Η Καμπάλα του Thordon Wilder είναι μια γοητευτική ξενάγηση στην αρχαία Ρώμη, στην μετέπειτα και στη σύγχρονη εκδοχή της. Στα πέντε επιμέρους κεφάλαι, «Πρώτες επαφές», «Ο Μαρκαντόνιο», «Αλίξ», «Η Αστρέ-Λυς και ο Καρδινάλιος» και «Το λυκόφως των θεών» θα γίνουμε μάρτυρες πολλών και απρόσμενων καταστάσεων.
Δύο άντρες, ο Τζέημς Μπλαιρ και ο συνοδός του Σαμουέλε, ταξιδεύουν για τη Ρώμη, με ένα τραίνο που μεταφέρει όλο το ανθρώπινο δειγματολόγιο: Πλούσιους μετανάστες που επιστρέφουν από την Αμερική στην πατρίδα τους, τσιγγάνους, μία τυχοδιώκτρια, έναν Ιησουίτη και τους μαθητές του, έναν Γιαπωνέζο διπλωμάτη, έναν Ρώσο γλύπτη, μερικούς φοιτητές από την Οξφόρδη, έναν νεαρό Αμερικανό. Άλλο έχουν προγραμματίσει σ’ αυτό το ταξίδι και άλλο θα τους προκύψει.
Συγκεκριμένα, το τρένο, σκοτεινό και παγωμένο, φτάνει νύχτα στην κοιλάδα της Καμπανίας∙ «στη χώρα του Βιργιλίου». Ο άνεμος που έπνεε σου έδινε την εντύπωση πως ήταν «ο μακρύς στεναγμός του ποιητή, διότι πάντα ο τόπος που έχει εμπνεύσει συναίσθημα στον ποιητή καταλήγει να αντλεί το συναίσθημα από εκείνον». Έτσι, ο αφηγητής αισθάνεται ότι περπατάει με τον Παλαιστρίνα στη Σάντα Μαρία Ματζόρε, βλέπει τον Δάντη στην πλατεία Λατερανού, στο ποτάμι, βρίσκει την ταβέρνα που σύχναζε ο Μονταίν, στους δρόμους διακρίνει τη λαμπερή σκιά του Ραφαήλ και άλλα πολλά από τα οποία όμως δεν είδε τίποτα, παρά μόνο τα φαντάστηκε.
Ο Τζέιμς Μπλαιρ είχε φτάσει στη Σικελία, μετά από έξι χρόνια κλασικών σπουδών στο Χάρβαρντ, ως επιστημονικός σύμβουλος μιας κινηματογραφικής εταιρίας που θα μετέφερε την ελληνική μυθολογία στην οθόνη. Η εταιρία χρεοκόπησε και ο Μπλαιρ περιπλανιόταν στη Μεσόγειο συλλέγοντας σημειώσεις, όπως, για παράδειγμα, ποια είναι η χημική σύσταση των χρωμάτων του Ραφαήλ, ποιος ο απαιτούμενος φωτισμός των γλυπτών, πώς χρονολογούνται τα μωσαϊκά της Σάντα Μαρία Ματζόρε. Και ενώ ο Σαμουέλε σκοπεύει να εκπονήσει διατριβή για τους αρχαίους Ρωμαίους ο Μπλαιρ του προτείνει να ασχοληθεί με τους σύγχρονους Ρωμαίους και την Καμπάλα, δηλαδή, μια ομάδα περίεργων ανθρώπων που ζουν γύρω από τη Ρώμη με συνωμοσίες και ραδιουργίες… Δηλωμένοι εχθροί κάθε νέου πράγματος, τίτλου, ονόματος, είναι πλούσιοι με πριγκιπικούς τίτλους, ακολουθούν έναν μεσαιωνικό τρόπο ζωής, ασχολούνται με πράγματα παρωχημένα και ζουν πολυτελώς, κακολογώντας τους άλλους. Μαζεύονται στο Τίβολι. Η μία τιτλούχος ζει στο Παλάτσο Μπαρμπερίνι, η μις Γκράιερ έχει μια τεράστια βιβλιοθήκη, η πριγκίπισσα ντ’ Έσπολι είναι τρελή, η μαντάμ Μπερνστάιν ανήκει σε πλούσια γερμανική τραπεζική οικογένεια.
Ιδιάζουσες προσωπικότητες όλοι, με εξαιρετικώς εκλεπτυσμένα γούστα, όσον αφορά τις Τέχνες και τα Γράμματα, και περίεργα, όσον αφορά τις καθημερινές ανθρώπινες δραστηριότητές τους.
Όμως, το ποιος είναι ποιος και πόσο πλούτο έχει και πού μένει δεν είναι και τόσο σημαντικό όσο το πώς βγάζεις ένα έργο τέχνης από την Ιταλία, π.χ. την «Μαντόνα μεταξύ των Αγίων Γεωργίου και Ελένης» του Μαντένια, χωρίς να περάσει από το τελωνείο; Είναι πράγματι ρετουσαρισμένο το αριστερό πόδι της Αγίας Ελένης του Μπελίνι, όπως ισχυρίζεται ο Βαζάρι; Ακούει κανείς όλες τις σονάτες του Σκριάμπιν, διαβάζει για το Καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο του Μπαχ, τις φούγκες του Χαίντελ, τα έξι τρίο του Μπετόβεν, πώς μας φαίνεται μία κυρία που επιμένει στη «διακήρυξη του θείου δικαιώματος της βασιλείας ως δόγματος της Εκκλησίας»; («δεν σε κλείνουν μέσα» ως ψυχοπαθή «όταν είσαι εκατομμυριούχος»), ο Βιργίλιος πέθανε στη Ρώμη, αλλά ο τάφος του είναι στη Νάπολη; Ο Τάσσο;
Η αφήγηση επικεντρώνεται στους σύγχρονους Ρωμαίους, ειδικά, στους ζώντες με τους αρχαίους τρόπους Καμπαλιστές.
-Τελικά, τι είναι η Καμπάλα;
-Μια ομάδα ανθρώπων που έχουν πολλά κοινά.
-Είναι πλούσιοι;
-Ναι, αλλά δεν είναι όλοι.
-Διανοούμενοι;
Ναι, αλλά η πριγκίπισσα Ντ’ Έσπολι δεν είναι.
-Τότε τι κοινό έχουν;
-Το κοινό που έχουν είναι ότι περιφρονούν τον περισσότερο κόσμο.
Συγκλονιστική, η περιγραφή της Δούκισσας ντ’ Ακουιλανέρα και του γενεαλογικού της δέντρου, του 16άρη γιου της Μαρκαντόνιο … που μυήθηκε στη λίμνη Κόμο, εν μέσω πολλών άλλων και στα ομαδικά όργια…. που Ήθελε να νικήσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924, αλλά… η μοίρα του άλλα είχε αποφασίσει.
Στο επόμενο κεφάλαιο πρωταγωνιστεί η Αλιξ ντ΄Έσπολι, που μιλούσε σε παραγράφους κατά το πρότυπο της Μαντάμ ντε Σεβινιέ, που έπρεπε να τελειώνει σε ένα concretto, μια ιδέα. Είχε μια πλούσια συλλογή εραστών από ποικίλες χώρες και με ποικίλες ιδιότητες, χωρίς να χορταίνει και χωρίς και ικανοποιείται. Μια ταραγμένη προσωπικότητα, απαιτητική, ανασφαλής και ιδιόρρυθμη, για την οποία η μοίρα είχε επίσης τραβήξει ένα σκληρό χαρτί.
H Αστρέ –Λυς, κεντρικό πρόσωπο στο επόμενο κεφάλαιο, είναι ένα κορίτσι ντροπαλό και θρήσκο, αγαθό, γεμάτο καλοσύνη που εφαρμόζει κατά γράμμα την εντολή «ο έχων δύο χιτώνας να δίδει τον ένα», ζει γραπωμένη από το κάγκελο μπροστά στην Αγία Τράπεζα που δεν διστάζει να πυροβολήσει τον καρδινάλιο, όταν …
Το πέπτο κεφάλαιο με τον εμβληματικό τίτλο «Το λυκόφως των θεών» (Βάγκνερ ή Βισκόντι;), ο αφηγητής ανακεφαλαιώνει: «Τι απέγιναν οι αρχαίου θεοί;». Χωρίς σχόλια, κυκλοφορούν ανάμεσά μας, μεταμορφωμένοι.
Τελικά, δίκιο είχε ο Μπλαιρ που συνέστησε στον ακόλουθό του να ασχοληθεί με τους σύγχρονους Ρωμαίους, διότι και αυτοί τίποτα δεν έχουν να ζηλέψουν από τους αρχαίους προγόνους τους.
Το πολύ σημαντικό είναι η ξενάγηση σε μια άλλη εποχή, τόπους, πλατείες και αγάλματα, ονόματα από τον χώρο της μουσικής και της λογοτεχνίας, έργα τέχνης και λεπτομέρειες που οι ήρωες έχουν πλήρη γνώση, αλλά δεν είναι σε θέση να γιατρέψουν την αρρώστια της ψυχής τους. Ο αναγνώστης, ωστόσο, ερήμην της υπόθεσης του έργου, απολαμβάνει τον καλλιτεχνικό θησαυρό. Σαν να βλέπει μια απαστράπτουσα καλλιτεχνική επιφάνεια που από κάτω κρύβει μια κρυφή και ανομολόγητη ζωή. Όπως λέει και η σκιά του Βιργιλίου στο τέλος του έργου: «Ανάλωσα τη ζωή μου σε μια αυταπάτη: πως η Ρώμη και ο οίκος του Αυγούστου θα ήταν αιώνια. Τίποτε δεν είναι αιώνιο εκτός από τα Ουράνια. Υπήρξαν Ρώμες πριν από τη Ρώμη και όταν η Ρώμη ερημώσει θα υπάρξουν κι άλλες Ρώμες μετά από αυτήν… τη δυστυχία κουβαλά ο άνθρωπος! Βιάσου να πεθάνεις». Και ο Σαμουέλε τον αποχαιρετά: «Έχε γεια;, Βιργίλιε», ενώ οι μηχανές του πλοίου τον έσπρωχναν ολοταχώς «προς τον Νέο Κόσμο και την τελευταία μέγιστη πόλη». Όλα μια γοητεία και μια πλάνη που θα έλεγε και ο ποιητής…
Πολύ ωραίο βιβλίο, πολύ ωραία αφήγση, πολύ πρωτότυπο το θέμα με τόπο δράσης την αιώνια Ρώμη σε κάθε εποχή. Συγχαρητήρια στις εκδ. Αλεξάνδρεια και στην Άννυ Σπυράκου που με τη μετάφρασή της μας μετέφερε στην αλήθεια και το ψέμα της αιώνιας πόλης και στον μύθο των υπαρκτών και ανύπαρκτων κατοίκων της.