Η Αχμάτοβα στην Ανατολή
Στην Ανατολή, με τους διαφορετικούς ήχους, τις δυνατές μυρωδιές και εικόνες, σε μια πολιτεία πέτρινη και μακρινή, εκεί που μερικά χρόνια αργότερα θα έστελναν και τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες του δικού μας εμφύλιου.
Το κλίμα βαρύ, αποπνικτικό, ακόμη και για την βόρεια ιδιοσυγκρασία της ποιήτριας. Διαφορετικά όλα σ’ αυτά τα μέρη. Ακόμη και ο ήλιος και το φεγγάρι.
Την βλέπω μια νύχτα, καθισμένη σε μια δροσερή εσωτερική αυλή στην Τασκένδη. Ο ουρανός είναι γεμάτος αστέρια. Υπάρχει κάποια γοητεία στο εξωτικό τοπίο, αλλά τι γυρεύει εκείνη εδώ; Ποια μοίρα άσπλαχνη την καταδίκασε να πίνει τα ίδια της τα αναφιλητά σε ξένο τόπο;
«Ασφαλισμένη» από τους κινδύνους του πολέμου, μια ψυχή δεμένη με τον βορρά, καταδικασμένη να γερνάει πρόωρα. Πού πήγε η αέρινη φιγούρα που ζωγράφισε ο Μοντιλιάνι; Είναι τώρα μια γυναίκα γερασμένη, παχιά, με το τρέμουλο να έχει εγκατασταθεί οριστικά στην καρδιά της. Μακριά από κάθε τι αγαπημένο. Δίχως επαφές με την αγαπημένη της λογοτεχνία, μακριά από νέα για την τύχη του εκτοπισμένου γιού της.
Τι σουρεαλιστική μετακίνηση! Και γιατί, πέρα από τα γυναικόπαιδα που θέλησαν οι Σοβιετικοί να προφυλάξουν, απομακρύνοντάς τα από την φωτιά του πολέμου, έπρεπε να μεταφερθούν εκεί και οι πνευματικοί άνθρωποι; Το πνεύμα στην γυάλα με τα χρυσόψαρα της βαθιάς ανατολής. Το πνεύμα ασφαλές; H το πνεύμα απομονωμένο και ξεδοντιασμένο εκείνες τις δύσκολες ώρες;
Στην Τασκένδη
Σε Μεσαιωνικά ερείπια ανάμεσα
κάτω απ’ της Ανατολής τον άσπρο ήλιο
λαμπύριζαν οι μιναρέδες.
Στάση στο τεϊοποτείο.
Ήσουν αλλού
σε τόπο μακρινό.
Ανέστια όπως πάντα
μ’ ένα σφυρί να κοπανάει αλύπητα
τύμπανα μιας καρδιάς ερειπωμένης
Για την Πετρούπολη
Φαρμακωμένη η πόλη.
Ένα ρίγος τρυπάει το φεγγάρι
δίχως ελπίδα.
Θόλωσαν όλα για μένα.
Μήτε χρόνια ανέμελα
ούτε θάλασσα
ούτε πεταλούδες χαράς.
Στις βραγιές χιονισμένα κρινάκια.
Κυπαρίσσια
ξυλιασμένα για πάντα
χορεύουν στον τάφο σου.