Δεν τού ‘μαθαν να κλαίει
από χαρά ή από λύπη.
Στη χαρά ή στη λύπη
έτρεχε παίζοντας,
έτρεχε πολεμώντας,
έτρεχε δουλεύοντας.
Όταν ξαφνικά
σαν πέρασαν τα χρόνια
βρέθηκε σ’ ένα κλειστό δωμάτιο
τα έχασε
βλέποντας τα πόδια του
ν’ αχρηστεύονται.
Τ’ αφησε να γίνουνε ρίζες.
Αυτός όμως μαράθηκε.