Skip to content
ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ
Στη μητέρα μου
Είχε δυσκολευτεί ν’ αποφασίσει.
Προσπαθούσε να τους πείσει πως είχαν λάθος,
πως τίποτα το εγωιστικό δεν έκρυβε η άρνησή του.
Κάποτε σταμάτησε να αντιδρά.
Είδε ξανά τη μικρή γωνία δίπλα στο παράθυρο
με τ’ ανοιχτό βιβλίο.
‘Εσκυψε πάλι στη σανίδα
που ξέφευγε από το παλιό χράμι
μαζί με το τρενάκι του.
Σύρθηκε στην αυλίτσα στρωμένη καραγκιόζηδες,
στρατιωτάκια και μικρές γυάλινες μπαλίτσες,
γυρεύοντας να σταθεί μπροστά στη γλάστρα της μπιγώνιας
που πότιζε άλλοτε κρυφά
με το σπέρμα μιας δύσκολης εφηβείας.
Τα έβλεπε όλα καθαρά.
Υπήρχαν μέσα του και γύρω του.
Τα πήρε μαζί του σαν έφυγε τότε με την εντύπωση
πως να, θα μπορεί να βρίσκει παντού
τεράστιες παχειές πολυθρόνες
στη σιγουριά μιας άλλης εποχής.
Βέβαιος γιαυτά που κρατούσε μέσα του,
τελικά συμφώνησε
για το αυτοκίνητο του γιού
και για το πιάνο της μικρούλας Ντόλης.
Από τότε όσα είχε κρατήσει, έγιναν ασήκωτα.
Χωμένος τώρα στις παχειές πολυθρόνες
του καινούργιου σαλονιού
υποβάλλεται αγόγγυστα σ’ ένα τεστ κοπώσεως,
που δε λέει να τελειώσει.
343
You Might Also Like