Το τελευταίο ταξίδι
Τρέχει το τρένο στις σιδερένιες ράγες,
τις πληγές του κρύβει
στο ρυθμό μιας επανάληψης,
χωρίς σταματημό.
Τικ, τακ τοκ, –τικ, τακ, τοκ
κι ο ήχος χάνεται στον χρόνο,
αόρατη σκιά τρέχει ξωπίσω.
.
Τρέχει το τρένο, με βαριά ανάσα συγκρατεί
στις στροφές του δρόμου τα βαγόνια.
Μάτια κλειστά οι επιβάτες,
μωρά βυζαίνουν σε ξέπνοες αγκαλιές
δάχτυλα στυφά γραπώνονται στο όνειρο.
Στιγμές φωτεινές και άχρωμες
Σχήματα φράκταλ σε τοπία
που ποτέ δεν είναι μεταξύ τους ίδια .
Κι άλλοτε πάλι σκοτάδι μαύρο
χρόνος άμετρος σε τούνελ
κι ύστερα άνοιγμα στο φως.
Τρέχει ο χρόνος στο ρυθμό του ρολογιού.
Τικ ,τακ, – τικ, τακ ,
Το άδειο δωμάτιο χωνεύει τον ρυθμό
μαζί και τις βουβές ανάσες του άνδρα
που καθηλωμένος στην πολυθρόνα
περιμένει την άφιξη της αμαξοστοιχίας
Μόνη η μηχανή κατευθύνεται στον τελευταίο σταθμό,
Τα άλλα βαγόνια κίνησαν για άλλο προορισμό.
Κοντεύουν μεσάνυχτα.
Το σφύριγμα σκεπάζει όλους τους ήχους
καθώς, μ΄ ένα ξεφύσημα καπνού
το τρένο εισβάλλει ως Αϊ-Βασίλης απ΄το τζάκι.
Όρθιος στο τιμόνι τώρα ο μηχανοδηγός
έτοιμος για το άλλο, το ανοίκειο ταξίδι.
Ο κύριος Τζόϋ
Πρώτος στη πρωινή σύναξη της πόλης
ο καλός πολίτης κύριος Τζόϋ.
Ταυτότητα σφραγίδα στο μέτωπο
τα επτά θανάσιμα προτερήματα.
Σώμα λιτοδίαιτο με νηστείες και προσευχές.
Μαύρο κουστούμι, λευκό πουκάμισο αγνότητας.
Χαμηλωμένο βλέμμα καθρεφτίζει την σεμνότητα
στα καλογυαλισμένα παπούτσια του.
Πλατύγυρο καπέλο σκιάζει το φως στα μάτια,
φύλακας φευγαλέας λάγνας επιθυμίας.
Πρόσωπο μάσκα, χαμόγελο συγκατάβασης
στις ανεπιθύμητες απαγορεύσεις.
Πιστός εργάτης της αρετής ο κύριος Τζόϋ.
Όταν πέσει η νύχτα ανάβει το κερί.
Γυμνός κατεβαίνει στο υπόγειο ,
στο κήπο των απολαύσεων
παρέα με τον Ιερώνυμο Μπος.
Τραπέζια γεμάτα εδέσματα και ποτά
στόματα λαίμαργα, παιδιά πείνας.
Σώματα ερπετά, καταβροχθίζουν το ένα το άλλο
μεθυσμένα με σάρκα και αίμα.
Υπηρετούν τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα.
Με πάθος ορμάει σε όλα ο κύριος Τζόϋ.
Ξένος επισκέπτης στον παράδεισο της ακολασίας,
οδηγείται παραβάτης των προτερημάτων στο δικαστή.
Αυτοστιγμεί διώχνεται από το κήπο των απολαύσεων,
Η καταδίκη του να μείνει για πάντα καλός.
Η μέρα βρίσκει τον κύριο Τζόϋ στο κελί της καλοσύνης.
Χρέος απλήρωτο να ζήσει για πάντα μ΄ αυτά.
Άοκνος της αρετής εργάτης ο καλός κύριος Τζόϋ.