Ερχόταν το καλοκαιράκι νωρίς νωρίς στο ραντεβού, με το σορτσάκι του χρωματιστό , ενώ δεν το περίμενες , σφηνωμένη καθώς ήσουν μέσα σε συγγράμματα και κώδικες και με υπογραμμιστικά κίτρινα, πράσινα, κόκκινα , πώς προσπαθούσες να ελαφρύνεις τον όγκο , ατέλειωτα υπογραμμίζοντας τα σπουδαία αλλά και τα κοινότοπα παραθέματα για την εξεταστική του Ιουνίου που περνούσε κι έφευγε – οι συμφοιτήτριες που κατάφθαναν λάμποντας μαυρισμένες με τιραντάκια, τα αγόρια σοβαρά και σοβαροφανή, κι εσύ μέσα στο άγχος τυλιγμένη, ένα σάλι ασφαλείας , ντροπαλότητας και ντροπής, που δεν κάλυψες την ύλη, δεν ξέρεις τίποτα, δυο μέρες περισσότερο αν σου ’διναν, μια επανάληψη αν έκανες, πώς πας να γράψεις έτσι.
Κατρακυλούσε κι ο Ιούλιος με τη Λογοτεχνία , τα νέα βιβλία και τα παλιά ,μυστικά ετοιμάζοντας την πανωλεθρία του Σεπτεμβρίου, της νέας εξεταστικής, διαβάζοντας, διαβάζοντας, τροφή για τις ανάγκες σου όλες το διάβασμα – και πού λεφτά για θάλασσα , κι οι διακοπές άγνωστη λέξη . Οι φιλενάδες φευγάτες όλες, και τ’ αγόρια εκεί, στο σίγουρο ραντεβού με τη φαντασία .
Οι γονείς και τα αδέρφια πηγαινοέρχονταν ακατανόητα σε δουλειές και υποχρεώσεις και καθημερινότητες, έξω από τον κύκλο της δικής σου φαντασίας, κι εσύ ένας ξένος που δεν είχε μάθει να μοιράζεται, να συμμετέχει και να τολμά.
Παιδί της γενιάς σου, δασκαλεμένη από πολιτικά βιβλία που αναζητούσες, αγόραζες ή δανειζόσουν,αλλά και φεμινιστικά περιοδικά ΔΙΝΗ και ΣΚΟΥΠΑ, και λογοτεχνία ελληνική και ξένη και ταινίες ,παράλληλα με τα 18 ΚΕΙΜΕΝΑ και τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ όπου έψαχνες την ταυτότητά σου, ποια είσαι ποια μπορείς να γίνεις. Προβληματιζόσουν, λαχταρούσες να δώσεις απάντηση αποστομωτική στο τραγούδι του Σαβββόπουλου για τα κορίτσια που πάνε δυο δυο- κι ούτε λόγος πια γι’ αυτά. Είχες βαλθεί με έρωτα να δοκιμάσεις τα πράγματα της ζωής- Έκανες συνέχεια τις λάθος επιλογές, ως τολμηρά επιτεύγματα .
Τα επόμενα χρόνια η δουλειά, οι απώλειες και γρήγορα ο γάμος και τα παιδιά. Για την άδεια την καλοκαιρινή δίνονταν μάχες στο γραφείο, πότε θα πάρεις, όλοι τον Αύγουστο ;Και τα παιδιά, τί θα τα κάνουμε τα παιδιά. Ας πάνε θερινά αγγλικά, ας τριγυρνάμε στο Θερμαϊκό τις Κυριακές. Υπάλληλοι. Πάλι το διάβασμα έσωζε την κατάσταση κι η φαντασία επίπλωνε διαμερίσματα δροσιάς και ευθυμίας κι ωστόσο οι γονείς ακόμα στη ζωή, ήσουν παιδί κάποιων γονιών ακόμα, ήσουν παιδί.
Και στα σαράντα, άλλη δουλειά, μεγάλη ένταση στην οικογένεια, φίλοι καινούργιοι και τα παιδιά προέφηβοι, πηγαινοέρχονταν αναζητώντας, τί; Κι εσύ μαζί τους λαχταρούσες, γεμάτη φόβους αλλά κι ελπίδες. Το καλοκαίρι , στις διακοπές, λίγα βιβλία τώρα. Κάτι είχες βρεί, είχες στηρίγματα, είχες ταυτότητες, αλλά και πάλι ήσουν «εσύ»;
Τα παιδιά φευγάτα για σπουδές, και η αγωνία η ίδια πάντα, για τη ζωή τους, για τη δουλειά τους, τι σχεδιάζουν. Δύο σας στο σπίτι, αλλά με φίλους, βιβλία πάντα , κι απαντοχή.
Το καλοκαίρι έρχεται πάντα, τώρα περίπλοκο, με τα παιδιά σου και τα παιδιά τους – οι ελπίδες πολλαπλασιασμένες , με τις φιλίες και τα διαβάσματα, αναζητώντας , κατανοώντας, δικαιολογώντας, χτίζοντας ως το τέλος την εαυτή σου. Και το αεράκι το ίδιο πάντα, της προσμονής.