Ο ΟΡΜΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΡΝΙΑ
Είμαι η Εύα. Του βυθού το σκοτεινό σώμα και η γαλήνια ανάσα της μέρας. Οι γυναίκες στο νησί με φωνάζουν μάγισσα και οι άνδρες ονειρεύονται να κοιμηθούν μαζί μου στον όρμο του Μπουρνιά. Εκεί δίπλα στη θάλασσα, στα λίγα χαμόσπιτα που πλαισιώνουν τα ξενυχτάδικα μαγαζιά. Δεν ξέρουν τίποτε για μένα, μόνο ότι ήρθα ένα βράδυ με μία βάρκα και λίγους ακόμα επιζήσαντες από την απέναντι όχθη. Ντυμένη στα μαύρα και με πρόσωπο κρυμμένο στην καπνισμένη μαντήλα μου, κανένας δεν διερωτήθηκε ποια είμαι. Ούτε την νύχτα, όταν ο ταβερνιάρης τύφλα στο μεθύσι , άνοιξε την κλειδωμένη πόρτα μου με το δικό του κλειδί, κανείς δεν βρέθηκε να με σώσει από τα βρώμικα σαν μέγγενη χέρια του. Από τότε το σώμα μου ήταν ξένο για μένα. Μία παγωμένη γοργόνα .
Έμεινα στα χαμόσπιτα, ανάμεσα σε σώματα που ζέχνουν αλμύρα και στην αχλή των σέρτικων τσιγάρων, άρχισα να ξεχνάω σιγά-σιγά ποια είμαι.
Με τον καιρό έμαθα να κρύβω το σώμα μου μέσα σ΄ ένα κοχύλι.
Τις φεγγαροβραδιές οι γυναίκες ακούνε τον θρήνο μου από το βούκινο που κρατώ ενώ οι άνδρες βλέπουν μία γυναίκα ν΄ αναδύεται μέσα από ένα μεγάλο κοχύλι γεμάτο φως. Όμως καθώς λάμνουν γρήγορα και πλησιάζουν μαγεμένοι από την ομορφιά μου δεν βρίσκουν τίποτε πέρα από μία ψευδαίσθηση.
Τις νύχτες , όταν οι άνδρες έρχονται στο κρεβάτι μου εγώ δραπετεύω έξω από το κοχύλι μου. Τους αφήνω να περιδιαβαίνουν στον λαβύρινθο του όστρακου μου, ενώ εγώ ταξιδεύω στο δικό μου πράσινο λιβάδι γεμάτο λουλούδια.
Είμαι η Εύα της αθωότητας, το ξυπόλυτο κοριτσάκι με το ροζ φόρεμα και τα στολισμένα μαλλιά με μαργαρίτες. Η μητέρα πλέκει την δαντέλλα της κάτω από την φτελιά και εγώ μαζεύω λουλούδια για αυτήν. Θέλω να την κάνω ευτυχισμένη αλλά δεν τα καταφέρνω. Με φωνάζει Λέγκω, νομίζει ότι είμαι η αδελφή μου που πέθανε λίγο πριν γεννηθώ. Βλέπει στο πρόσωπο μου την μάσκα θανάτου που φορούσε η Λέγκω. Φοβάμαι. Κρύβομαι στο δάσος και μόνο η λύκαινα που έχασε από τον κυνηγό τα παιδιά της με χορταίνει με το μεστό από γάλα στήθος της.
Ούτε αυτοί οι ξένοι άνδρες με βλέπουν. Τυφλοί από λαγνεία το άδειο σώμα μου αγκαλιάζουν.
Μία τέτοια αφέγγαρη νύχτα κτύπησε η πόρτα μου. Ένας άνδρας γλίστρησε βιαστικά στο μισοσκόταδο του δωματίου μου. Σύρθηκε προς το κρεβάτι μου.
Φορούσε κομψό κουστούμι, κόκκινη γραβάτα και μπορ καπέλο. Δεν μπόρεσα να δω το πρόσωπο του . Ήταν καλυμμένο με ένα πράσινο μήλο. Ανακάθισα έντρομη στο κρεβάτι μου. Το ήξερα αυτό το άγουρο μήλο, ακόμα από τον καιρό που ζούσαμε μαζί. Ήταν ο Αδάμ που με πρόδωσε με το φίδι του κήπου μας
Έκτοτε υπάρχουμε χωρίς πατρίδα.
Τι παράξενο να μην έχει ωριμάσει ακόμη το πράσινο μήλο και αυτός να κρύβεται πίσω από αυτό; Πετάει τα ρούχα του , πέφτει στα γόνατα , ζητάει το σώμα μου, το χρειάζεται για να λυτρωθεί. Και εγώ για πρώτη φορά δεν γλιστράω έξω από το όστρακο . Χρειάζομαι και εγώ το δικό του σώμα για να θυμηθώ ποια είμαι. Η ένωση μας διαλύει την λήθη. Είμαι η Λίλιθ, η πρώτη γυναίκα του θεϊκού κήπου. Ματαιωμένο το φίδι τυλίγεται γύρω από το κηροπήγιο και καίγεται στην φλόγα του.
Κανένας δεν μπόρεσε να δώσει εξήγηση για την εξαφάνιση της Εύας. Ένα χαμόσπιτο δίπλα στη θάλασσα , ένα ανέγγιχτο δωμάτιο , ένα κερί λιωμένο και ένα πράσινο σάπιο μήλο σ’ ένα άδειο κοχύλι ήταν τα μόνα ίχνη της παρουσίας της.
.