You are currently viewing Αριστούλα Δάλλη: Κάποια Χριστούγεννα

Αριστούλα Δάλλη: Κάποια Χριστούγεννα

ΚΑΠΟΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Παραμονή Χριστουγέννων. Σκοτεινή η πόλη με τα κλειστά σπίτια, σκοτεινός και ο πύργος του άρχοντα Πέντρο Γκαρσία Περέζ.. Η πανδημία της γρίπης θανατώνει χωρίς διάκριση.

 Η Φρατζέσκα, οικονόμος του σπιτιού, φροντίζει τις ετοιμασίες για την επίσημη μέρα. Η θλίψη την θολώνει. Η Ίζαμπελ, η κυρία της, είναι βαριά άρρωστη, ανήμπορη να σηκωθεί. Φοβάται μήπως δεν καταφέρει να αναρρώσει όπως, δεν κατάφεραν ο κύριος που πέθανε στο ταξίδι και τα επτά παιδιά τους.  Έφευγαν από τη ζωή  το ένα πίσω από το άλλο, ανήμποροι να τα σώσουν.

  Η Φρατζέσκα γέμισε ένα δίσκο  με λιχουδιές που είχε ετοιμάσει και τις άφησε μπροστά στο τζάκι . Δόλωμα για τους ανεπιθύμητους καλικαντζάρους που θα αλώνιζαν το σπίτι τις επόμενες μέρες, έως τον αγιασμό των φώτων. Έτσι αυτοί θα μαγάριζαν αυτό το δίσκο μόνο  και θα άφηναν καθαρά τα άλλα εδέσματα.   Άναψε ένα κερί στο δωμάτιο της άρρωστης και με ένα άλλο κερί στο χέρι επέστρεψε στην κουζίνα της.

  Ενώ οι ώρες περνούσαν αργά πάνω στη γη, κάτω στα θεμέλια του σπιτιού, οι δύο ομάδες, τελώνια και παιδιά που ζούσαν εκεί, για πρώτη φορά δεν μάλωναν. Η μία ομάδα με τα τελώνια πριόνιζε με μανία το δένδρο της γης για να το κόψει. Βιάζονταν να περάσουν  πρώτοι από την καπνοδόχο και να καταλάβουν το σαλόνι του σπιτιού. Η άλλη ομάδα ήταν τα παιδιά του Πέντρο και της Ίζαμπελ. Νεοφερμένοι εχθροί για τα τελώνια, απρόσμενα είχαν περάσει την καταπακτή που οδηγούσε  στη χώρα τους. Και αυτά έτρεχαν να προλάβουν, πριν κτυπήσουν οι καμπάνες μεσάνυχτα, να ανέβουν στο σαλόνι και να στολίσουν το Χριστουγεννιάτικο δένδρο. Πάντα με τη μητέρα άναβαν τα κεριά στο δένδρο κα έψελναν ύμνους .

  Ο μικρότερος τετράχρονος  Ντόπυ  γλίστρησε  στη σκάλα που οδηγούσε στο πίσω μέρος της καπνοδόχου. Άνοιξε την καταπακτή και τα άλλα αδέρφια σύρθηκαν στο σαλόνι καθώς ο τελευταίος έκλινε και ασφάλιζε την πόρτα. Τα τελώνια ξαφνιάστηκαν, παράτησαν τα πριόνια θυμωμένα και έτρεχαν σαν τρελά για να τρυπώσουν στο σαλόνι. Μάταιη η προσπάθεια τους.  

  Τα  παιδιά έβγαλαν από το ντουλάπι την κούτα με τα παιχνίδια  και άρχισαν γρήγορα να στολίζουν το δένδρο, καθώς ξεπρόβαλε ολόφρεσκο κάτω από το πάτωμα. Τελευταίο στερέωσαν το αστέρι και τα κάλαντα με τα τρίγωνα αντήχησαν στο σαλόνι.  Επτά αδέλφια  σαν τους επτά νάνους της χιονάτης.  Τα τραγούδια  ξύπνησαν την Ίζαμπελ από το λήθαργο του πυρετού. Το σώμα της πονούσε αλλά έπρεπε να σηκωθεί. Ήθελε να είναι μαζί τους αυτό το φωτεινό βράδυ.

 Σύρθηκε στην άκρη του κρεβατιού και κατάφερε να σηκωθεί. Ένιωσε  ανάλαφρη και με χαρά έφτασε στο σαλόνι.

   Όλοι μαζί σ΄ένα κύκλο, μητέρα και παιδιά τραγουδούσαν καθώς το αστέρι του δένδρου φώτιζε την σκοτεινή σάλα.   

  Η Φρατζέσκα πλησίασε στο σαλόνι και δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Το δωμάτιο έλαμπε από ένα υπερφυσικό φως και ζωντάνευε δίπλα η προτομή του πατέρα στη στήλη που τον στήριζε.

  Εκείνη τη στιγμή, κάποιος κτύπησε την πόρτα. Όταν  η Φρατζέσκα άνοιξε δεν ήταν κανείς, πέρα από την πυκνή ομίχλη που είχε τυλίξει τα πάντα στον ιστό της.

 Έκλεισε την πόρτα και επέστρεψε στο σαλόνι. Το δένδρο είχε επιστρέψει στη γη, με όλα τα στολίδια και την χορευτική ομάδα.  Το σαλόνι ήταν άδειο  και σιωπηλό. Έτρεξε στο δωμάτιο της Ίζαμπελ  ανήσυχη.  Το κερί είχε σβήσει και το πρόσωπο της κυρίας της ήταν γαλήνιο.

 Το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα. Κάτω από το πάτωμα, βαθιά στις ρίζες του σπιτιού, ακούγονταν οι καμπάνες των Χριστουγέννων και τα κάλαντα των παιδιών παρέα με την μητέρα τους.

  Τα τελώνια  δεν θα ανέβαιναν στο σαλόνι. Πέταξαν θυμωμένα τα πριόνια τους και  βούλιαξαν ξορκισμένα στο έρεβος που ζούσαν.

 

 

Εικαστικό :   Remedios Varo 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.