Καφές από μοναδικό χαρμάνι
Τέλη της δεκαετίας του ΄60. Οι άνθρωποι προσπαθούν να επουλώσουν τα τραύματά τους από ένα οδυνηρό και διχαστικό παρελθόν, ανοίγοντας καινούριες πληγές. Ένας αγώνας επικράτησης ανάμεσα στο «εμείς» και το «εσείς». Και πάλι έριδες και πάλι φόβος. Διαξιφισμοί και ψίθυροι. Ένα αέναο παιχνίδι επιβίωσης. Και, όμως, μέσα σ’ αυτό το διχαστικό και εξουθενωτικό περιβάλλον υπάρχει μια γλυκιά συνήθεια που ξεκλειδώνει τις ψυχές. Ο παραδοσιακός ελληνικός καφές. Ένα φλυτζάνι ζεστού καφέ κάνει τις αισθήσεις να χορεύουν σε έναν ρυθμό αργόσυρτο και αγχολυτικό. Οι αντιστάσεις κάμπτονται και μια ευχάριστη διάθεση σκεπάζει τα πάντα. Πίνεις μόνος σου ή με παρέα, με φίλους, με συγγενείς, με τα αδέλφια σου, με τον αγαπημένο σου από το πρωί ίσαμε το βράδυ. Τα πράγματα αποκτούν άλλη διάσταση, γιατί αλλάζει ο τρόπος θέασης. Είναι το άρωμα; Είναι η γεύση; Είναι το χαρμάνι; Είναι η ζεστασιά του που απλώνεται στα σωθικά; Είναι η τελετουργία της προετοιμασίας; Είναι ο γλυκός ήχος που κάνει το πορσελάνινο φλυτζάνι όταν ακουμπά στο πιατάκι ή μήπως είναι ο συνδυασμός όλων αυτών που κάνει τις αισθήσεις μας να παραδίδονται στην απόλαυση; Ίσως είναι και οι αναμνήσεις που συνδέθηκαν μ’ αυτόν.
Ήταν Κυριακή πρωί. Όταν σχολούσε η εκκλησία, μαζεύονταν όλες οι θείες στο σπίτι για να πιουν το παραδοσιακό καφεδάκι. Το σαλόνι άνοιγε ειδικά για την περίσταση, ενώ τις καθημερινές ήταν άβατος χώρος. Επειδή δεν ανήκα ακόμα στον κόσμο των μεγάλων-ήμουν δεν ήμουν δέκα ετών-, παρακολουθούσα από μια γωνιά την ευχάριστη αναστάτωση. Η μητέρα σερβίριζε τα κουλουράκια και τα πτι φουρ, απαραίτητο συνοδευτικό του εθνικού ροφήματος. Η γιαγιά ανακάτευε τη ζάχαρη με τον καφέ στο μπρίκι προσέχοντας όχι μόνο να μη φουσκώσει και χυθεί ο καφές, αλλά να μη χαθεί το καϊμάκι. Αλίμονο! Αν δεν πετύχαινε το καϊμάκι, έπρεπε να ξαναγίνει η διαδικασία από την αρχή. Η θεία Βασιλική, μια αρχοντογυναίκα, βυθίστηκε στη βελούδινη πολυθρόνα, σταύρωσε τα πόδια της και άναψε ένα τσιγάρο για να απολαύσει τη στιγμή. Ο καφές σερβιρίστηκε και η συζήτηση άναψε. Μετά τα υπερκόσμια της εκκλησίας ακολουθούσαν τα εγκόσμια. Μόδα, ειδήσεις από τον καλλιτεχνικό κόσμο, αναφορά για τα εβδομαδιαία δρώμενα κάθε οικογένειας. Οι πολιτικές συζητήσεις περιορισμένες για χάρη του καφέ. Κάποια στιγμή η θεία Βασιλική έριξε το βλέμμα της πάνω μου. Με ένα μειδίαμα στα χείλη μού έκανε ένα νεύμα να πλησιάσω. Πήρε ένα κουλουράκι πορτοκαλιού, το βούτηξε στον καφέ της και μου το πρόσφερε.
-Δοκίμασε. Είναι νόστιμο. Θα σου αρέσει.
Στην αρχή δίστασα, γιατί νόμιζα ότι δοκίμαζε τις αντιστάσεις μου στους πειρασμούς. Το πήρα. Κοιτούσα αυτό το σκουρόχρωμο ζουμί να εισχωρεί στους πόρους του κουλουριού. Η μυρωδιά του πορτοκαλιού με τον καφέ και η γλυκιά κάπως στιφή γεύση δημιουργούσαν έναν πολύ θελκτικό συνδυασμό για τον ουρανίσκο μου. Αυτό ήταν. Μυήθηκα πολύ γλυκά στον κόσμο των μεγάλων.
Ο πατέρας μου, που παρακολουθούσε από μια άλλη γωνιά του σπιτιού καθώς διάβαζε την κυριακάτικη εφημερίδα, είπε:
-Λοιπόν, Λενιώ μου, πώς σου φάνηκε ο καφές;
-Μου αρέσει, απάντησα κάπως ενοχικά που παραδόθηκα σε μια απαγορευμένη για τα μικρά παιδιά απόλαυση. Το χαμόγελό του, όμως, διέλυσε τις φοβίες μου. Ένα χαμόγελο που το κατάλαβα αργότερα.
Εκείνη τη μέρα όχι μόνο πέρασα με επιτυχία την τελετή της μύησης στον καφέ αλλά έγινα και λάτρης του ροφήματος. Κάθε Κυριακή αδημονούσα για τη γυναικεία σύναξη όχι τόσο για να δω τις θείες όσο για να πάρω μέρος στην τελετουργία βουτώντας το κουλουράκι σ’ εκείνο το σκοτεινό ζουμάκι, που όμως ήταν λίγο σε εκείνο το μικρό φλυτζάνι και τελείωνε γρήγορα, καθώς βουτούσα και το κουλουράκι.
Όσο περνούσε ο καιρός, ανυπομονούσα για την ώρα που θα κρατούσα στη χούφτα μου το μικρό φλυτζάνι με το μαγικό ρόφημα που έκανε τις καρδιές να ανοίγονται στα συναισθήματα και το μυαλό να ταξιδεύει. Μόνο που δεν μου άρεζε πια ο καφές με το κουλουράκι. Τον προτιμούσα σκέτο, χωρίς καθόλου ζάχαρη με πηχτό καϊμάκι, έτσι όπως τον έπινε και πατέρας μου. Όταν όλα τα παιδιά της ηλικίας μου έπιναν το πρωί γάλα, πριν ξεκινήσουν για το σχολείο, εμένα με περίμενε ένας ζεστός καφές. Ενώ κοιμόμουν άκουγα το κουταλάκι να ανακατεύει με αργές κινήσεις στο μπρίκι το χαρμάνι, αισθανόμουν ένα γαργαλητό στα ρουθούνια μου από το άρωμά του και στο αυτί μου έναν ψίθυρο: το καφεδάκι μας είναι έτοιμο.
Ο πατέρας μου. Λάτρης και αυτός του ροφήματος από τα γεννοφάσκια του, είχε βρει τον κατάλληλο συνοδοιπόρο στα ταξίδια του μυαλού του. Άλλες φορές γλιστρούσε στο παρελθόν, άλλες φορές ψαχούλευε το παρόν και άλλοτε σκάρωνε σχέδια για το μέλλον. Η μυρωδιά του αχνιστού καφέ έλυνε τις σιωπές, χαλάρωνε τις αντιστάσεις, έβγαζε ενοχές, φανέρωνε μυστικά, έρωτες και καταστροφικές αγάπες, ανθρώπινες ιστορίες, άλλες οδυνηρές, άλλες τραγελαφικές και άλλες ευχάριστες. Και εγώ βυθιζόμουν στα μάτια του που είχαν το χρώμα του ωκεανού πίνοντας γουλιά γουλιά τις ιστορίες του. Και σα λιγόστευε ο καφές, έριχνα σταγόνες νερού στο κατακάθι για να κρατήσει περισσότερο ο καφές-δεν ξέρω-ίσως και η συντροφιά με τον πατέρα. Ήταν φανερό ότι δεν μας έφτανε το φλυτζανάκι. Ο καφές λίγος και οι ιστορίες πολλές.
Και η λύση του προβλήματος βρέθηκε. Ήταν Χριστούγεννα όταν ο πατέρας μου έδωσε ένα μικρό δέμα με μια κόκκινη φαρδιά κορδέλα δεμένη σε περίτεχνο φιόγκο που υποσχόταν ένα μοναδικό δώρο. Έσκισα με ανυπομονησία το πακέτο. Αναδύθηκε μια μεγάλη κούπα από λευκή πορσελάνη διακοσμημένη με φλογερούς αλεξανδρινούς. Το χαμόγελό μου ικανοποίησε και δικαίωσε τον πατέρα για την επιλογή αυτού του δώρου. Τώρα ο καφές είχε άλλη διάρκεια, οι ιστορίες πλήθαιναν και η ικανοποίηση του πατέρα μεγάλωνε, γιατί μπορούσε να με κρατάει περισσότερο χρόνο κοντά του. Ακόμα και όταν πια έφυγα από το πατρικό σπίτι λόγω ηλικίας, ήξερα ότι η κούπα εκείνη πάντα με περιμένει σε περίοπτο σημείο στην κουζίνα. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν τους γονείς μου, ο πατέρας έπαιρνε με τα δυο του χέρια την κούπα, με κοιτούσε συνωμοτικά και ετοίμαζε τον παραδοσιακό καφέ μας. Κάθε ρουφηξιά και ιστορία, κάθε γουλιά και ανάμνηση.
Μετά από μια βασανιστική και εξουθενωτική πάλη με την άνοια ο πατέρας πέρασε στην απέναντι όχθη. Εκείνη τη μέρα αρνήθηκα να πιω καφέ, όπως συνηθίζεται σ΄αυτές τις περιστάσεις. Και ήρθε η στιγμή να αδειάσω το πατρικό σπίτι από τα αντικείμενα. Σκληρή διαδικασία. Μάζευα σε κούτες αυτά που ήθελα να κρατήσω ως αναμνηστικά της παιδικής και νεανικής μου ηλικίας, όταν το βλέμμα μου έπεσε στην κούπα με τους αλεξανδρινούς. Την πήρα απαλά στα χέρια μου σα να κρατούσα κάτι καμωμένο από πολύτιμα υλικά, την τύλιξα τρυφερά σε ειδικό χαρτί και την απίθωσα με ευλάβεια μέσα στο κουτί με τα γυαλικά. Από έξω έγραψα «εύθραυστον» για να τύχει της προσοχής των μεταφορέων. Όλη η διαδικασία της μεταφοράς κράτησε αρκετή ώρα. Ο μεταφορέας αποκαμωμένος άφησε στο πάτωμα και το τελευταίο κουτί, μόνο που εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας ήχος ψιλός, σα μουσική που βγαίνει από γυαλί που σπάει. Προφανώς κάτι μέσα στην κούτα είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής του. Μόλις έφυγαν οι μεταφορείς, άρχισα να αδειάζω το περιεχόμενο προσπαθώντας να εντοπίσω την πηγή προέλευσης του ήχου. Όλα ήταν στη θέση τους. Έμενε το τελευταίο που έπρεπε να ανοίξω για να ελέγξω την κατάστασή του. Πήρα στην αγκαλιά μου το μικρό δέμα, άνοιξα προσεκτικά το περιτύλιγμα και η θέα αποτρόπαιη. Η κούπα του καφέ, η «σπάνια» κούπα με τους αλεξανδρινούς, είχε θρυμματιστεί. Κρατούσα αποσβολωμένη τα θρύψαλα σαν να κρατούσα στη χούφτα μου την κομματιασμένη ψυχή μου. Τότε άρχισαν να ξεπηδούν εικόνες, αρώματα και ήχοι μοναδικοί. Τα βαθιά μπλε μάτια του πατέρα, οι στιγμές που ψαρεύαμε μαζί στη βάρκα περιμένοντας καρτερικά το τίναγμα της πετονιάς, η μυρωδιά της θάλασσας, η δυνατή πλάτη του καθώς με κουβαλούσε για να μη πατήσω κάποιο αγκάθι στην αμμουδιά, τα κομμένα πορτοκάλια και μήλα στην προσπάθειά του να μου μάθει τα κλάσματα, τα ανθρωπάκια από μανταρινόφλουδες που μου έφτιαχνε για να γελάσουμε, η υπομονή του όταν προσπαθούσε να μου μάθει να διαβάζω, η αγωνία του όταν έδινα πανελλαδικές εξετάσεις, το άγχος του να μη βραχώ από τη δυνατή νεροποντή όταν με συνόδευε τρέχοντας πίσω μου με μια ομπρέλα, το φιλί του όταν γέννησα το παιδί μου, οι διαφωνίες μας που σφραγίζονταν πάντα με μια αγκαλιά, το γέλιο του, οι συμβουλές του, οι ευχές του, ο ψίθυρος στο αυτί μου τα πρωινά ότι ο καφές ήταν έτοιμος, η ευωδία του καφέ που φουσκώνει, το κουταλάκι στο μπρίκι, οι ατελείωτες ιστορίες από το παρελθόν, τα αυγά που πουλούσε στην κατοχή για να επιβιώσει, οι συγγενείς που εκτελέστηκαν στα μαύρα χρόνια, ο θάνατος και ο έρωτας, τα δάκρυά του όταν έφυγε η μητέρα… Θεέ μου, πόσες εικόνες! Ένα χαρμάνι από αναμνήσεις! Η θρυμματισμένη κούπα ήταν το τέλος της προηγούμενης ζωής μου. Έπρεπε να αλλάξω σελίδα μ’ αυτόν τον βίαιο τρόπο. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο καφές ήταν το πρόσχημα για να είμαστε κοντά ο ένας με τον άλλον και για να μεταγγίζεται το παρελθόν στο παρόν σταγόνα-σταγόνα και γουλιά-γουλιά.
Μόλις ήρθε η κόρη μου και ετοιμάζω τον καφέ μας έτσι, όπως τον ετοίμαζε και ο δικός μου πατέρας. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται.
Βιογραφικό
Η Αντωνία Παπαδάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1963. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., διδάκτωρ Αρχαιολογίας και διδάκτωρ Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της ίδιας σχολής. Έχει συμμετάσχει ως εισηγήτρια σε πολλά συνέδρια και σεμινάρια, ενώ άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε πρακτικά συνεδρίων και φιλολογικά περιοδικά. Υπηρέτησε ως φιλόλογος και ως Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει βιβλία ιστορικού περιεχομένου και πρόσφατα ένα μυθιστόρημα (Θάλαμος 312, εκδόσεις Εντύποις).
Τόνια μου ει αι εξαιρετικό, βιωματικο, κανείς τον αναγνώστη να ζει μαζί σου και δικά του βιώματα. Συγχαρητήρια. Συνέχισε έτσι δυναμικά. Φιλιά Χριστίνα Αργυροπουλου
Χαίρομαι, Χριστίνα μου, αν μπορώ να αγγίξω τον αναγνώστη. Αυτός είναι και ο στόχος μου. Με παροτρύνεις και σ” ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό.