«Η παρούσα μετάφραση είναι … μια απόπειρα αναμέτρησης με ένα ανοιχτό, ρευστό κείμενο. Δημοσιεύεται με την ελπίδα ότι θα ενδιαφέρει κάθε αναγνώστη που επιθυμεί να αναπτύξει έναν ανανεωμένο διάλογο με το αρχαίο έργο».
Με αυτή την απόφανση καταλήγει το κείμενο, το οποίο παραθέτει ο μεταφραστής Νίκος Ζιώγας, Δρ Φιλοσοφίας στο Παρίσι, όπως διαβάζουμε στο «Αντί προλόγου» κείμενο του βιβλίου. Ακόμα, μια πρώιμη εκδοχή αυτής της μετάφρασης παρουσιάστηκε το 2018, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία Ειρήνης Φαναριώτη.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ένα κλασικό κείμενο, όπως οι Χοηφόροι του Αισχύλου, που έχει ηλικία 2.500 χρόνων, γράφτηκε μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες, σχολιάστηκε από τους μελετητές όλων των αιώνων που έχουν περάσει, διορθώθηκε – συμπληρώθηκε ή παραποιήθηκε στα σημεία, όπου ο χρόνος έχει αφήσει τα ίχνη του, έρχεται φορτωμένο με ιδεολογικά, ηθικά και θεολογικά μηνύματα.
Ο μεταφραστής που θα αποδώσει το κείμενο στην ομιλούμενη σήμερα γλώσσα, σύμφωνα με τη δική του επιλογή και ειδικά ο συγκεκριμένος, επιθυμεί να αποφύγει μια «απλή λυρική απόδοση των στίχων, η οποία καταλήγει να θυσιάσει το περιεχόμενο των λεγομένων στο πλαίσιο μιας συγκεχυμένης αισθητικής κατασκευής».
Εδώ, θα θυμίσω, απλώς, τον δάσκαλο του είδους και θεατρολόγο Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο οποίος υποστήριζε, μεταφέροντας την άποψη του Δημήτρη Ροντήρη, ότι κάθε εποχή χρωστάει μια Ορέστεια ή τουλάχιστον κάπως έτσι, πράγμα που υποδηλώνει ότι ένα κλασικό έργο, εκτός των άλλων αρετών του, έχει να πει κάτι σε κάθε εποχή ή, με άλλα λόγια, κάθε εποχή κάνει τη δική της ανάγνωση.
Οι Χοηφόφοι είναι το δεύτερο έργο της Ορέστειας του Αισχύλου, της μόνης σωζόμενης σήμερα τριλογίας–Αγαμένων, Χοηφόροι, Ευμενίδες- και πρόκειται για τον χορό των γυναικών του Άργους, οι οποίες συμπαραστέκονται στην Ηλέκτρα που πενθεί τον δολοφονημένο πατέρα της Αγαμένονα από την Κλυταιμήστρα και τον Αίγισθο και, με εντολή της Κλυταιμήστρας, φέρουν χοές, ήτοι λάδι, κρασί, μέλι, σιτηρά, στον τάφο, με άλλα λόγια συνιστούν το ανάλογο των μυροφόρων που, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, φέρουν μύρα στον τάφο του Χριστού.
Οι Χοηφόροι διαδραματίζονται, μπροστά στον τάφο του Αγαμένονα και στη συνέχεια μπροστά στο ανάκτορο.
Ο μεταφραστής θα μας θυμίσει την υπόθεση της τριλογίας, πιάνοντας το νήμα από την προϊστορία της ιστορίας του μύθου. Στο πρώτο έργο, ο Αγαμέμνων επιστρέφει από την Τροία, φέρνοντας μαζί του την Κασσάνδρα και δολοφονείται από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. Στο δεύτερο, οι Χοηφόροι, γυναίκες του Άργους, φέρνουν, όπωψς είπαμε τις χοές στον τάφο, ενώ η Ηλέκτρα θρηνεί τον πατέρα της. Εν τω μεταξύ, έχει επιστρέψει κρυφά και ο Ορέστης, τον οποίο η μητέρα του είχε στείλει στη Φωκίδα. Με την παρότρυνση της Ηλέκτρας και τη συμπαράσταση του Πυλάδη, ο Ορέστης θα σκοτώσει τη μητέρα του και τον Αίγισθο.
Στις Ευμενίδες, οι Ερινύες καταδιώκουν τον φονιά Ορέστη, ο οποίος καταφεύγει στους Δελφούς, στον Απόλλωνα, που εκείνος τον είχε προτρέψει στο φόνο. Έπειτα καταφεύγει στον Άριο Πάγο, όπου με την ψήφο της Αθηνάς τελειώνει η περιπέτειά του.
Ο Νίκος Ζιώγας, πέρα από τη μετάφρασή του, στο βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας, παραθέτει σελίδες Σημειώσεων, στις οποίες μας ενημερώνει για το χειρόγραφο, από το οποίο αντλεί το κείμενο –Laurentianus Mediceus-, την κατάστασή του -είναι κατεστραμμένο και αρχίζει από τον στίχο 10-, τις προσθήκες που του έχουν γίνει από χαμένη τραγωδία του Αισχύλου, αλλά και από τους Βατράχους του Αριστοφάνη, τις διορθώσεις λέξεων, τις αντικαταστάσεις, τις ερμηνείες, την αρχική γραφή και τη μεταγενέστερη, τι λέει ο Γρυπάρης και πώς εμηνεύει ο ίδιος. Ακόμα, μας δίνει τη διπλή σημασία μιας λέξης («άτα», τύφλωση, αλλά και καταστροφή). Εν ολίγοις, ο Ζιώγας παρακολουθεί το πρωτότυπο κείμενο λέξη προς λέξη, και διαρκώς παρεμβαίνει για να δείξει αυτό που θεωρεί ότι είναι το σωστότερο.
Οι Σημειώσεις δηλαδή συνιστούν το εργαστήριο του μεταφραστή. Οι Χοηφόροι είναι από τα πιο φθαρμένα κείμενα και έχουν υποστεί άπειρες διορθώσεις, τις οποίες ελέγχει με μεγάλη προσοχή ο μεταφραστής, για να καταλήξει στην «πληρέστερη κατανόηση της τραγωδίας».
Παραδείγματα:
Χορός:
Ήρθα σταλμένη από το σπίτι
για να μεταφέρω χοές με γρήγορα χτυπήματα
από τα χέρια μου
εδώ ο μεταφραστής μας ενημερώνει πως ο χορός των γυναικών έχει σταλεί από την Κλυταμήστρα, η οποία είδε ένα φρικτό όνειρο και αποφάσισε να στείλει χοές για να εξευμενίσει τον νεκρό Αγαμέμνονα…
Με τη λέξη «χτυπήματα» δηλώνει τα χτυπήματα στο κεφάλι με τα χέρια και στη συνέχεια στο στήθος, που έναι ένδειξη θρήνου.
Στον στίχο 32, Διαπεραστικός ανατριχιαστικός ιερομάντης που ίσως κάποιοι εννοούν τον Φοίβο, ο Ζιώγας μάς πληροφορεί ότι δεν πρόκειται για πρόσωπο, διότι «ιερομάντις» είναι το προφητικό όνειρο που είδε η Κλυταιμήστρα.
Στο στίχο 71, στη μετάφραση του Γιάννη Γρυπάρη, «Καμιά θεραπεία για όποιον άγγιξε τη νυφική κάμαρα», εννοώντας την «απώλεια της παρθενιάς», ο Ζιώγας παρατηρεί ότι ο στίχος κάνει λόγο για τη «συζυγική απιστία» και όχι για την «παρθενιά».
Και πώς εκλαμβάνεται η αποστολή χοών στον τάφο από την Κλυταμήστρα; Σε πεθαμένο και άψυχο έστειλε μηδαμινή χάρη, λέει ο Ορέστης και όχι ότι ο Αγαμένωνν δεν έχει φρένας, όπως λένε άλλοι μεταφραστές.
Στο στίχο 578, ο στίχος και η Ερινύα, που δεν είναι στερημένη από φόνο,
θα πιει το ανόθευτο αίμα του για τρίτο ποτό, ο Ζιώγας σχολιάζει: το πρώτο αίμα προέρχεται από τα θυέστεια δείπνα, το δεύτερο από το αίμα του Αγαμέμνονα και το τρίτο από το αίμα του Αίγισθου και της Κλυταιμήστρας, ενώ στον στίχο 1065 το πρώτο είναι του Αγαμέμνονα, το δεύτερο του Αίγισθου και το τρίτο της Κλυταιμήστρας.
Ο Νίκος Ζιώγας, όχι μόνο μας δίνει μια νέα φροντισμένη σε όλες τις λεπτομέρειές της μετάφραση, αλλά και κάθε παραλλαγή λέξης, φράσης, παράλληλη ή παράπλευρη ερμηνεία, φωτίζοντας αυτό το τόσο ενδιαφέρον κείμενο. Η μετάφραση είναι η επιφάνεια, οι Σημειώσεις συνιστούν ένα ακόμα βιβλίο πίσω από την επιφάνεια και το γερό της υπόβαθρο. Πολύ ωραία έκδοση, πολύ ωραίο το lay οut του βιβλίου.