Ο Olivier Descotes, καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Θεάτρου Ολύμπια, μας ενημερώσει ότι δυο κορυφαίοι καλλιτέχνες, διαφορετικής γενιάς που εκπροσωπούν την πρωτοπορία της ιταλικής σκηνής του σύγχρονου χορού εμφανίζονται στην Αθήνα. Οι δύο παραγωγές εντάσσονται και εγκαινιάζουν τον κύκλο «Viva l’Italia» με την υποστήριξη της Πρεσβείας της Ιταλίας στην Ελλάδα και του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών. Η διεθνώς καταξιωμένη χορογράφος, Ambra Senatore, που διευθύνει σήμερα το Centre chorégraphique της Ναντ (Γαλλία), και ο Marco D’Agostin, ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της γενιάς του, βρέθηκαν στη σκηνή του Θεάτρου Ολύμπια και μας μάγεψαν.
Την πρώτη μέρα, η Ambra Senatore, σε συνεργασία με την Caterina Basso και την Claudia Catarzi, εμφανίστηκαν στις 22 Φεβρουαρίου 2023 και μας κράτησαν για 2 ώρες άφωνους. Σχεδόν άφωνες και οι τρεις κοπέλες που δρούσαν επί σκηνής, χωρίς μουσική, χωρίς λόγια, χωρίς κανένα υποστηρικτικό υλικό, πέρα από τη φυσική τους παρουσία και μερικά μικρά και «ασήμαντα» ψιλοπράγματα, των οποίων τη συμβολή στην όλη υπόθεση θα καταλαβαίναμε σιγά σιγά, προϊόντος του χρόνου που κυλούσε κι ας έμοιαζε σταματημένος στα όρια μιας παράστασης.
Στην αρχή δύο κοπέλες βγαίνουν∙ πού; Άγνωστο. Μάλλον στην εξοχή, ακούγονται πουλιά, ίσως. Η μία ξαπλώνει σαν να έχει πεθάνει και η άλλη όρθια από πάνω της θρηνεί. Μετά αλλάζουν θέση. Έρχεται και μία ακόμη. Υποτίθεται πως κάποιος κρύβεται πίσω από τις κουίντες – τα δέντρα της εξοχής- κι εκείνες συχνά πέφτουν στα τέσσερα ψάχνοντας κάτω … τι; Άγνωστο. Τι παίζουν, ούτε αυτές ξέρουν. Χορεύουν; Πάλι η απάντηση είναι αμφίβολη. Γιατί αυτό που κάνουν θα μπορούσε να είναι χορός αλλά δεν είναι. Θα μπορούσε να είναι ασκήσεις για την ευλυγισία του σώματος αλλά και πάλι όχι. Τι ήταν λοιπόν;
Ήταν ένα θαύμα με τρία όμορφα κορίτσια που δεν ξέρουν ούτε τι κάνουν ούτε τι θέλουν. Όπως λέει η Ambra Senatore δεν υπάρχει σενάριο. Μα δεν υπάρχει τίποτε. Υπάρχει μόνο η ζωντανή χαρούμενη παρουσία των κοριτσιών που όποιος έχει υπόψη του το ζ΄ της Οδύσσειας δεν θα δυσκολευτεί να δει τη Ναυσικά να παίζει με τις φιλενάδες της ή τα κορίτσια στη σχολή της Σαπφώς ή τη «Μαρίνα των βράχων» του Οδυσσέα Ελύτη. Και όπως κάνουν τα παιδιά και οι ανέμελοι νέοι, παίζουν, γελάνε, στριγκλίζουν, μαλλιοτραβιούνται, παλεύουν, κατρακυλάνε, ουρλιάζουν, ψευτοκλαίνε, θρηνούν, ξαναγελάνε, κάνουν πάλι και πάλι το ίδιο και το ίδιο. Δεν στέκονται στιγμή. Η φύση απεχθάνεται τα κενά κι αυτές τα γεμίζουν συνεχώς.
Περπατούν με γυμνά πόδια στη σκηνή- εξοχή –χορτάρι… κάτι πάτησαν, σηκώνουν κάθε τόσο το πόδι και ελέγχουν τη φτέρνα∙ σαν φιγούρες από αρχαίο αγγείο. Το καπάκι από ένα θερμός κατρακυλάει στο έδαφος και γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει… . Κι έπειτα πάλι. Κοιτάνε κάτι, πέρα και ψηλά. «Κοίτα», λέει η μία, «πού;», ρωτάει η άλλη, «Εκεί», απαντά η τρίτη και όλες σαν σε σχηματισμό κοιτούν «εκεί» που εμείς δεν βλέπουμε. Το ψάξιμο στο έδαφος συνεχίζεται. Τα ανάλαφρα πουκαμισάκια τους ανασηκώνονται, τραβιούνται, αφήνοντας να δούμε λευκούς λαιμούς, τρυφερούς ώμους και λεπτές μεσούλες. Μαλλιά που τα παίρνει ο αέρας, τρεις αγκώνες ορθώνονται πέρα, τρία γόνατα εναλλάξ, πόδια μετατοπίζονται συνεχώς. Κι έπειτα πάλι, «Κοίτα», «πού;», «Εκεί». Αυτές οι τρεις αραχνοΰφαντες λεξούλες επαναλαμβάνονται δυο τρεις φορές.
Η μία κατεβαίνει από τη σκηνή και ζητά με κελαηδιστή φωνή από έναν θεατή «Το πρόγραμμα». Εκείνος της το δίνει κι εκείνη πάλι με αραχνοΰφαντη φωνή του λέει: «είναι για τη φίλη μου». Κάθεται κάτω, προσποιείται πως το φυλλομετράει και το παιχνίδι επαναλαμβάνεται. Ο κόσμος γελάει.
Η χορογραφία μοιάζει σαν να μην ακολουθεί κανένα κανόνα. Κι όμως αυτά τα λιγνά, γυμνασμένα κορμάκια κάνουν κύκλους, πέφτουν ανάλαφρα κάτω, σηκώνονται, σαλτάρουν στον αέρα, και πάλι από την αρχή, συνεχής η ροή.
Όπως μας ενημερώνει η Ambra Senatore, οι κινήσεις που επιλέγει είναι «κινήσεις απλές καθημερινές» που όμως τις τοποθετεί «σε ένα νέο πλαίσιο». Κινήσεις επιβατών σε ένα λεωφορείο, χειρονομίες που περνούν από γενιά σε γενιά τις οποίες δεν αλλάζει, αλλάζει απλώς το πλαίσιο κι εκεί στο νέο πλαίσιο, αυτές οι χειρονομίες αποκτούν μια νέα ζωή. Ακόμα και οι ήχοι είναι συνηθισμένοι∙ κάτι βαρύ που πέφτει στο πάτωμα με μεγάλο θόρυβο, σαν να μας γλίστρησε από τα χέρια. Ήχοι της πόλης. Από μακριά, για πολύ λίγο, ακούγεται ένα πιάνο και η φωνή της δασκάλας που δίνει τον ρυθμό. Κι άλλες μουσικές, αδιόρατες, πάντα για πολύ λίγο. Όλα είναι συνηθισμένα και επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα.
Τα κορίτσια κινούνται χωρίς στόχο… Κάποια στιγμή φέρνουν ένα καλάθι για να κάνουν πικ νικ. Τώρα πια καταλαβαίνουμε τι θα κάνουν και γιατί βρίσκονται εκεί. Ωστόσο, από ώρα κυκλοφορεί μια τούρτα στην οποία απλώνουν όλες το δάχτυλο και δοκιμάζουν. Προς το τέλος της παράστασης θα καθίσουν κάτω. Η μία κρατάει μαχαίρι μεγάλο και με αυτό θα κόψουν την τούρτα σε κομμάτια μεγάλα και θα τρώνε με βουλιμία, με στόματα μπουκωμένα, λερωμένα, βάρβαρα. Της μιας της πονάει η μέση, της άλλης έχει στραπατσαριστεί η φάτσα και είναι ματωμένο το γόνατο, της τρίτης της φεύγει η μισή κοτσίδα και η μασέλα. Σκουπίδια γύρω γύρω από τις χαρτοπετσέτες τους και ψίχουλα από την τούρτα… Τα κορίτσια δεν είναι πια ίδια…
Η Senatore γράφει πως το έργο «θυμίζει αστυνομικό θρίλερ, με σκηνές παράξενες και μυστηριώδεις που διαρκώς εναλλάσσονται». Ναι, αυτό το «θρίλερ», νομίζω πως είναι το θρίλερ του χρόνου, η ζωή του ανθρώπου. Τα παιχνίδια και τα γέλια σηματοδοτούν, θα λέγαμε, τον ανέμελο παράδεισο της ζωής, ενώ η φαγωμένη τούρτα το αντίπαλο δέος του.
Οι μικρές λεπτομέρειες που δεν αισθανόμασταν τη σημασία τους, αρχίζουν να αποκτούν νόημα. Εκείνο τα καπάκι που κυλούσε και έφερνε γύρους στη σκηνή, το θερμός με τον ιβίσκο από όπου έπιναν με τα φλυτζανάκια του καφέ (θα έλεγε ο Τ.Σ. Έλιοτ), η τούρτα, το μεγάλο μαχαίρι, όλα είναι εκεί για να μας προετοιμάσουν για το τέλος. Πρέπει να κυλήσει ο χρόνος και να φτάσει η ώρα για να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που προηγήθηκε.
Η Senatore θέλει ο κάθε θεατής να φτάσει στη δική του ερμηνεία, να συμπληρώσει το παζλ μόνος του. Σε μας απομένει να πούμε τι σημαίνει: το θερμός με τον ιβίσκο που άδειασε, το καπάκι που κύλησε, η τούρτα που φαγώθηκε, τα κορίτσια που λερώθηκαν. Τα πάντα ρει και τα νιάτα έφυγαν. Ωστόσο, αυτή είναι η ζωή και όλα είναι A POSTO, στη θέση τους, εκεί στο τέρμα του πικ νικ που είναι η ίδια η ζωή.
Ο κόσμος είναι απλός, μας λέει ο Γιώργος Σεφέρης, και όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν. Παραθέτω μερικούς στίχους από το ποίημα «Διάλειμμα Χαράς», στο οποίο ανακαλύπτω ομοιότητες με το χορευτικό δρώμενο:
Ήμασταν χαρούμενοι όλο εκείνο το πρωί/ θεέ μου πόσο χαρούμενοι/
Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τα φύλλα και τα λουλούδια/ έπειτα ο ήλιος/ ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό/ Μια νύμφη μάζευε τις έγνοιες μας και τις κρεμνούσε στα δέντρα/ ένα δάσος του Ιούδα.
Ερωτιδείς και σάτυροι παίζαν και τραγουδούσαν /κι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στις μαύρες δάφνες,/ σάρκες μικρών παιδιών./ Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί∙/ η άβυσσο κλειστό πηγάδι/ όπου χτυπούσε το τρυφερό πόδι ενός ανήλικου φαύνου/ θυμάσαι το γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!/Έπειτα… / έπαψες να γελάς … / κι άνοιξες τα μεγάλα σου μάτια κοιτάζοντας/τον Αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία/…
Ο Gregorio Caporale και η Ambra Senatore υπογράφουν τον ηχητικό σχεδιασμό. Ο Fausto Bonvini τους φωτισμούς. Ακούγονται ακόμα μουσικές των Brian Bellott, Gregorio Caporale, Jimi Hendrix και The Temptations.
Όσοι είχαν την ευκαιρία, απόλαυσαν κάτι πολύ σημαντικό μέσα στην απλότητά του, πολύ χαρούμενο και γλυκόπικρο συγχρόνως, κάτι απρόσμενο…