You are currently viewing Αριστούλα Δάλλη: Παυλίνα Παμπούδη, «ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ» , Ποίηση, Εκδόσεις ΡΟΕΣ/ΠΟΙΗΣΗ, 2021

Αριστούλα Δάλλη: Παυλίνα Παμπούδη, «ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ» , Ποίηση, Εκδόσεις ΡΟΕΣ/ΠΟΙΗΣΗ, 2021

Για μία ακόμα φορά η Παυλίνα Παμπούδη με την νέα ποιητική συλλογή της «ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ»  χαρίζει  δώρο εορταστικό στους αναγνώστες της, οδηγώντας τους στο μετουσιωμένο πνεύμα των ημερών, της συμβολικής  γέννησης, της πορείας και του τέλους της σε πραγματικό ή άχρονο χρόνο, με τον δικό της ιδιαίτερο μυστικιστικό  τρόπο γραφής.

Ανατρέχοντας στην Τέχνη και σε έργα σημαντικών ζωγράφων της Αναγέννησης, αναγνωρίζουμε  την εικαστική  αναγκαιότητα του καλλιτέχνη, ίσως και υπαρξιακή, για την ένωση των αντιθέτων – φως και σκοτάδι- και την αποτύπωση της σε αυτά.  Σχεδόν πάντα  απεικονίζεται το σκοτεινό μέρος του θέματος στο πρώτο επίπεδο,  ενώ το φως αναδύεται στο βάθος του πίνακα από τον ορίζοντα  και  συντίθεται ελπιδοφόρα μαζί του σε μία ενότητα.  Εντυπωσιάζει ο ευρηματικός εικαστικός τρόπος αντιστροφής για την ένωση των αντιθέτων στην εικόνα του εξωφύλλου της  συλλογής  «ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ». Το « βαθυκύανο» του σκοτεινού νυχτερινού ουρανού είναι στο βάθος και λειτουργεί ώς φόντο, ενώ σε πρώτο επίπεδο σκιές υπαρκτών πραγμάτων προβάλλονται φωτισμένες, σαν από προβολέα (το βλέμμα της ποιήτριας 😉 που εστιάζει επάνω τους, αποκαλύπτοντας  την μοναδικότητα τους. Επιπλέον η γλυκιά αίσθηση αφής του ελαφρά ανάγλυφου χαρτιού στο κράτημα, ησυχάζει την αίσθηση της απρόβλεπτης έκπληξης της νύχτας.

   Η ποιήτρια με τους συμβολισμούς και τις μεταλλάξεις του έσω και έξω κόσμου της, συνθέτει το σκοτάδι της αρχέγονης Νύχτας  με το λευκό φως της Ημέρας  (χρωματικό φάσμα ), που  αναδύεται από την αρχέγονη Γη. Ανάμεσα τους πάντα ο άνθρωπος-δημιουργός, με την υπαρξιακή αγωνία του και τα παιδιά της νύχτας, σε αντιπαλότητα ή συμμαχία μαζί του. (Ύπνος, Θάνατος, Κήρες, Στύγα, Έρις, Φιλότης , Έρωτας ).

   Το βιβλίο απαρτίζεται από δύο μέρη, με τα ποιήματα  να έχουν κοινή θεματολογία, το ταξίδι στο κόσμο της ψυχής και την αποκρυστάλλωση σκέψεων και ιδεών, αλλά με τολμηρή  ιδιότυπη  πολυπρισματική ματιά σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο.

Το πρώτο μέρος « ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ» είναι, θαρρείς, ο πρόναος  και « Το ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ» το δεύτερο μέρος,  ο κυρίως ναός,  όπου η  μύστις ποιήτρια  μας οδηγεί στο κέντρο του προσωπικού και  συμπαντικού γαλαξία της (μας) . Κυρίαρχη παρουσία  σε όλο το μυσταγωγικό ποιητικό ονείρεμα η αρχέγονη και κοσμογονική θεότητα Νυξ, προσωποποίηση της νύχτας , της μαγείας και μητέρα του Έρωτα.

 

Α ΄  ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

 

Σκιά-μαθητής ο αναγνώστης της δημιουργού, την  ακολουθεί στα  μαγικά της μνήμης  τοπία  του ύπνου (όνειρο, ονειρική αγρυπνία) από το πρώτο της ποίημα:

    «ΝΥΧΤΑ ΔΙΑΣΠΑΡΤΗ από γαυγίσματα και άστρα /  Σαν από χρόνια παιδικά και σαν στο ύπαιθρο / Πυκνοκατοικημένη όμως , σφύζοντας /  Υβριδικά όντα από μελάνι, που /  Με τη μουσική αλλάζουν σχήμα αδιάκοπα / Σαν κάποιος να τα ονειρεύεται /  Όμως τον ονειρεύονται αυτά /Και άθελα τους μεγαλώνουν εκτοπίζοντας / Καταστροφή μεγάλη-»

 

Μας μεταφέρει στη μεγάλη προσωπική θεατρική σκηνή, σκηνογραφώντας   τόπο, χρόνο, μουσική, ηθοποιοί-υβρίδια όντα ονείρου από μελάνι -που εμπεριέχουν τον ονειρευτή, που αλλάζουν σχήματα και εκτοπίζουν αυτό που προϋπάρχει .

   « ΚΥΜΑΤΑ ΩΣΤΙΚΑ πελώρια σπρώχνουνε τον ωκεανό του ύπνου/ Σβήνουνε τα παράλια, ξεβάφουνε τα σύννεφα, αποκαλύπτεται ξανά το άνοιγμα-/ Τι ώρα είναι; Είναι ώρα- ».

  Σε όλο το ποιητικό έργο πρωταγωνίστρια, επιλεγμένη από την ποιήτρια, είναι η ώρα, η στιγμή  συνάντησης των απ ΄αρχής  έως σήμερα υπάρξεων και εμπειριών και η αλληγορική, συμβολική πρώτη ΥΛΗ.   

   Για να επιτευχθεί  το άνοιγμα στο ανοίκειο, το αλλόκοτο,  είναι απαραίτητη η διάλυση της τελευταίας συγχορδίας και η σχηματοποίηση της νέας συστάδας των βαθυκύανων ίσκιων. Αγέλη οι επισκέπτες, περνάνε ένας-ένας , η συγχώρεση έσβησε τα πρόσωπα τους «ομογενοποιώντας κι άλλο, κι άλλο», την πρώτη ύλη.

Συγχώρεση!  Πόσο αλλιώς μπορείς να συνυπάρχεις στον ίδιο χώρο με την προδοσία, τον πόνο, την απώλεια και για πόσο χρόνο;  Διερωτάται η ποιήτρια στην παράδοξη ασάφεια του ονείρου.  

 

   « ΔΩΔΕΚΑ Η ΩΡΑ…» Η νύχτα αρχίζει,  ακολουθούν πολλά ανοίγματα σε χρόνους που μετακινούνται άχρονα, χωρίς λεπτοδείκτη  πίσω –μπρος, στις αντιθέσεις του τότε και του τώρα, σ’ ένα νανούρισμα ή ένα ρέκβιεμ.

Η ποιήτρια ψάχνει την απάντηση στο υπαρξιακό ερώτημα:

   « Άραγε θα γινόταν να μεταφραστεί το παρελθόν σου, εάν γινόταν να ξαναπαιχτούν ήχοι ανάποδα, φωνές που έχουν διαφύγει απ΄ τον λαβύρινθο;»

 

Και απαντούν μ΄ ένα δικό τους τρόπο οι επισκέπτες που έρχονται ένας- ένας από τα ανοίγματα,  που τυλίγουν και ξετυλίγουν άσφαλτο δρόμο απ’ το κουβάρι της ζωή τους, χωρίς να αποκαλύπτουν κάτι που δεν ξέρεις,  αφού τα βιώματα είναι από τα δικό σου οστεοφυλάκιο, κι ας μπερδεύονται με άλλα άλλων που δεν θυμάσαι.

« Η ρώμη της δημιουργίας είναι ισοδύναμη με την ορμή που όλα τα ισοπεδώνει», ακούει την  απάντηση σ’ ένα νιαούρισμα του γάτου της.

 

Δώδεκα και μισή-

« ΕΙΝΑΙ ΑΣΦΑΛΗΣ αυτή η δίοδος;

Αυτή της διπλής κατεύθυνσης  που οδηγεί στις πρώιμες γονεϊκές εμπειρίες, τα επώδυνα κεντρίσματα των μελισσών, το μπόλιασμα της άγριας συκιάς με  βασιλική θλίψη, την διείσδυση  βαθιά  σε παρελθόν και μέλλον, εκεί που δεν υπάρχει χρόνος. Εκεί που ακολουθούν παλιοί και πρόσφατοι νεκροί, ριζωμένοι γερά στα σαρκοβόρα δένδρα.

   « Όχι, δεν ήταν ασφαλής αυτή η δίοδος, καμιά δεν είναι-» αναφωνεί η ποιήτρια με αγωνία και άλγος .

 

ΤΙ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ; Είναι ώρα- Η γνωστή.

Είναι η ώρα που πληγώνει και κομματιάζει την κοιλάδα, που με χόρτα  ράβει και καλύπτει τα ανοίγματα της γης. Είναι η νύχτα που καταπίνει όλα τα απομεινάρια της καταστροφής  στα σωθικά της και τα ξερνάει την άλλη μέρα, χωρίς να τα πει  πάλι όλα το δάσος. Το μυστικό της αθωότητας κρατάει στα όνειρα το παιδί, αυτό ξέρει αλλά δεν ανοίγεται. Σιωπά.

Η ποιήτρια μας γυρίζει στην παιδική ηλικία. Πολλοί επισκέπτες έρχονται, αυτόφωτοι θεόρατοι Δάσκαλοι, πάνσοφοι. Αλλά αυτοί τώρα είναι άλλοι Δάσκαλοι, μεταλλαγμένοι  ξεχνάει τι της έμαθαν .

    «Τώρα ερίζουν άγρια/ Εισβάλλοντας ξανά όλοι μαζί, τι φασαρία/ Καθένας πάντα με τα ευαγγελικά του ζώα/  Τώρα σε κλουβί, τι χαλασμός /

 Δόγμα κανιβαλίζει δόγμα /  Στάζουν ολόσωμοι αίμα, ιχώρ, μελάνι…»

          Μα ποιοι, ποιοι είναι αυτοί; Τι ξέρουν που ξεχνάω.;

 

«ΜΕ ΧΙΛΙΕΣ ΒΕΡΓΕΣ ο βοριάς βιτσίζει το κοπάδι του…»

Και όλα μία καταναγκαστική επανάληψη, ένας αέναος κύκλος αρχής και τέλους , ζωής και θανάτου, σμίξης και χωρισμού,  ήχου και σιωπής.

Ύστερα  κάποιος (αυτός που περιμέναμε;) ανοίγει τον ήχο διαπασών! Κι όλα σπάνε, φλέγονται, θρυμματίζεται η μνήμη

…Σάββατο η μεγάλη μέρα και ώρα της προσευχής.

   «Θα είναι πάλι Σάββατο, θα ζει / Ακόμα λίγο από μητέρα /Η μισή είχε χαθεί κι αλλού δεν έμοιαζα-/ Κανείς όμως δεν έρχεται. ποιόν περιμένουμε;»

 

«ΠΡΟΣ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ, ακούστηκε ξανά/ ο γδούπος ο ανήκουστος/ έπεσε ο αστέρας/ το αίνιγμα που δεν ζητήθηκε,  που δεν ειπώθηκε /δεν εξηγήθηκε ποτέ  /  κι έπεσε σαν κατάρα στο νερό κύκλους/απλώνοντας σε τρεις γενιές».      

   Συνεχίζει με τις ανθρωποφάγες σκέψεις η ποιήτρια, το σκοτάδι είναι πιο βαθύ λίγο πριν αναδυθεί το φως της μέρας.

Η Νύχτα με τα στοιχεία της μαγείας  αλλάζει όψεις ρουφάει ουρανό και θάλασσα …δεν βλέπεις πού πας … κι ανεβαίνεις ,κατεβαίνεις , βουλιάζεις στο βυθό, αναδύεσαι σαν κάτι όμοιο ή αλλιώτικο υπερβατικό σε σύμπαν παράλληλο, διαθλασμένο.

  «Τόσο βαρύ το άγραφο βιβλίο-» λέει η ποιήτρια.

Το βιβλίο, το γραμμένο στην κυτταρική μνήμη, στις δαιδαλώδεις συνδέσεις του αρχέγονου Νου, στον Λόγο που ήταν από την αρχή θεός και Λόγος ΕΝΑ.

 Και ύστερα με την ώρα να σέρνεται προς το ξέφωτο, φάνηκε κι  ο τελευταίος επισκέπτης, πίσω από το τζάμι της αρχαίας δαγγεροτυπίας, τον είδε, ήταν  και είναι μέρος αυτής της πρωταρχικής παραδείσιας φύσης, όλα αυτά που ήξερε από πάντα, όλα αυτά που δεν έπρεπε  ξανά  να μιληθούν

  Η Παυλίνα Παμπούδη κλείνει το πρώτο μέρος της ποιητικής συλλογής « ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ» με ένα όρκο μύησης ..

   «Κι ο τελευταίος επισκέπτης δεν μου μίλησε / Και δεν του μίλησα / Δεν μ’  αναγνώρισε και δεν τον αναγνώρισα / Δεν θα ΄φευγε ποτέ- ».

 

Με το κλείσιμο του πρώτου μέρους, ο αναγνώστης, δόκιμος μύησης,   υποβάλλεται στην κρυπτική  ΣΙΩΠΗ!

 

 

Β΄ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ

 

«Στον  ύπνο βούιζε ο άνεμος/ άναρχες ιστορίες ιστορώντας / Έβρεχε η βροχή για να τις σβήσει/ χιόνιζε χιόνι για να λησμονήσω/ έμεναν κάποιες πέτρες να θυμούνται /Εγώ, εσύ- / Σ όλες τις ιστορίες  /προπορευόσουν ή ακολουθούσες, σκιά, παρασκιά / Συχνά και άλως- / Νόμιμος αδελφός και σύνευνος παράνομος / Το εγώ και το εσύ, στον ύπνο αδιαίρετα – /Είχα  ν΄ απευθυνθώ / Ποτέ δεν μονολόγησα, ποτέ-»

 

Με το πρώτο της ποίημα στο ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ  η Παυλίνα Παμπούδη συνεχίζει στον ύπνο την αναζήτηση της αδιαίρετης  σχέσης του εγώ  και του εσύ,  με κάλεσμα ηχηρό σε διάλογο, σε ζευγάρωμα μυστικό και κύκλο ερμητικό.

    Τίτλοι και  ποιήματα που ακολουθούν  προετοιμάζουν τον αναγνώστη για ένα μακρύ κυκλικό ταξίδι, που αρχή και τέλος είναι μία αέναη συνέχεια, γνωστός και  άγνωστος κόσμος, μέσα και έξω , άπειρα σύμπαντα ονειρικά με μνήμες ξεχασμένες και θύμησες πανσπερμίας και αιωνιότητας. Σαν στο Ομηρικό έπος « Οδύσσεια», όπου ο ποιητής έσπασε σε ραψωδίες την αφήγηση  του ταξιδιού του,  σε σταθμούς και απρόβλεπτες περιπέτειες, έτσι ώστε κάθε επεισόδιο να είναι αυτόνομο και συγχρόνως απόλυτα μέρος του ΟΛΟΥ.

 Η ποιήτρια αφουγκράζεται στον ύπνο, μιλάει, σιωπά και γράφει…!

Ανακαλεί την χαρμολύπη, για αυτό που χάθηκε και ξανά  βρέθηκε.

 « Ιστός αράχνης μας συνέχει στο ασυνεχές….. οι σκέψεις μας αρτύματα  για το κενό του»   

«ΠΟΣΟ ΗΣΥΧΟΣ ΕΙΣΑΙ»

«ΤΩΡΑ ΚΟΙΜΑΜΑΙ ΒΑΘΙΑ /  Διχάζομαι σε δίδυμο όνειρο/ Μαζί κι ο παρατηρητής κι ο άρρωστος σε λήθαργο / ….Τώρα γυρνά το μέσα έξω η νύχτα, νεολιθική ξανά……/ Προχώρα τώρα δεν μπορείς να κάνεις πίσω…./ Πού είσαι; Όπου και εγώ;

  Η ποιήτρια αγωνιά, παιδεύεται σε μονοδιάστατα σύμπαντα, παγιδεύεται σε αδιέξοδα που εκείνη βλέπει. «Μ΄έβλεπες, σ’ έβλεπα / Χάθηκες –»  

«…Εγώ το σκάφος, μια ιδέα του θεού / Κρατούσε το κατάρτι πάντα επηρμένο/ Και φούσκωνε το ισόβιο σύννεφο που αρμένιζε-»

 

   Κινείται στην νύχτα που διευρύνεται, βλέπει αντανακλάσεις, παρελθόντα και μέλλοντα, ανεβαίνει  και κατεβαίνει σε όλα τα επίπεδε του υποσυνειδήτου, στο άμορφο  μεταλλαγμένο βάθος του ασυνειδήτου, στην πάλη για κυριαρχία των ενορμήσεων,  στην υπαρξιακή συνάντηση  του εγώ και του εσύ. 

   Και ύστερα κάτι αλλάζει «Σε γνώρισα ξανά /Σωθήκαμε» διαπιστώνει και συνεχίζει: «Άνοιξε τότε μία στιγμή ο χρόνος / Έλαμψε ξάφνου σπίθα κατανόησης /… /Σε λίγο κάτι άφτερο αναλήφτηκε στη νύχτα/…»

 

Και ξετυλίγει το κουβάρι των νυχτών και ανασύρει θαύματα, αυτά που ήξερε, αυτά που θυμήθηκε, είδε το μπλε της θάλασσας, το βυθό να ανεβαίνει, να  φανερώνονται ανοίγματα και να φυγαδεύεται η λύπη στην ασφαλή στιγμή για πάντα.

   Η Παυλίνα Παμπούδη  με λέξεις και νοήματα, με ήχους και μουσική υφαίνει ένα τάπητα πολυμορφικό στην φαντασία του αναγνώστη, με εικόνες απλές σε πρώτο επίπεδο και μυστηριώδεις σε δεύτερο που προκαλούν δέος ιερό. Εγκιβωτίζει ιστορίες βιωμένες, οικείες ή ανοίκειες από την πρώτη ύλη και τις μετουσιώνει σε προσευχή και συγχώρεση. Γίνεται με την ιδιαίτερη κρυπτική γραφή της και τα τολμηρά ανοίγματα θέασης στο Άβατον, ιεροφάντης Οδηγός, θυμούμενη αυτά που της έμαθαν οι θεόρατοι αυτόφωτοι Δάσκαλοι.

 

Δεν είναι το είδος αυτής της παρουσίασης ικανό να προσεγγίσει την έκταση και το βάθος της συμπυκνωμένης ποιητικής συλλογής λόγου, νοημάτων και εικόνων…

Το ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ δεν διαβάζεται απλά σαν μία ποιητική συλλογή από τον ανυποψίαστο αναγνώστη που δεν έχει περπατήσει πρώτα τον πρόναο μέσω του ονείρου για να εισέλθει μετά στο ιερό κέντρο της μύησης της Γνώσης,  εξοικειωμένος με  την μυσταγωγική γλώσσα της Παυλίνας.

  Χρειάζονται δοκιμιακή μελέτη και ανάλυση τα κείμενα της. Ίσως  ερωτική αφοσίωση Σαμάνου για την ιερότητα του μοναχικού, απειλητικού , σκοτεινού κόσμου των ονείρων και το πέταγμα της δοκιμασίας στα τρία επίπεδα της μύησης (ουρανού, γης και κάτω κόσμου).

 

  Στο ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ η ποιήτρια ζωγραφίζει με λέξεις. Σαν τον Σαγκάλ – τον ζωγράφο του έρωτα και της ψυχής,  που ταξιδεύει πάνω από την πόλη που κοιμάται. Αγκαλιά με τον σημαντικό ερωτικό  Άλλον, ένα  αδιαίρετο  ζευγάρι το Εγώ και το Εσύ. Ανεβαίνει στον βαθυκύανο ουρανό του ονείρου, κατεβαίνει στη γη, τον όμορφο και τερατώδη κόσμο της, βυθίζεται στο  μπλε της θάλασσας και του βυθού την κοσμογονία.  Εκεί ξαναγεννιέται απ΄ αρχής από τον ωκεανό σε ένα κόσμο που τον έχει αγγίξει η Χάρις με το φως της ημέρας.  Γράφει:

  

«Αστρίτης έρχεται ο στίχος / Με ένα σσσς στο σκοτεινό χωράφι -κίνδυνος-/ Κάτι θα γίνει, τι; / Αιφνίδια φονική βροχή γαζώνει το σκοτάδι- / Στοιχεία δεν υπάρχουν, σβήστηκαν, λέγε, τι βλέπεις; // Βλέπω χαρούμενο παιδί / Με τ΄ όνομα οσίας που μαρτύρησε επί Δεκίου / Πόδας Χάρις τμηθείσα προς Θεόν τρέχει / Τους ψυχής γαρ ου συνετρίβη πόδας- / /  Έχουν παραγραφεί πλέον τα πάντα / Το πείσμα και η αρετή , η φρίκη – / Σβήστηκαν και οι αμαρτίες όλων, μένει το όνομα-/ /  Τώρα ξανά χαρούμενο παιδί / Η Χάρη τρέχει με άλλα πόδια / Στο σκοτεινό χωράφι / Παίζει με ένα κίτρινο μπαλόνι / Μέσα του, σίγουρα κάποια ψυχή – ίσως του Δέκιου -/ Φυσάει μία μουσική στα δένδρα, πως φυσάει  / Απ΄ τα παλιά , απ ΄την Καππαδοκία -/ Α!  το μπαλόνι αναληφτηκε, α, το φεγγάρι / (Όταν σου δείχνω το φεγγάρι, άλλο σκέφτομαι /Άλλο και το φεγγάρι, πρόσεχε τι θα σκεφτείς)-

…………………………………………………………………..

Η ποιήτρια κλείνει την συλλογή με ερώτημα από το ποίημα «ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ»: (απόσπασμα)

« ….Τι ήτανε αυτή η εμπιστευτική συνομιλία; / Τι είπε το εγώ κι απάντησε το εσύ / και μεταφράστηκε σε γλώσσα ξεχασμένη / Και δεν ξεχάστηκε ποτέ; // ( Κάτι γραφόταν ολοένα και σβηνόταν / Μπομπίνα μουσκεμένη τυλιγότανε στα φύκια-)

και

Από  το ποίημα «ΑΝΑΣΚΕΛΑ» ( απόσπασμα):

Αγέννητων  υπέρηχοι, ψυχών υπόηχοι /Καινά δαιμόνια κι αρχαία / Όλα εμείς τα έμβια, το μέγα, το απειρομέγεθες θηρίο / Εκπέμπουν στα βραχέα στα μακρά / Σ’ όλες τις γλώσσες της Βαβέλ – /Η ίδια λέξη στη μετάφραση: «Εγώ!»,  «εγώ!» «εγώ!» «εγώ!»-

 

Και τέλος, από το τελευταίο της ποίημα «ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΜΟΥ» (απόσπασμα):

 «…. Ξέρω πού πάνε τα φαντάσματα μου: / Κρύβονται μέσα στις παλιές τις λέξεις, ξέρω – »

 

 

 

 

Αριστούλα Δάλλη
 Εικαστική Συστημική ψυχοθεραπεύτρια. Διευθύνει το Κέντρο Προσωπικής Αναπτυξης και Ψυχοθεραπείας μέσω της Τέχνης  ¨ΑΚΕΣΑ¨-Θεσσαλονίκης. 
 

 

   

    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.