Δεν ξέρω αν το όνομα μου είμαι εγώ. Δεν έχω μνήμες που να με περιέχουν. Ένα μόνο θυμάμαι. Μία πόρτα, σε άχρονο χρόνο, άνοιγε και έκλεινε σ΄ ένα μικρό σκοτεινό κελί. Μία πλάτη και ένα χέρι συναντιόνταν στην απόλυτη σιωπή. Το χέρι άφηνε ένα δροσερό υγρό και μία μαλακή νόστιμη μάζα. Αργότερα έμαθα ότι το έλεγαν νερό και ψωμί.
Δεν ήξερα ποιός ήμουν. Πως βρέθηκα σε αυτό τον τόπο, ούτε από που ήρθα και που πάω. Χρόνος άγραφος στο μυαλό μου. Μεγάλωνε το σώμα μου και δεν καταλάβαινα γιατί και πως. Πίστευα πως ήμουν το άχρωμο και άοσμο δωμάτιο. Οι τοίχοι υγροί και σκοτεινοί όπως ακριβώς ένιωθα εγώ. Όταν το φως έμπαινε από τις χαραμάδες έβλεπα τα χέρια και τα πόδια μου. Ήταν κολλημένα στο σώμα μου χωρίς να καταλαβαίνω αν μου ανήκουν. Όλες οι αρθρώσεις μου ήταν κλειδωμένες. Όμοια με άκαμπτη πόλη που οι δρόμοι ήταν μπλοκαρισμένοι χωρίς κίνηση και ζωή. Χωρίς εικόνες, χωρίς λέξεις, χωρίς ένα καθρέφτη που να αντανακλά την δική μου εικόνα, ένας άγνωστος είμαι. Όταν ξάφνου, μία απρόσμενη μέρα, το ανοίκειο χέρι και η πλάτη μου στο κελί πήραν μορφή. Ένα περίεργο ον, τον έλεγαν άνθρωπο, φάνηκε στην είσοδο του σκοτεινού δωματίου. Με ελευθέρωσε και μ΄ έβγαλε έξω στο κόσμο, έτσι έλεγαν ένα πλήθος ανθρώπων. Ένας βομβαρδισμός από πρωτόγνωρα πράγματα κατέκλυσαν την ζωή μου. Παράξενα όντα οι άνθρωποι. Έμοιαζαν με εμένα αλλά εγώ δεν έμοιαζα με κανένα από αυτούς. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν και γιατί ενδιαφέρονταν για μένα. Με ανέλαβαν δάσκαλοι και μάθαινα αφύσικα γρήγορα. Παρόλα αυτά φερόμουν ανόητα σε σχέση με αυτούς. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν αυτοί που ζούνε στις πόλεις είναι πιο έξυπνοι από εμένα. Δεν καταλαβαίνω γιατί μιλάνε πολύ, γιατί φωνάζουν ο ένας στον άλλο άγρια, πως και ασχολούνται όλη τη μέρα με το πολύ φαγητό, την μπύρα και τον ύπνο. Ούτε γιατί τα βράδια αγκαλιάζονται, φιλιούνται και γεννούν παιδιά.
Σίγουρα είναι ένας άγνωστος κόσμος για μένα. Νιώθω ξένος και αποσύρομαι στη σιωπή μου. Ένα πράγμα μόνο καταλαβαίνω και επιθυμώ. Να είμαι στην φύση με ένα άλογο και να το ιππεύω. Σαν αυτό που συχνά έβλεπα όταν κοιμόμουν στο κελί μου. Ήμουν πάντα ντυμένος Δούκας πάνω στο άσπρο άλογο μου. Συχνά άκουγα μία φωνή από ένα βαθύ τούνελ να με φωνάζει. Άλλοτε ήταν η φωνή του πατέρα και άλλοτε η φωνή της μητέρας, αν και δεν είμαι σίγουρος γι΄αυτό. Αυτό που ξέρω πολύ καλά είναι ότι όφειλα να γίνω ένδοξος ιππέας, σαν τον πατέρα. Αν δεν το κατάφερνα, έπρεπε σαν άχρηστο γιό να με σκοτώσουν ή να με κρεμάσουν από το καμπαναριό. Μα γιατί να με σκοτώσουν; Ποιό είναι το ανείπωτο χρέος μου σε αυτό τον κόσμο; Από την άλλη δεν ξέρω αν μπορώ να πεθάνω αφού δεν ξέρω αν και πως γεννήθηκα. Δεν πεθαίνει ο αγέννητος. Για να μάθω ποιος είμαι πρέπει να γεννηθώ. Αλλά για να γεννηθώ πρέπει να πεθάνω και να ξαναγεννηθώ. Ναι, πρέπει να πεθάνω.
Σήμερα περπατάω μέσα στο πυκνό δάσος. Νιώθω με τις αισθήσεις μου όλες τις μυρωδιές του. Μαζί με τα δένδρα που ψηλώνουν προς τον ουρανό το σώμα μου απλώνεται σε πλήρη διαστολή. Τα πόδια μου στη γη και το πνεύμα μου στο άπειρο του ουρανού. Είμαι κύτταρο του κόσμου όλου. Όταν το μαχαίρι της μαύρης σκιάς στο δάσος θα πληγώσει το σώμα μου θανάσιμα, δεν θα είμαι εδώ.