You are currently viewing Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι ( στ. 466-519 ) : Μτφρ. Γεωργία Παπαδάκη   

Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι ( στ. 466-519 ) : Μτφρ. Γεωργία Παπαδάκη  

          Το να σας πιάνει οργή μεγάλη, γυναίκες, για τον Ευριπίδη

       με τέτοια πράγματα απαίσια που ακούτε,

       παράξενο δεν είναι, μήτε και το να βράζετε απ’ το κακό σας.

       Γιατί κι εγώ η ίδια βέβαια  ‒ νά, έτσι, τα παιδιά μου να χαρώ! ‒

       αυτό τον άνθρωπο τονε μισώ, μιας και μουρλή δεν είμαι.

       Μα πρέπει να το καλοεξετάσουμε το πράγμα μεταξύ μας,

       αφού είμαστε μόνες μας και ό,τι πούμε εδώ

       δεν πρόκειται να πάει παραπέρα.

       Γιατί, λοιπόν, για τα κουσούρια που ’χουμε κατηγορούμε εκείνον

       και μας βαριοκαρδίζει που μίλησε για δυο, θες τρεις βρομοδουλειές μας,

       κι ενώ ξέρει πολύ καλά πως κάνουμε μυριάδες;

       Νά, πρώτη και καλύτερη εγώ, η αφεντιά μου,

        ‒ για να μην πω για άλληνε ‒

         αναγνωρίζω μέσα μου πολλά παραστρατήματά μου.

        Κι εκείνο ήτανε μαθές το πιο βαρύ απ’ όλα,

        τότε που νύφη ήμουνα μόλις τριών μερών,

        και πλάι μου ο άντρας μου κοιμόταν ξαπλωμένος.

         Μα έλα που ’χα κι έναν αγαπητικό,3τον άνθρωπο τον ίδιο,

         αυτόν που όταν ήμουνα επτά χρονών μ’ είχε ξεπαρθενέψει!

         Τούτος, από τον πόθο του για μένανε

          ήρθε και έξυνε την πόρτα· αμέσως τον κατάλαβα

          και κάνω στα κρυφά να κατεβώ απ’ το κρεβάτι.

          Και με ρωτάει ο άντρας μου: « Πού πας και κατεβαίνεις;»

          « Ε, πού να πάω, άντρα μου; Νά, μ’ έχει πιάσει κόψιμο,

          πονάει η κοιλιά μου· πάω λοιπόν στον καμπινέ».

          « Α, άντε τότε, τράβα». Και έπειτα εκείνος

          έτριβε κεδροκούκουτσα, άνηθο και φασκομηλιά,4

          κι εγώ, από την άλλη, έριξα μπόλικο νερό

          στους στρόφιγγες της πόρτας5 και για τον γκόμενο ξεπόρτισα.

          Και ύστερα, εκεί σιμά, στου Αγυιέα6 το βωμό,

          βρέθηκα ν’ ακουμπώ σκυφτή για να τον έχω τουρλωμένο,

          ενώ κρατιόμουν απ’ τη δάφνη του.7

          Αυτά ποτέ του, όπως βλέπετε, δεν τα ’πε ο Ευριπίδης.

          Μηδέ πως κι απ’ τους δούλους κουτουπωνόμαστε και από μουλαράδες,

          εάν δεν έχουμε κανέναν άλλον, όχι, μήτε κι αυτό το λέει.

          Μήτε πως όταν κάποιος μας πετάει τα μάτια έξω ολονυχτίς,

          πρωί-πρωί μασάμε σκόρδα με μανία,

          έτσι που σαν γυρίσει ο άντρας μας από του τείχους τη σκοπιά,

          να τονε πάρει η μυρουδιά και να μην ψυλλιαστεί

           πως κάναμε καμία προστυχιά.

           Βλέπεις, αυτά ποτέ του δεν τα είπε εκείνος ώς τα τώρα.

           Και αν τη Φαίδρα την κακολογεί, ελόγου μας τι μας ενδιαφέρει;

            Ααα! Μηδέ και κείνη την περίπτωση την έχει πει ακόμη,

            που ένα θηλυκό, δείχνοντας, λέει, το σάλι της στον άντρα της

            στο φως της μέρας να το δει πώς είναι,     

            τον γκόμενο κουκουλωμένο τον ξαπόστελνε·

            όχι, αυτό δεν το ’χει πει ακόμη.

            Και ξέρω κι άλλη μια γυναίκα

            που ’κανε δα ότι κοιλοπονούσε δέκα μέρες,

            ώσπου βρήκε κι αγόρασε ένα μωρό.8

              Κι ο άντρας της εδώ κι εκεί τριγύρναγε,

              για ν’ αγοράσει φάρμακα που θα συντόμευαν τη γέννα·

              και νά σου μια γριά! ΄Εφερνε μέσα σε μια χύτρα το μωρό,

              που για να μη φωνάζει, του ’χαν το στόμα του στουπώσει με κερί.

              Σε λίγο, μόλις η κουβαλήτρα έγνεψε, ευθύς φωνάζει η γυναίκα:

              « Αχ, φύγε, φύγε, άντρα μου,

              γιατί θαρρώ πως τώρα δα ήρθε η ώρα να γεννήσω!»

              Εμ βλέπεις, κλότσησε το βρέφος της χύτρας την κοιλιά (!)

              Κι εκείνος έτρεχε γεμάτος πια από χαρά,

              ενώ ελόγου της τράβηξε το κερί από το στόμα του παιδιού,

              και τούτο έβγαλε μια δυνατή τσιρίδα.

              Κατόπιν η σιχαμερή γριά, αυτή που είχε φέρει το παιδί,

              πάει στον άντρα τρέχοντας και χαμογελαστή του λέει:

              « Άντε ε ε, λιοντάρι έκανες, λιοντάρι, ολόφτυστο εσύ!

               Κι εκτός που όλα, βρε, μα όλα σ’ τα ’χει πάρει,

               ακόμη και το τσουτσουνάκι του είν’ ίδιο το δικό σου,

               στραβό σαν κουκουνάρι!»    

               Τι; Δεν τις κάνουμε εμείς αυτές τις ατιμίες;

                Ε, μά την Άρτεμη, και βέβαια τις κάνουμε!

                Και ύστερα, μαθές, αγανακτούμε με τον Ευριπίδη,

                όταν τίποτε πιότερο δεν πάθαμε απ’ ό,τι κάναμε εμείς;  

Η κεντρική ιδέα, πάνω στην οποία στηρίζει ο Αριστοφάνης την πλοκή αυτής της κωμωδίας, είναι η οργή των Αθηναίων γυναικών κατά του επικριτή τους, του Ευριπίδη, και η θέλησή τους να τον τιμωρήσουν για τις τόσες κατηγορίες που εκτόξευε εναντίον τους.
     Το έργο αρχίζει με τον Ευριπίδη, ο οποίος μαζί με έναν γέρο συγγενή του, τον Μνησίλοχο, επισκέπτεται τον ομότεχνό του, τον ποιητή Αγάθωνα,1  ανήσυχος και ζητάει τη βοήθειά του. Του εξηγεί ότι οι γυναίκες, που γιόρταζαν εκείνες τις μέρες τα Θεσμοφόρια,2 συνωμοτούν εναντίον του και πρόκειται να συνεδριάσουν για να αποφασίσουν πώς θα τον εκδικηθούν. Τον παρακαλεί, λοιπόν, έτσι που είναι γυναικωτός, να μεταμφιεστεί σε γυναίκα και να πάει στη συνέλευσή τους για να τον υπερασπιστεί. Ο Αγάθων βρίσκει την πρόταση πολύ επικίνδυνη, την απορρίπτει, και προσφέρεται να εκτελέσει την αποστολή ο Μνησίλοχος. Ο Ευριπίδης τον ετοιμάζει· τον ξυρίζει, του βάζει γυναικεία ρούχα που τους δίνει ο Αγάθων και τον στέλνει στο Θεσμοφόριο. Ο γερο-Μνησίλοχος έρχεται στο ιερό, τρυπώνει ανάμεσα στις γυναίκες, και η συνέλευση αρχίζει. Πρώτα παίρνουν τον λόγο δύο γυναίκες κατήγοροι του Ευριπίδη. Ακολουθεί ο μασκαρεμένος Μνησίλοχος, που αντί να συνεχίσει την επίθεση κατά του ποιητή εναρμονισμένος με την επικρατούσα διάθεση, διαμαρτύρεται για τη μεγάλη καταφορά εναντίον του, βγάζοντας τα άπλυτα των γυναικών στη φόρα.
  
Ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών, οι γυναίκες τού ορμάνε και…
                η συνέχεια στο αριστοφανικό κείμενο.

 

 

 Σημειώσεις:
1) Διάσημος Αθηναίος τραγικός ποιητής (448/6 – 401 π. Χ.), σύγχρονος του Ευριπίδη. ΄Ηταν γόνος πλούσιας οικογένειας, με εντυπωσιακή ομορφιά, θηλυπρεπής σύμφωνα με τη σατιρική περιγραφή του που δίνει σ’ αυτή την κωμωδία ο Αριστοφάνης. Το συμπόσιο το οποίο περιγράφει ο Πλάτων στον φερώνυμο διάλογό του πιστεύεται ότι είναι το δείπνο που παρέθεσε ο ποιητής στο σπίτι του για να γιορτάσει την πρώτη του νίκη σε δραματικούς αγώνες.  
2) Θεσμοφόρια ( θεσμά + φέρω ): η αρχαιότερη πανελλήνια γιορτή προς τιμήν των θεσμοφόρων  θεών, της Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης. ΄Ηταν αποκλειστικά γυναικεία γιορτή, απροσπέλαστη από τους άνδρες, διαρκούσε τρεις ημέρες και τελούνταν κάθε φθινόπωρο, για να ευνοηθεί η γονιμότητα της γης που είχε πρόσφατα δεχτεί τη σπορά, αλλά και αυτή των γυναικών. Λίγο καιρό πριν, οι γυναίκες έριχναν μέσα σε χάσματα γης γουρουνάκια, ψωμάκια ζυμωμένα σε σχήμα φαλλού ή φιδιού και κουκουνάρια. Αυτά τα πράγματα σε κατάσταση αποσύνθεσης πλέον ‒ τους λεγόμενους θεσμούς, κατά την επικρατέστερη άποψη,  που έδωσαν το όνομα στη γιορτή ‒ τα έπαιρναν κάποιες γυναίκες αργότερα, στη διάρκεια της γιορτής, και τα μετέφεραν στον βωμό του Θεσμοφόριου, του ιερού των δύο θεών· τα ανακάτευαν με σπόρους και κατόπιν τα διασκόρπιζαν στα χωράφια, για να βοηθήσουν την καρποφορία της γης.
 3) Καταπιεσμένη ήταν η γυναίκα στην αρχαιότητα, αλλά η παντρεμένη, απέναντι στη σεξουαλική ελευθερία του συζύγου, κατάφερνε και αυτή να αναπτύσσει ουδόλως ευκαταφρόνητη δραστηριότητα στον τομέα της μοιχείας.
4) Ετοίμαζε δηλαδή ένα στυπτικό παρασκεύασμα για τη γυναίκα του.
5) Προφανώς το νερό θα εμπόδιζε τους στρόφιγγες να τρίξουν.
6) Ἀγυιεύς: επίθετο του θεού Απόλλωνα, ως φύλακα και προστάτη των οδών (← ἀγυιά= οδός ). Συνεκδοχικά, και ο βωμός του θεού που υπήρχε έξω, στον δρόμο, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού.
7) Η δάφνη ήταν ένα από τα ιερά φυτά του Απόλλωνα.
8) Σκοπός του γάμου κάθε Αθηναίου πολίτη ήταν η απόκτηση νόμιμων τέκνων και κυρίως αρσενικών παιδιών, όχι μόνο για να τον φροντίσουν στα γεράματά του και να τον θάψουν σύμφωνα με τα επιβαλλόμενα έθιμα, αλλά και για να εξασφαλίσουν ‒ αυτό ισχύει για τους γιους ‒ τη συνέχεια της οικογένειας και της πόλης. Ο άντρας που δεν παντρευόταν θεωρούνταν πως δεν έκανε το πατριωτικό του καθήκον και τον περιφρονούσαν. Η στειρότητα συνεπώς μιας γυναίκας ήταν συνηθισμένη αιτία της αποπομπής της από τον άντρα της. Γι’ αυτό πολλές στείρες γυναίκες έκαναν τις έγκυες για να ξεγελάσουν τον άντρα τους και του παρουσίαζαν τον γιο που επιθυμούσε ‒ το παιδί το έβρισκαν από πρόσωπα που είτε έκλεβαν νεογέννητα είτε μάζευαν έκθετα νεογέννητα, νόμιμα ή νόθα, τα οποία εγκατέλειπαν συνήθως οι φτωχοί γονείς τους. Σημειωτέον ότι την έκθεση νεογέννητου τη θεωρούσαν νόμιμη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.