Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, στο απέναντι μπαλκόνι και κοιταζόμαστε σαν σε καθρέφτη. Το πρωί με τη δροσιά που πίνουν τον καφέ τους αλλά και αργά το απόγευμα, ο ένας απέναντι στον άλλο που ψιλοκουβεντιάζουν στο στενό μπαλκόνι της αντιπαροχής, ίσα που χωράει από μια πλαστική πολυθρόνα κι ένα ψευτοτραπεζάκι, ισχνό σκηνικό της καθημερινότητάς τους και της δικής μας.
. Έτσι πέρασε όλο το καλοκαιράκι και να που τώρα, βγαίνει μόνον εκείνος και τινάζει χαλάκια και απλώνει πετσέτες ή κάθεται λίγο το πρωί, μόνος, ορφανή η πολυθρόνα απέναντί του, μια μέρα, δυο μέρες, τρεις μέρες. Στενοχωριόμαστε, αναρωτιόμαστε τί έχει γίνει. Έτσι λοιπόν μια μέρα θα ανατείλει το τέλος μας, όλη η καλορυθμισμένη ζωή του συνταξιούχου θα απορρυθμιστεί, θα μείνει ο ένας απ’ τους δυο, ποιος τάχα, και η παρηγοριά της συντροφικότητας δεν θα ωφελεί πια. Ο ένας θα φύγει πρώτος και ο άλλος θα συνεχίσει μόνος. Μαύρες σκέψεις μας υπαγορεύει το απέναντι μπαλκόνι, ο καθρέφτης μας, που αντανακλούσε ως τώρα τις δικές μας ολόιδιες μέρες.
Την τέταρτη μέρα εμφανίστηκε στο μπαλκόνι η γυναίκα του ζευγαριού, αναρρώνοντας από μια μικροεγχείρηση, σποραδικά βγαίνοντας , αλλά εξισορροπώντας σε κάποιο βαθμό την ακυρωμένη καθημερινότητα .
Την πέμπτη μέρα πάρκαραν κάτω από την πολυκατοικία τα δύο αυτοκίνητα, οι γιοι του ζευγαριού που ήρθαν να δουν τη μητέρα τους. Πάλι ο καθρέφτης ρώτησε κι εμάς τί γίνονται τα δικά μας τα παιδιά, πρέπει να μας χτυπήσει την πόρτα το απρόοπτο για νά ‘ρθουν να κάνουν μια επίσκεψη στους ηλικιωμένους γονείς; Αλλά ηλικιωμένοι;
( Tώρα με την πανδημία πληροφορηθήκαμε ότι είμαστε ηλικιωμένοι, ευπαθής ομάδα με υποκείμενα νοσήματα, που χρήζει προστασίας και φροντίδας. Αλλά τότε γιατί δεν είχαμε απελπιστεί νωρίτερα; Ως τώρα εμείς προστατεύαμε και νοιαζόμασταν. Ξαφνικά νιώθουμε ανήσυχοι κι ανίσχυροι, χωρίς το καθαρό κοίταγμα στον καθρέφτη. Να τηλεφωνούσαμε ίσως στα παιδιά.).