ΤΟ ΞΕΝΟ ΣΩΜΑ
Το μπρούτζινο χέρι της πόρτας επίμονα κτυπούσε για να ξυπνήσει την μαμή και ας ήταν βαθιά μεσάνυχτα. Στο άνοιγμα της πόρτας, στο μισοσκόταδο, στεκόταν ο γνωστός όγκος της Θηρεσίας. «Είναι ώρα», είπε μονολεκτικά στη μαμή και χάθηκε αργόσυρτα στη στροφή του χωματόδρομου.
Η έμπειρη μαμή μάζεψε τα σύνεργα της γέννας και έτρεξε στο σπίτι της ετοιμόγεννης. Ήταν η πρώτη που κράτησε στα χέρια της την Αφροδίτη, αφού αυτή είχε ξεγεννήσει και την Θηρεσία. Ευχόταν να μην είναι εκεί ο αδίστακτος μέθυσος άνδρας της. Ήταν γνωστός τοκογλύφος που με δάνεια έσωζε τα θύματα του από την οικονομική καταστροφή και στη συνέχεια τα εκβίαζε μέχρι θανάτου. Έτσι εκβίασε την φτωχιά Θηρεσία να του δώσει την κόρη της, μόλις δεκαέξι χρονών κορίτσι, για να σβηστούν όλα τα χρέη τους. Η Αφροδίτη ήταν το πιο όμορφο πλάσμα σε αντίθεση με την παράξενη όψη της μάνας της.
Δεν θυμόταν πια το όνομα της, μια και την φώναζαν όλοι μάγισσα Θηρεσία. Είχε γεννηθεί αλμπίνος. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο, τα μαλλιά της σγουρά σαν ξεβαμμένος ξανθός θύσανος, τα μάτια ανόμοια, ένα γαλάζιο και ένα καστανό χωρίς βλεφαρίδες . Από πολύ μικρή άρχισε σταδιακά να μειώνεται η όραση της και έβλεπε μόνο σκιές. Όμως είχε ένα παράξενο χάρισμα που τρόμαζε τους γύρω της. Μέσα στο θολό κόσμο της όρασης, έβλεπε με τα μάτια της ψυχής και μάντευε τα μελλούμενα.
Δεν μπόρεσε να προστατέψει τον εαυτό, ούτε να αποδείξει ποιος ήταν αυτός που την βίασε. Το μόνο που της έμεινε ήταν η πολύτιμη Αφροδίτη της.
Το σώμα της με τον καιρό είχε παραμορφωθεί από παραπανίσιο λίπος και απόρριψη. Έμοιαζε σαν ένας κατάλευκος όγκος που κινιόταν αργά ή έμενε στάσιμος σαν φάρος. Παρόλα αυτά, κάτω από τα μαύρα φαρδιά φουστάνια της , έκρυβε μία μεγάλη αγκαλιά που χώραγε όποιον είχε ανάγκη.
Όταν η μαμή μπήκε στο σπίτι της ετοιμόγεννης, στην άκρη του κρεβατιού καθόταν αμίλητη η Θηρεσία. Έκλαιγε βουβά, ανήμπορη να προσφέρει στην κόρη της την βοήθεια που χρειαζόταν. Αν την πρόσεχε κανείς θα έβλεπε ότι ήταν τόσο λευκή σαν το χρώμα του θανάτου. Έτσι και αλλιώς τον είδε μέσα σε όραμα. Πάνω από το κρεβάτι της ετοιμόγεννης κόρης της οι τοίχοι ήταν βαμμένοι από κόκκινο αίμα και μάτια διάσπαρτα χωρίς βολβούς ήταν κολλημένα πάνω τους. Μέσα από ρωγμές έβγαιναν κορδέλες δερμάτινες και σήκωναν στον αέρα το κρεβάτι της κόρης της που έσταζε νερό, σαν να το είχαν ανασύρει μόλις από την γαλάζια λίμνη της πόλης τους. Από το ταβάνι, σαν τσαμπιά κρεμόταν μικρά παραμορφωμένα έμβρυα. Δύο μικρά λευκά πουλιά πετούσαν έξω από το φεγγίτη. Δεν μίλησε σε κανένα για ότι είδε.
Η μαμή με γρήγορες κινήσεις , άνοιξε το πάνινο τσαντάκι της όπου φύλαγε τα νυστέρια, τις κουτάλες, το λάβδανο για τις αποξέσεις και τις αιμορραγίες. Το πρόσωπο της Αφροδίτης ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Οι ωδίνες την είχαν εξαντλήσει μαζί με τις επαναλαμβανόμενες τελευταίες αποτυχημένες γέννες της. Γεννούσε νεκρά θηλυκά μωρά και ο άνδρας της θύμωνε γιατί ήταν ανίκανη να του χαρίσει αρσενικά. Την κατηγορούσε ότι τον πρόδωσε που παραμόρφωσε το σώμα της με λίπος και λύπες και έγινε τερατώδης, σαν την μάνα της. Ήταν η πρώτη αποτυχία του στην εξαγορά ψυχών.
Κάθε φορά που την πλησίαζε, η Αφροδίτη ένιωθε τον βιασμό. Όταν έμπαινε βίαια μέσα της έχανε τα όρια του εαυτού της. Έβγαινε από το βαρύ σώμα της και έτρεχε στο άγνωστο, μη μπορώντας να καταλάβει αν είναι παιδί ή γυναίκα.
Η μαμή τράβηξε τα σεντόνια που δεν μπορούσαν να κρύψουν πλέον το αίμα που είχε βάψει το λευκό νυχτικό της. Πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι της έμοιαζε με σφαχτάρι ανοιγμένο στα δύο. Παρακαλούσε την Αφροδίτη να προσπαθήσει για ώθηση του μωρού, αλλά το σώμα της δεν είχε κουράγιο ή δεν ήθελε πλέον να ωθήσει προς τα έξω άλλη ζωή. Ένιωθε την μήτρα της να μην συμμαχεί μαζί της.
Η μαμή τότε, παρόλο το βάρος της Αφροδίτης, την σήκωσε και με ένα δυνατό σπρώξιμο στην μέση με το γόνατο της, μπόρεσε το βρέφος να γλιστρήσει έξω από το ετοιμοθάνατο σώμα της .
Ήταν κορίτσι και μόνο μία ανάσα πρόλαβε να πάρει. Την ίδια στιγμή , με ένα τελευταίο σπασμό μάνα και κόρη φτερούγισαν έξω από το σώμα τους.
Η μαμή σκούπισε το ιδρωμένο πρόσωπο της και αγκάλιασε την Θηρεσία χωρίς να βγάλει μιλιά.
Ήταν ακόμη στο δρόμο για το σπίτι της η μαμή, όταν το σπίτι του τοκογλύφου, που λίγο πριν έβριζε με αναίδεια για την ατυχία του, φώτισε με τις τεράστιες φλόγες του την πόλη.
Ούτε μίλησε σε κανένα για την βαριά σκιά που είδε, την ίδια ώρα, να χάνεται στα βαθιά νερά της λίμνης, επιστρέφοντας εκεί από όπου είχε έρθει, για να συναντήσει ό,τι δικό της είχε χάσει.