THE DEAD CLASS
Βουβοί μ΄ αστέρι στο πέτο πορευτήκατε
σε δρόμους με θειάφι στρωμένους .
Γιατί τα χέρια με φόβο βαλσαμώσατε
και την δύναμη χάσατε σε βουβή κραυγή;
Σε λευκό τοίχο γυμνοί σταθήκατε
με απάθεια τον θάνατο περιγελάσατε.
Κομμάτια άγραφου χαρτιού τα κορμιά σας
έτοιμα για πολτοποίηση σε μεταλλικά φέρετρα.
Είδωλα βουβά τα παιδιά
σε άφιλους καθρέφτες κοιμήθηκαν
θυμίαμα κρυμμένο στης Γραφής τις σελίδες.
Τι είπε ο Σολομών, ρωτάει ο δάσκαλος
στην τάξη των άνεκρων μαθητών.
Απάντηση χωρίς φωνήεντα,
θρήνος σε διαθλασμένους γαλαξίες
για τον Δαυίδ και την χαμένη κιβωτό.
Ένας δισταγμός , ένα ναι και ένα όχι
ακούστηκε πίσω από την αυλαία.
Ο Δάσκαλος σιώπησε,
καθώς ως την αυγή
ο δήμιος στον χορό ακόνιζε μαχαίρια.
Πότε και που τελειώνει η κόλαση;
Χωρίς παιδιά, αγάπη και συγχώρεση
θα γεννηθεί ξανά παράδεισος ;
ΤΟ ΒΙΟΛΙ
Όρθιοι στο άδειο δωμάτιο
τρεις άγνωστοι άνθρωποι.
Εκείνος, ο ένστολος άνδρας
με το γκρίζο βλέμμα ανάμεσα μας.
Εμείς οι δύο, φορούσαμε
χρυσή βέρα στο χέρι μας
και στο μανίκι ραμμένο
το ίδιο κίτρινο αστέρι.
Πάνω στο ξύλινο τραπέζι
αφημένο ένα αμίλητο βιολί.
Εκείνος, διέταξε
με φωνή λεπίδι στην καρδιά μας
να παίξω για την ζωή μας.
Έφερα το βιολί στον ώμο μου
ενώ εκείνη έγειρε σιωπηλά πάνω του,
με το κρύο χέρι της ακούμπησε
στο σκληρό του μπράτσο.
Το ματωμένο δοξάρι στις χορδές
θρηνούσε την αγάπη μας .
Όταν στο τέλος μας οδήγησε έξω,
τα φορτωμένα με σκιές ανθρώπων
σιδερένια καμιόνια
αγκομαχούσαν στο παγωμένο χιόνι.
Τα ακολουθήσαμε στη γη της επαγγελίας,
Εκείνος, εμείς οι απέλπιδες
και ο απρόσκλητος θάνατος.