Κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ο χρόνος σμιλεύει αργά αλλά αδυσώπητα τη μορφή μου. Δεν ξεγελιέται και ας προσπαθώ να του ξεφύγω. Εις μάτην. Είναι ορατά τα σημάδια του και αιχμηρά τα τραύματα που μου προκαλεί. Καρφώνω το βλέμμα μου στο πρόσωπό μου. Τι περίεργο! Ολοένα και περισσότερο μοιάζω στη μητέρα μου. Ίδιο χρώμα ματιών, ίδιες γωνίες προσώπου, ρυτίδες στα ίδια σημεία. Παιχνίδια της φύσης. Έτσι, για να μην ξεχνάς ποτέ και για να μπορείς να ζεις στο διηνεκές μέσα στο σώμα του άλλου. Αφήνω το βλέμμα μου να χωθεί βαθιά μέσα στην κόρη των ματιών μου, να περπατήσει τους δρόμους του μυαλού μου και να ξεθάψει λησμονημένες εικόνες.
Μάνα θυμάσαι που μου έμαθες να ζωγραφίζω; Είχες αγκαλιάσει ζεστά στη χούφτα σου το μικρό μου χέρι που κρατούσε το μολύβι και μου έδειχνες πώς να φτιάχνω ήλιους και πουλιά και θάλασσες και ψάρια και λουλούδια… Και ύστερα με έμαθες να κεντώ. Πρώτα σταυροβελονιά και ύστερα κομπλέν. Και εγώ μπερδευόμουν με όλες εκείνες τις πολύχρωμες κλωστές αλλά δεν με πείραζε. Ξέρεις κάτι; Δεν μου άρεσε ποτέ το κέντημα και ας κεντούσαμε με τις ώρες. Δεν στο είπα ποτέ. Αυτό που μου άρεζε ήταν ότι ήσουν κοντά μου και οσφραινόμουν τη μυρωδιά σου. Ένιωθα την πολυπόθητη γαλήνη και ασφάλεια που προσφέρει η αγκαλιά της μάνας. Και όταν ήρθε η ώρα να μου μάθεις να μαγειρεύω; Θυμάσαι; Στεκόσουν από πάνω μου να μου μάθεις τα υλικά, τα μπαχαρικά, τα βότανα, τα λαχανικά…Και μετά πώς συνδυάζονται όλα αυτά; Αλίμονο, αν ξεχνούσα τις σταφίδες από τα γεμιστά ή αν δεν έβαζα κανέλα στο κοκκινιστό κρέας. Η κανέλα έμπαινε παντού: στον χαλβά, στο ρυζόγαλο, στο κρέας, στον κιμά, στα φασολάκια…Το σπίτι μας μύριζε κανέλα. Όμως, πάντα έλεγες:
«Δεν θα βιάζεσαι στο μαγείρεμα. Σε χαμηλή φωτιά η κατσαρόλα, αργές κινήσεις με την κουτάλα. Μύρισε, δοκίμασε, άγγιξε. Και μην ξεχάσεις ποτέ. Το φαγητό, όπως και όλα τα άλλα στη ζωή, θέλει αγάπη. Όσο περισσότερη αγάπη δώσεις τόσο πιο νόστιμο θα γίνει. Αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας. Και, κυρίως, να μάθεις να ακούς τον άλλον». Πόσο δίκιο είχες; Και εσύ με άκουγες με υπομονή. Άκουγες τα παράπονά μου, τα ξεσπάσματά μου, τις επιθυμίες μου, τους έρωτές μου… Και εσύ πάντα μια μεγάλη αγκαλιά.
Όμως, μάνα δεν σου συγχωρώ κάτι. Δεν με προετοίμασες ποτέ για εκείνα που θα έρθουν, για τον πόνο που σου ξεσκίζει τα σωθικά. Δεν μου είπες πόσο πονάει να σου κρατώ το χέρι στο κρεβάτι του νοσοκομείου, να πέφτουν στις χούφτες μου τα όμορφα μαλλιά σου μη αντέχοντας τις θεραπείες, να σε λούζω και εσύ ανήμπορη να χάνεσαι ανάμεσα στο τώρα και το αύριο, να βυθίζεσαι για μέρες σε κώμα και όταν ξυπνάς να μου λες: προχώρα, να είσαι δυνατή. Όχι μάνα. Δεν ήμουν δυνατή όταν σου σκούπιζα τα τελευταία δάκρυα, όταν άκουσα την τελευταία ανάσα σου, όταν σκέπασα το πρόσωπό σου με το λευκό σεντόνι. Συγγνώμη μάνα που δεν ήμουν τόσο δυνατή. Σου ζητώ συγγνώμη όμως για κάτι άλλο που ακόμα με παιδεύει. Δεν πρόλαβα να σου πω το σ’ αγαπώ. Δεν πρόλαβα και ας είχα τόσα χρόνια μαζί σου. Τι κόστιζε, μωρέ, να εκστομίσω αυτές τις δυο λεξούλες! Ένα «σ’ αγαπώ» ήταν. Και το άξιζες ρε μάνα. Συγγνώμη.