Το όνομα μου είναι Τζόναθαν. Η μητέρα με φώναζε Τζο. Όλη την μέρα ήταν σκυμμένη πάνω από το καλάθι με τα χρωματιστά νήματα και έπλεκε για μένα ζακέτες, σκουφιά, κασκόλ. Όταν μεγάλωσα έπλεκε τα φορέματα μου. Αγαπημένο της χρώμα το κόκκινο.
Μία μέρα μου χάρισε τον Άντι, ένα πολύχρωμο παπαγάλο και όλα τα κοσμήματα της. Δεν αποχωρίστηκα τίποτε δικό της. Ούτε τα δύο διαφορετικά σε χρώμα μάτια που μου χάρισε στη γέννα μου. Καστανό το αριστερό μάτι και γαλάζιο το δεξιό. Μου άρεσε από παιδί να ζωγραφίζω. Αντί για μολύβι και τετράδιο κρατούσα πάντα πινέλο, τελάρο και χρώματα. Κανένας δεν ήξερε ότι τα μοντέλα στους πίνακες μου τα έβλεπα μέσα από το γαλάζιο μάτι μου. Ήταν πάντα μία πύλη ανοιχτή στο κόσμο του θαυμαστού .
Όλα άλλαξαν, όταν η μητέρα έφυγε από την ζωή ξαφνικά. Τότε ο παπαγάλος, κατάσκοπος της μητέρας μου, κάθισε για τα καλά στον ώμο μου. Ο Άντι πάντα με φώναζε Τζο, μιμούμενος την μητέρα. Πολλές φορές έσκυβε με περιέργεια μέσα στο μάτι μου να δει τι βλέπω. Μία φορά, έσκυψε τόσο πολύ που με το ράμφος του έσπρωξε το μάτι μου πέρα από την πύλη. Όσο και αν έψαξα δεν μπόρεσα να το βρω. Χάθηκε μέσα στον φανταστικό κόσμο. Η πύλη έμεινε ολάνοιχτη στο κενό. Έτσι κατέβασα το βλέφαρο μου και έκλεισα το κενό μια για πάντα.
Για τιμωρία έκοψα την γλώσσα του Άντι, πήρα το πινέλο και έβαψα τα πολύχρωμα φτερά του μαύρα. Από τότε αυτός είναι ένα μαύρο άσχημο κοράκι και εγώ , χωρίς όνομα, ο άνθρωπος με το ένα μάτι.
.