«Άντες, πάμε στο δεντρό μας», μου ψιθύρισες στ’ αυτί μόλις σου είπα τα καθέκαστα. (…) Γροίκα εδά το σχέδιό μου. Εγώ, μαθές, γυμνάζομαι κι είμαι εκειά κοντά να την πετύχω ετούτηνά την αυτοσυγκέντρωση. Τοτενέ, θα μερώσω έναν κόρακα και θα τον διατάξω να μαθαίνει τα μαντάτα σου από τσ’ άλλους τσι κοράκους, εκειά που θα ’σαι -ήντα αυτοί είναι παντού- θα ’μαι κι εγώ σιμά σου να σ’ ακλουθώ. Άμε δα και μη σκιάζεσαι!»
Τώρα σε πίστεψα δεν σε πίστεψα, πάντως με βόλευε. (…) Με τον καιρό το συνήθισα και καθόλου δεν μ’ απασχολούσε η αληθοφάνειά του. Βρέθηκα πολλές φορές σε δύσκολη θέση, ακόμα και στου χάροy τα δόντια και τότε στρεφόμουν στα δέντρα, να πάρω δύναμη ν’ αντέξω.
(Απόσπασμα, απ’ τους «Κοράκους», του πρώτου, από τα έξι διηγήματα της συλλογής)