Η φίλη μου η Θεανώ, «μαζί γεννηθήκαμε», έλεγε και μ’ αγκάλιαζε, « μαζί θα πεθάνουμε», με αποτέλειωνε ξεκαρδισμένη στα γέλια. Ήταν τότε ο θάνατος ακριβώς ένα ανέκδοτο, να γελάσουμε με κάτι που φαντάζει απίθανο και μακρινό.
Στη γειτονιά όλη μέρα μαζί, και με τα άλλα κορίτσια από δίπλα, από απέναντι και από το άλλο τετράγωνο, μαζί. Στο Δημοτικό, μαζί και στο Γυμνάσιο, σε άλλο τμήμα εκείνη, το όνομά της άρχιζε από χι, μόνο που εκείνη ξεχώριζε λίγο από μας, έτσι που αγόραζε και είχε πάντα στη σχολική τσάντα περιοδικά με τους μοντέρνους τραγουδιστές –γιε γιε και ροκ , χιτ και ψυχεδέλεια, ακατανόητα πράγματα και βαρετά για μας και αδιαφορούσε μάλλον για τα μαθήματα.
Εκείνη πρώτη είχε ανακαλύψει τους Μπητλς, κι έριχνε μπροστά τα μαλλιά της, έμο πριν επινοηθεί το έμο, και όλο ψιλοτραγουδούσε «Βαβυλώνα, Βαβυλώνα », ένα ρεφραίν από τον κόσμο της μουσικής που είχε ανακαλύψει πρώτη εκείνη και μόνη της – εμείς αγρόν αγοράζαμε, δεν μαζευόμασταν απ’ τα παιχνίδια , παιχνίδια μέχρι τελικής πτώσεως. Βαβυλώνα, άλλο που δεν θέλαμε, από αντίδραση της το κολλήσαμε το παρατσούκλι. Βαβυλώνα την ανεβάζαμε Βαβυλώνα την κατεβάζαμε, γελώντας κακορίζικα, τρεις τέσσερις εμείς, οι πιο πολλές, ρυθμίζαμε τις καταστάσεις.
Ήταν καλόβολη και απαλή, νοιαζόταν για όλους μας και για τα πράγματα της ζωής όλα και διηγόταν διάφορα με το γλυκό της στόμα. Τη συμπαθούσα πολύ, αλλά το παρατσούκλι παρατσούκλι, που δεν της άρεζε αλλά το συνεχίζαμε, μέχρι που ήρθε η κυρία Μένη σπίτι μας, κυρία Κλειώ, δεν είναι σωστό που την κοροϊδεύουν τα κορίτσια τη Θεανώ μου και λοιπά, το κόψαμε μαχαίρι οι θρασύδειλες.
Πολύ αργότερα ανακαλύψαμε τη μουσική εμείς, σε προχωρημένη εφηβεία , όταν αρχίσαμε να πηγαίνουμε με τα ξαδέρφια μας σε πάρτι με βερμούτ και ξηρούς καρπούς, τότε αρχίσαμε να προσέχουμε τι χορεύαμε, και να διαβάζουμε στην άλλη όψη των μικρών δίσκων με τα πανκ συγκροτήματα και τα μυθικά τραγούδια- satisfaction, Rolling stones, Animals,house oft herising sun,Forminx, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Socrates, Τammy, cercami και μαγικές γαλλικές μπαλάντες, Αλίν, Κριστόφ και και Φρανσουάζ Αρντύ, tous les garcons et les filles, mavie, tombelaneige, moncinema, βελούδινος Adamo και κενό στο στομάχι-une mechede cheveux, αγκαλιασμένες με αδιάφορα αδέξια αγόρια με ιδρωμένα δάκτυλα που τρέμανε από πόθο και μας τσαλαπατούσαν συχνά, ενώ το αγόρι που μας άρεζε ούτε διανοούνταν να χορέψει μαζί μας.
Μαζί για χρόνια με τη Θεανώ, αλλά βίοι παράλληλοι. Μετά εκείνη παράτησε το σχολείο, ερωτεύθηκε ένα ωραίο αγόρι κι έφτιαξε νωρίς οικογένεια. Στα μεσοδιαστήματα, όταν βρισκόμασταν μετά από μια ολόκληρη ζωή χαμένες, με αγκάλιαζε πάντα τρυφερά, «χαθήκαμε, πάρε κάνα τηλέφωνο» , και η επωδός, «μαζί γεννηθήκαμε» « μαζί θα πεθάνουμε».
Όμως η φίλη Θεανώ, με ένα σωρό προβλήματα υγείας, πέθανε από ανακοπή χτες. Τη βρήκε η μεγάλη κόρη της, πεσμένη μόνη στο σπίτι της. Είχε από καιρό χάσει τον άντρα της και μαζί και κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή.