Το κίτρινο πονάει τα μάτια
Ακύλας Γ. Παπαδομανωλάκης
Ο Ακύλας Γ. Παπαδομανωλάκης, εφεξής Α. Γ. Π. για χάρη της συντομίας των αναφορών στο πρόσωπό του, ξεκινά την συγγραφική του πορεία το μακρινό πια 1992. Οι βάσεις δεδομένων φαντάζουν πια αλάνθαστες και με ακρίβεια λένε το πώς και το γιατί της γραφής. Τα επόμενα χρόνια νέες εκδόσεις πλουτίζουν το ποιητικό του έργο, ως την φετινή έκδοση της καλαίσθητης συλλογής των εκδόσεων Βακχικόν με τίτλο Το κίτρινο του χρόνου. Ο ποιητής, αναθέτει στην πρόζα του να κάνει την βρώμικη δουλειά, να σχηματίσει τις λέξεις που έχουν χαθεί πίσω από τα θειαφένια χρόνια. Το χρώμα του είναι το κίτρινο της φθοράς, της λήθης. Οι συνειρμοί του αρδεύουν την εποχή μας, αυτήν την μεταβατική περίοδο με το άρρωστο πρόσημο. Υπαινικτικές αναφορές στα σύμβολα και τα πρόσωπα και τις αισθητικές της νέας χιλιετίας που γυρεύει τον ρυθμό και τα χαρακτηριστικά της.
Η ανάγκη, η απουσία, ο έρωτας, η μνήμη συνιστούν τα δομικά υλικά της συλλογής του. Ο φόβος του ονείρου, η ατολμία του είδους μας που λάμπει ως αδυναμία εγγενής και αξεπέραστη, τα είδωλα που γκρεμίζονται μες σε μια νύχτα για να παραχωρήσουν την θέση τους στα καινούρια ρεύματα συνθέτουν μερικούς από τους βασικούς τόνους που στην περίπτωση της παλέτας του Α. Γ. Π. αρκούν για να σχηματίσουν το κίτρινο του χρόνου που ήδη από το εξώφυλλο των εκδόσεων Βακχικόν, λάμπει ως άλλος χρυσός στίχος. Λέξεις μαρτυρίες των κύκλων που συμπληρώνουν τις διαμέτρους τους, το σοφό χέρι της εμπειρίας που δίνει στα αισθήματα την αληθινή τους θέση μες στο ατομικό, αξιακό σύστημα του ποιητή. Δίχως ομοιοκαταληξίες, αφού οι εποχές διαδέχονται η μια την άλλη με ταχύτητα φωτός και πάει καιρός που η δόξα του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου μεταμορφώθηκε σε μαρμάρινη ακινησία. Δίχως θέσεις σαφείς και διατυπώσεις στα όρια του ποιήματος, που εκτελούν το καθήκον τους στιγμές μετά την ανάγνωση, εκπληρώνοντας τον στόχο των υπαινιγμών που κρατά ζωντανή την ποιητική δημιουργία. Με τον δικό του τρόπο ο Α.Γ.Π. χαρτογραφεί τα χρόνια που μας βρίσκουν εδώ, παραδομένους στις συγκυρίες, τις πιθανότητες, τις απώλειες και την απόσταση. Πυκνώνει τα σήματα, επιστρέφει στις φωνές που τον συντροφεύουν κλειδωμένες στους λαιμούς τους, εικονογραφεί την ζωή με τα βήματά της, προικίζει το συλλογικό με το ατομικό αποτύπωμα που υδατογραφείται στα πλαίσια παράδοξων τόνων, χρωματικών. Θυμάται φίλους, πράγματα, στοργικές πράξεις, όπως ένα χτύπημα στον ώμο, ανασύρει σκιές μέσα από την λήθη. Κανείς δεν χάνεται και κανείς δεν σκορπιέται στο Κίτρινο του Παπαδομανωλάκη, μόνον η αίσθηση της φύσης και της αλήθειας που μπορούν την ίδια στιγμή να είναι ουρανός και θάλασσα. Οι δικοί του θεοί ήταν λαϊκοί και έπεσαν σε δυσμένεια εδώ και χρόνια. Όλα τα υπάρχοντά του στοιχειώνονται στο πάτωμα και το όνειρο της επόμενης νύχτας που προσμένει στο οπισθόφυλλο της συλλογής για να ανάψει στο στερέωμα του ποιητή και το δικό μας στερέωμα, προλογίζεται από μια άγνωστη, δική του φωνή.
Η συλλογή των εκδόσεων Βακχικόν δίνει μια ασφαλή εικόνα της ποιητικής εργασίας του συγγραφέα. Με επιλεγμένες πρόζες του από παλαιότερες συλλογές αποδίδει τις τιμές που αρμόζουν στο χρονικό της προσωπικής του γραφής. Δίχως να απομακρύνεται από την ανάδειξη των εσωτερικών σχέσεων που ορίζουν τους δεσμούς των πραγμάτων, δίνει μια αίσθηση ασφαλή των πολύ τρυφερών λέξεων, αυτού του γαλάζιου γυαλιστερού που παραμένει κρυμμένο μες στον στίχο, συντηρώντας την ζωηράδα του χρώματος, μπολιάζοντας λέξεις και σώματα με το ιριδίζον αίσθημα ενός φυσικού κόσμου που αλλάζει, γκρεμίζεται, αγαπιέται, παραφέρεται, αλλάζει ηλικία και καταστρέφεται αργά.
Το βλέμμα του ποιητή προσηλώνεται στα περασμένα με την ευαρέσκεια που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο πάλκο τιμών και αναμνήσεων. Τα όνειρά του, υαλικά που τώρα πεθαίνουν πάνω στους λόφους των ποιητών, κάτω από τόνους ήλιου και σιωπής, θυμίζουν γίγαντες που αρκεί το παράγγελμα του ποιητή για να παίξουν με τα σύννεφα, τις καταιγίδες, την ανάμνηση. Οι πρόζες του Α.Γ.Π. στηρίζουν την ύπαρξή τους σε ένα υλικό επικοινωνίας, όπως τιτλοφορείται η δημιουργία που σφραγίζει τα προλεγόμενα του ποιητή. Και μοιάζει πως αυτή η υπόθεση άλλον σκοπό δεν έχει παρά να αποκαλύψει τα κλειδιά του ποιητή. Με αυτά θα ξεκλειδώσει την ψυχή μας, με ένα ρετάλι ουρανό και με όσα φέρνει στο ευαίσθητο αισθητήριο του η μυρωδιά της ασφάλτου. Η εποχή μας θυμίζει κακοπαιγμένο χορικό και ο Α.Γ.Π. αποζητά την έξοδο του κινδύνου. Μισός φαντασία, μισός εμπειρία συγγενής με την εποχή και το ύφος της, ο κ. Παπαδομανωλάκης επιστρατεύει την φαντασία του για να σμίξει τα ετερόκλητα μιας βιογραφίας. Ωστόσο η δική του φαντασία δεν λειτουργεί χωρίς συνείδηση αποδίδοντας ως επίλογο τον θεμελιώδη σκοπό της ποιητικής δημιουργίας.
Ο Πάπλο Νερούδα επισημαίνει στα Ημερολόγιά του πως ο νεαρός ποιητής δεν μπορεί να γράψει αν δεν φλέγεται από το συγκλονιστικό συναίσθημα της μοναξιάς. Ωστόσο, αν ο Χιλιανός, νομπελίστας ποιητής κάνει ένα λάθος είναι πως αυτή ακριβώς η μοναξιά που δίνει ζωή στο χαμοζωισμένο κορμί της δημιουργίας υπερβαίνει τις ηλικίες και ίσως καθιστά τον Ακύλα Γ. Παπαδομανωλάκη, έναν ολοκαίνουριο ποιητή που στηρίζει το στυλ του στο ύφος της εποχής του. Όταν όλα ησυχάζουν ο ποιητής ουρλιάζει ξυπνώντας την μουσική που περιμένει μες στον παγωμένο, παλιό κόσμο. Η ζωή των στίχων του αφορά την λαμπρή συνέπεια εκείνης της χρόνιας νόσου, που λέγεται ελπίδα και υποθάλπει κάθε επιστήμη και κάθε τραγούδι. Στήνει την μουβιόλα του και φτιάχνει μονταρισμένα πλάνα από την δική του, την δική σου, την δική μου περιπέτεια. Το Κίτρινό του Χρόνου κρατά την λάμψη του και φέγγει πίσω από την ανώνυμη σκόνη που πλανάται και μας παρασέρνει.