Το Νεφελώδες Όνειρο των Εννέα γράφτηκε από τον Κορεάτη Κιμ Μαν Τσουνγκ, Μεγάλο Δάσκαλο της Λογοτεχνίας και προϊστάμενο της Κομφουκιανής Ακαδημίας που έζησε τον 17ο αιώνα. Εκείνη την εποχή ο Τσουνγκ βρισκόταν στην εξορία εξαιτίας των χαοτικών αλλαγών, των εξεγέρσεων, των εκτελέσεων και των δολοπλοκιών που πραγματοποιούνταν στην ιεραρχία της κυρίαρχης δυναστείας από τον βασιλιά Σουνκτζόνγκ του Τζοσόν. Σύμφωνα με τους ιστορικούς το βιβλίο γράφτηκε από τον Τσουνγκ για να ψυχαγωγήσει την μητέρα του στην οποία ήταν ολόψυχα αφοσιωμένος.
Η πολύπλοκη υπόθεση της ιστορίας ξετυλίγεται την εποχή του τέλους της δυναστείας των Τανγκ ( 618-906) όταν η Κορέα αποτελούσε μέρος της κινεζικής αυτοκρατορίας. Βασικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Σο γιου, ένας χαρισματικός νέος ο οποίος ξεκινά από την κατοικία του ερημίτη πατέρα του και φτάνει στην πρωτεύουσα όπου αριστεύει σ’ ένα διαγωνισμό ποιητικής σύνθεσης, κερδίζει την εύνοια του αυτοκράτορα με τη σοφία, τις διπλωματικές του ικανότητες και το θάρρος του στη μάχη, και ανέρχεται όλες τις βαθμίδες των αξιωμάτων για να γίνει αρχιστράτηγος λαμβάνοντας μέρος σε μια σειρά από εντυπωσιακές μάχες.
Σε όλη την διάρκεια της αφήγησης οι μεταμορφώσεις, οι μετεμψυχώσεις και τα περάσματα από τον πραγματικό στον φανταστικό κόσμο συμβαίνουν σα να είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό ενώ το μυθικό στοιχείο συμπλέκεται συχνότατα με το ιστορικό δημιουργώντας μια παράξενη αίσθηση. Η ιστορία παρόλο που κινείται στον ονειρικό κόσμο αντικατοπτρίζει μια εποχή συγκρούσεων και αναταραχής καθώς τα σύνορα άλλαζαν συνεχώς και τα όρια των βασιλείων επανατοποθετούνταν κατά τις κοσμογονικές αλλαγές που λάμβαναν χώρα στην μεσαιωνική Κίνα. Στις σελίδες του Ονείρου των Εννέα μπορεί να βρει κανείς και αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα στις σκηνές ιδιαίτερα όπου περιγράφονται οι γραπτές εξετάσεις στις όποιες έπρεπε να υποβληθούν οι νέοι για να γίνουν μέλη της αριστοκρατικής γραφειοκρατίας. Η διήγηση πλαισιώνεται από τους έρωτες του πρωταγωνιστή για πολλές πανέμορφες γυναίκες οι οποίες θα τον εμψυχώσουν στην προσπάθεια υπέρβασης των γήινων και στην άνοδο του στην υπέρτατη διάσταση του βουδισμού που αποτελεί και το βασικό ηθικό μοτίβο της υπόθεσης .
Οι μελετητές έχουν εντοπίσει ομοιότητες του Ονείρου Των Εννέα με τον Σιντάρτα του Χέρμαν Έσσε όπου επίσης ο ήρωας αποφασίζει να δοκιμάσει την κοσμική και την υλική πλευρά της ζωής πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όλες αυτές οι δραστηριότητες αποτελούν μια μάταιη αναζήτηση και η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στην υπερβατική φιλοσοφία που οδηγεί το πνεύμα σε σφαίρες ανώτερες. Η διαφορά στην αφήγηση του Τσουνγκ έγκειται στην μοναδική λεπτότητα της γραφής του που φέρνει στο νου τα πιο φίνα επιτεύγματα της κινέζικης ζωγραφικής με τις λεπτές αποχρώσεις, τα αέρινα σχέδια, την προσοχή στη λεπτομέρεια, τις μαλακές επιφάνειες και τα υπέροχα τοπία που παραπέμπουν σ’ έναν άλλο κόσμο, ονειρικό, αναδεικνύοντας την τέχνη ως τον φορέα μέσω του οποίου ο άνθρωπος προσεγγίζει την φιλοσοφία και την ομορφιά της ύπαρξης .
Το βιβλίο αποτέλεσε ένα από τα πιο αγαπημένα αναγνώσματα των Κορεατών, ειδικά των γυναικών, από την εποχή που γράφτηκε ενώ ήταν το πρώτο έργο της κορεατικής λογοτεχνίας που μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1922 από τον καναδό James Scarth Gale o οποίος είχε ζήσει στην Κορέα ως μέλος μιας χριστιανικής αποστολής του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Εκτός από τα ποιητικά αποσπάσματα που διανθίζουν το κείμενο και είναι αντιπροσωπευτικά κομμάτια της κινεζικής και της κορεατικής ποίησης, υπάρχουν σημεία πραγματικά συγκινητικά, που εκφράζουν την νοσταλγία του Τσανγκ για τον τόπο καταγωγής και για την αγαπημένη μητέρα του όπως το παρακάτω υπόμνημα -αίτημα όπου ο Σον Γιου παρακαλεί τον αυτοκράτορα να του χορηγήσει άδεια για να επισκεφτεί τον τόπο των προγόνων του: « Με ταπεινή καταγωγή από τη χώρα του Τσο είχα μόνο δύο τρία χωράφια γα να ζήσω… Πήρα τον λόγο της μητέρας μου, τον έγραψα στην καρδιά μου και ποτέ δεν τον ξέχασα… Δείτε με τώρα στην υψηλότερη θέση του τόπου , πρώτο ανάμεσα στους συνομήλικους μου… Ζω στο όμορφο σπίτι μου όσο εκείνη ζει στην ψάθινη καλύβα, τρώω ωραίες λιχουδιές όσο εκείνη τρώει τα χειρότερα. Έτσι ζω στην πολυτέλεια και αφήνω την μητέρα μου στη φτώχεια και την ντροπή, αγνοώντας τους θεμελιώδεις κανόνες και αποτυγχάνοντας στο καθήκον του γιου … Αν ανέβω στους λόφους και καλέσω τα σύννεφα να της δώσουν τους χαιρετισμούς μου δεν θα με προσέξουν, έτσι η καρδιά μου πονάει…»