπάς, η Σφίγγα είναι η πραγματική σου εικόνα: κεφάλι γυναίκας και σώμα τέρατος.
https://www.youtube.com/watch?v=z0glOYQBlSA λοιπόν.