ΑΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΤΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ
Στο καινούργιο του βιβλίο ποίησης Το παράδοξο του ζην ο Διονύσης Στεργιούλας μάς καλεί με τον ποιητικό του λόγο να παρακολουθήσουμε μαζί του την παραδοξότητα της ζωής. Από την αρχή, πριν ακόμη ξεφυλλίσει κανείς το βιβλίο, το εξαιρετικό εξώφυλλο (εικαστικό έργο του ιδίου) μας εισάγει στα ερωτήματα που αναδύονται μέσα από τα προσωπικά ερεθίσματα μιας καθημερινότητας που επαναλαμβάνεται ίδια αλλά πάντα με διαφορετικό πρόσωπο παραλλαγής ή αλλαγής. Η διεισδυτική ματιά του συλλαμβάνει εικόνες, μεταφορές και συμβολισμούς στον δρόμο, στο σπίτι, στο γραφείο, στην πορεία μιας τυχαίας μέρας που μοιάζει με αιωνιότητα. Ανεβαίνει και κατεβαίνει στα επίπεδα των σκέψεών του με άνεση έμπειρου στοχαστή και τολμάει να περπατήσει σε αχαρτογράφητες πορείες ουρανού και θάλασσας.
Στο εξώφυλλο αποτυπώνει την αέναη κίνηση της Συμπαντικής Ενέργειας και την εσωτερική ροή της, που άλλοτε συσπειρώνεται με εσωστρέφεια γύρω από το Εγώ και άλλοτε ξεδιπλώνεται ανιχνεύοντας στον έτερο άλλον «το παράδοξο του Ζην». Μέσα σε αυτή την δίνη της υπαρξιακής αναζήτησης, με γραμμική αλλά και κωδικοποιημένη επικοινωνία, καταφέρνει να έχει λευκά, και γιατί όχι τετράγωνα λογικά πλαίσια, όπου καταχωρεί τις νέες αντιλήψεις και εισάγει τις προσωπικές του διαδρομές. Παράλληλα μας καλεί μ’ ένα ερώτημα και έναν τρόπο αφύπνισης να προσέξουμε μαζί αυτό που τόσο άτεχνα μας διέφυγε. Γράφει:
«Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματα μας πού μας πάνε;»
Ο ποιητής στοχάζεται και ανά-στοχάζεται για τον χρόνο, αυτόν που έζησε και αυτόν που θα έρθει. Ανασκαλεύει τις απώλειες, τις λαθεμένες επιλογές, τις επαναλήψεις στο παρελθόν, στο παρόν ίσως και στο μέλλον. Βάζει στο μικροσκόπιο τις ιδέες για την προσωπική ευθύνη του καθένα. Μας μεταφέρει τόσο περίτεχνα, για να μην φοβηθούμε, στην παιδική ηλικία που όλα τα βλέπαμε με την σιγουριά της αθωότητας και της επιθυμίας.
«Η μέρα σου ξεκίνησε πολύ μονότονα
σ’ ένα κατάστημα που γνώριζες από παιδί.
Μπήκες στον χώρο με μεγάλη σιγουριά
αλλά δεν έβρισκες αυτό που ήθελες.
[…] σου είπαν ότι θα έπρεπε από καιρό
να το είχες αναζητήσει.»
Μας μεταφέρει στον χρόνο εκείνο που ξέραμε τι θέλαμε αλλά σήμερα δεν ξέρουμε. Μας θυμίζει ότι αυτό που ξέρουμε σήμερα είναι «αυτό που μοιάζει» με αυτό που θέλαμε, αλλά έχουμε ξεχάσει τι ήταν αυτό που θέλαμε. Πόσο οδυνηρό είναι να ακούμε από τον ίδιο τον εαυτό μας, τον ψεύτικο εαυτό, ότι αυτό που θέλαμε (αγκαλιά, φιλί, γάλα, βλέμμα και ό,τι άλλο) μας τελείωσε και δεν θα το βρούμε σε κανένα ράφι. Σπαρακτική η ματαίωση και η εσωτερική ακινησία, όταν ένας άλλος εαυτός ξέρει την συμπαντική ενέργεια του δημιουργικού εαυτού. Σκηνικό κόλασης, αντιστροφή της πραγματικότητας. Όλα παράδοξα, τυχαία, χωρίς εξήγηση και σκοπό.
Μετά πάλι ροή και κίνηση. Ο ποιητής ξεκινάει την αναζήτηση του «άλλου», μέσα από τον οποίο, σαν σε καθρέφτη θ’ αναγνωρίσει τον εαυτό του. Εικόνες συμβολικές, συναντήσεις συνηθισμένες και καινούργιες που ξαφνιάζουν, ανοίκειες, που δημιουργούν απορία και δισταγμό. Το κορίτσι με την μαύρη τσάντα, οι άνδρες με τις ομπρέλες, το φύλλο του δέντρου, μετά την καταιγίδα, που κρύβεται στην τσέπη, η ανοιξιάτικη μέρα, όλα αυτά που αργοπόρησες να τα φωτογραφίσεις ή να αποθηκεύσεις στις σελίδες του βιβλίου σου (του μυαλού σου), σε ξεπερνούν. Μία κατάσταση κενού. Όλα σαν μία κωμωδία, σαν κοροϊδία γραμμένη στα ξένα πρόσωπα των περαστικών.
«Και τότε είδες ξαφνικά πολλούς περαστικούς
να στρέφουν το κεφάλι τους στον ουρανό
και να κοιτούν ψηλά απορημένοι.»
Αφύπνιση. Νέα παρατήρηση του κόσμου που συνεχίζει να κινείται και να υπάρχει ερήμην σου. Στην βιτρίνα, αντί για πλαστική κούκλα ντυμένη στην μόδα, ένα μικρό εγκλωβισμένο γατάκι. Μία γυναίκα, η θηλυκή anima, κάπου την ξέρεις και ας μην θυμάσαι από πού, φωνάζει και παροτρύνει να μην το βασανίζεις και να το ελευθερώσεις. Η ψυχή ζητάει την ελευθερία της, δεν είναι η θέση της σε μία βιτρίνα σαν ψεύτικη persona.
Και η βροχή πάντα παρούσα σε κάθε επόμενο βήμα, σε κάθε επόμενη μέρα. Εκεί πάντα για να ρευστοποιεί τις ακαμψίες, να ξεπλένει τα ανείπωτα. Η βροχή, καταιγίδα ή νεροποντή, ακολουθεί την ροή του χρόνου και παρασύρει στους υπονόμους ό,τι βρει στον δρόμο της. Και εμείς, σύμφωνα με τον ποιητή, αφήνουμε ευκαιρίες ζωής να χάνονται στα υπόγεια ρεύματα κάτω από την γη. Ο δημιουργός με την φαντασία του αφουγκράζεται το παράδοξο της ζωής. Όλα περνούν μπροστά του διαστρεβλωμένα και παράξενα. Τίποτε δεν ταιριάζει με τις αντιλήψεις του.
«Η ώρα περνούσε και μαζί της
περνούσε ο χρόνος κι έφευγε.
Τα πρόσωπα των περαστικών
έμοιαζαν τώρα πιο γερασμένα
εκτός κι αν ήταν άλλα πρόσωπα
εκτός κι αν η βροχή είχε ξεπλύνει
όχι μόνο τον δρόμο αλλά και τα πρόσωπα.»
Η γλώσσα του ποιητή πάλλεται. Η μεταστροφή δημιουργεί κανάλια έμπνευσης. Το εγκλωβισμένο γατάκι τώρα είναι ένα πουλί, ένα σπουργιτάκι, ικανό να πετάει, να ταξιδεύει, να ζει τους σταθμούς του ταξιδιού του, αλλά να καίγεται από νόστο για την επιστροφή στην πατρίδα, σαν ένας Οδυσσέας που όλο ταξιδεύει και επιστρέφει, και φεύγει για μία νέα εξερεύνηση, χωρίς να σκέφτεται τον χρόνο.
Ο ποιητής συγκλονίζει τον αναγνώστη με την θέρμη και την αντίσταση στον χρόνο. Γράφει με πυρετό στίχους όπου, σαν ταινία χωρίς τέλος, συνεχίζει να παρακολουθεί το παράδοξο του ζην.
Τώρα ξαναβλέπει να περνούν, όπως στους κυκλικούς ιμάντες των αεροδρομίων, οι ίδιες εικόνες αλλά διαφοροποιημένες. Το κορίτσι έχει μία κόκκινη τσάντα, οι ομπρέλες είναι κόκκινες, οι δρόμοι έχουν γίνει λεωφόροι, η ρουτίνα δεν πνίγει και το σπίτι μπορείς να το κατοικείς, σαν να μην έφυγες ποτέ. Και μετά όλα άλλαξαν.
«Και τότε άκουσες μια μουσική θεσπέσια
να έρχεται από άγνωστη πηγή
μια μουσική που έσβηνε τους άλλους ήχους […].
Ένιωθες ότι μια ολόκληρη ανθρωπότητα
κρύβεται μέσα στο μυαλό σου
και γύρω σου ένα σύμπαν ανεξήγητο.»
Ο Διονύσης Στεργιούλας, με την ψυχική του ενέργεια, την ποιητική δεινότητα στον λόγο και την γραφή, την τόλμη να αγγίζει μνήμες ξεχασμένες και να ανιχνεύει εκ νέου δρόμους ξεκάθαρους από την ομίχλη της λήθης, μετουσιώνει την παραδοξότητα της ζωής σε βεβαιότητα και αναγνωρίσιμη αξία. Ενισχύει και φρεσκάρει τις απωθημένες επιθυμίες, επουλώνει παλαιά τραύματα και συμφιλιώνεται με τον «εσωτερικό εχθρικό και ελεγκτικό εαυτό».
Βουτάει και αναμοχλεύει τις υπόγειες ρίζες στον υπόγειο ασυνείδητο κόσμο του. Καθρεφτίζεται και αναγνωρίζει τα όρια στα πρόσωπα των άλλων. Επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει λάθη, γιατί έτσι πραγματώνει στον παρόντα χρόνο τις επιθυμίες του, αυτές που κάποτε στο μαγαζί της παιδικής ηλικίας του δεν μπόρεσε να αγοράσει.
Ο δρόμος της προσωπικής πορείας, αν και είναι ίσια γραμμή με αρχή και τέλος, δεν παύει να είναι ένας λαβύρινθος με πολλά ζικ-ζακ και αναστροφές, αλλά πάντα, με τον μίτο της ψυχής και τον έρωτα για ζωή, βρίσκει διεξόδους.
« Αν ήξερες πως μια ευθεία
κρύβει τόσους λαβύρινθους
αν ήξερες πως μια γνωστή διαδρομή
μπορεί να γίνει επικίνδυνο ταξίδι
θα έμενες όλη τη μέρα σπίτι
και θα απέφευγες με τρόπο έξυπνο
τις τρικυμίες του οδοστρώματος.»
Ευχαριστώ τον Διονύση Στεργιούλα που με το υπέροχο ποίημα και τον στοχασμό του δίνει την ευκαιρία και σ’ εμάς να ταξιδέψουμε μαζί του στο Παράδοξο του Ζην.
Βιογραφικό σημείωμα