Από γυναίκα του δρόμου- στο κόμμα, στον Δήμο ,στα Συμβούλια, παντού- έγινα γυναίκα του καναπέ, άρχισε η μεγάλη μου φίλη, η κυρία Ασπασία Κ. Από δύο χρονώ έπαθα πολιομυελίτιδα. Ανάπηρο το δεξί πόδι και το αριστερό χέρι .Εδώ είμαστε μια μικρή κοινωνία, έχουμε ανάγκη τον συνάνθρωπο, να τον αγαπάμε. Όλοι δίνουμε κι όλοι παίρνουμε, έλεγε ο πατέρας, όταν γύρισε από την εξορία στη Σκόπελο, επί Μεταξά. Δεν μπορείς να κάνεις μόνος, έχεις ανάγκη απ ’τον διπλανό σου, να δεις ποιος είσαι. Έβαζε λοιπόν αρμοδιότητες. Ήμασταν τέσσερα κορίτσια και τέσσερα αγόρια στο χωριό**, που το έκαψαν το ’43 οι ναζί κι ύστερα πήγαμε στην Κατερίνη και μετά στη Θεσσαλονίκη. Οι μεγάλες αδερφές ασχολούνταν με τις γκαζόλαμπες και το νοικοκυριό γενικά, κουβαλούσαν νερό κι η μικρότερη έβαφε τα παπούτσια όλων, λαμπίκος τα παπούτσια.
Στη μεγάλη τους αυλή, στο πλακόστρωτο, έρχονται τα κοριτσάκια, οι συμμαθήτριες, κι εκεί η μάνα της την ενθαρρύνει να παίξει κουτσό με το αριστερό πόδι και σχοινάκι – να δες, κι έμπαινε η ίδια στο παιχνίδι, με το αριστερό. Μπορείς και σύ, την καλούσε ζωηρά. Έτσι συμμετείχε σε όλα τα παιδικά παιχνίδια. Και στη Γυμναστική, ας μη ζητούσε απαλλαγή, την στηρίζει ο πατέρας. Ας έκανε τις ασκήσεις που μπορούσε, για να γυμνάσει το σώμα. Η αναπηρία δεν είναι κατάρα, είναι τρόπος ζωής. Με χίλιους τρόπους έπρεπε αυτό να το καταλάβει. Πρέπει να αναπτύξει το μυαλό, τη σκέψη, γιατί η σκέψη κινεί το σώμα. Η σκέψη σε βοηθάει και μέσα στην κόλαση να βρεις κάτι που δεν είναι κόλαση.
Η μεγάλη μου φίλη μου διηγείται και σκέφτομαι πόσο μεγάλη σύμπτωση να διαβάζω παρόμοιες σκέψεις αυτές τις μέρες στο βιβλίο για τον Τζωρτζ Στάινερ* που υποφέροντας κι αυτός από παιδί με μια αναπηρία, μια σωματική παραμόρφωση στο χέρι του, είχε δίπλα του τη μάνα του, μια Βιεννέζα πολύγλωσση αρχοντογυναίκα να του ζητάει να μάθει και τα κορδόνια του να δένει μόνος, μόλο που ήταν δύσκολο, πολύ δύσκολο και με το ανάπηρο χέρι να γράφει και γενικά να αντιμετωπίζει την όλη αναπηρία σαν προνόμιο μέγα- «ήταν μια μεταφυσική της θέλησης, της πειθαρχίας, πάνω απ’ όλα της ευτυχίας – κι αυτό το πράγμα κράτησε στη ζωή του όλη», «κι είναι πολύ ενδιαφέρον να προσπαθείς να εντοπίσεις τί έχει καταφέρει να νικήσει ο καθένας – ο Μπετόβεν, ο Σωκράτης ή ο Νίτσε».
Η αναπηρία δεν είναι κατάρα. Είχε ένα αδερφάκι, πέθανε μωρό και μετά γεννήθηκε εκείνη. Άθεος ο πατέρας της, σας τιμώρησε ο θεός, είπαν μερικοί. Είναι τρόπος ζωής η αναπηρία, να βρεις τρόπο να την καλύψεις, να πορευτείς μαζί της. Της άρεσε το βιολί, η φυσαρμόνικα, με το ένα χέρι όμως υπήρχε πρόβλημα. Άρχισε να παίρνει δίσκους και ν’ ακούει μουσική κι όσο μπορούσε αναπλήρωνε την έλλειψη αυτή
«…Και μου είπε ο ορθοπεδικός, σου έκαψε τον μυ τον καλό και τον αφαλό»- για να μην κάνω κομμουνιστάκια.
Ο ίδιος ο πατέρας της πέρασε πολλά αλλά είχε να λέει ότι όλοι μαζί, αντέχανε. Το δύσκολο ήταν στην «πειθαρχημένη διαβίωση», και στο κλείδωμα στο υπόγειο, στη Σκόπελο. Λίγο το φως και από τις τρύπες έμπαιναν μυρμήγκια, να φάνε τα ψίχουλα. Τα παρατηρούσε εκείνος, κι έτσι πέρναγε η ώρα. Ζήταγε λοιπόν περισσότερο ψωμί – «μπολσεβίκο, πολύ ψωμί τρως», διαμαρτύρονταν εκείνοι. « Τί να κάνουμε, είμαι χωριάτης- δώστε μου αυτά που πετάτε». Τα έριχνε στο πάτωμα και παρακολουθούσε την πλημμύρα των μυρμηγκιών που μαζεύονταν. Οι εντολές του να μην πειράξουν άνθρωπο, να μην πατήσουν μυρμήγκι. Μα, έλεγαν αυτές, μπαίνουν στις μαρμελάδες, χαλάν τα φαγητά. Ρίξτε λίγο αλεύρι σε ένα φαράσι κι εκεί θα τυλιχτούν και πετάξτε τα μετά στον μπαξέ, θα σωθούν, η απάντησή του.
Για τα βασανιστήρια που τράβηξε η ίδια – αναρωτιούνταν μερικοί, πώς και δεν «μίλησε». Δεν ήταν μαζοχίστρια. Οι εμπειρίες της λένε πως αν μιλούσε, αν «έδινε» τους συντρόφους της θα τρελλαινόταν μετά. Τη μεγαλύτερη αντίσταση κατά της χούντας την έκανε η Ντώυτσε Βέλε. Έστελναν από εδώ διάφορα. Αν μιλούσε, τί θα γινόταν το παλικάρι εκείνο, ο υπεύθυνος, όταν τον ανάγκαζαν να ομολογήσει. Θα έπρεπε να αυτοκτονήσει εκείνη μετά. Δεν μίλησε.
Ο πατέρας της είχε φέρει έναν φίλο από την εξορία. Επί Μεταξά του είχαν βγάλει τα νύχια. Έπαθε μόλυνση και κουνούσε τους αντίχειρες, ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Στραπατσαρισμένος, ούτε όρθιος δεν μπορούσε να σταθεί. Ο σύντροφος που πρόδωσε, όταν τον αντίκρισε στη φυλακή, όταν ένιωσε ότι αυτός ήταν η αιτία αυτού του μεγάλου πόνου, ένιωσε τέτοια λύπη που τρελάθηκε. Ένας ξάδερφός της, φίλος του Χρόνη Μίσιου, στην οργάνωση της Θεσσαλονίκης, έγινε φυματικός από τα βασανιστήρια. Πάντα και παντού η μανία για εξουσία .Στο κατηχητικό που πήγα, ποίμνιο, στο κόμμα μάζα, τώρα είμαι η Ασπασία και πιστεύω μόνο στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου..
Έμεναν σε ένα μεγάλο σπίτι στο Χαριλάου, στην Ετεοκλέους. Περνούσε από κει η Βαγγελιώ, με τα αδέρφια της, η μετέπειτα κουμπάρα της και κοιτούσαν τον κήπο φορτωμένο δέντρα και λουλούδια, καϊσιές και βερικοκιές κι όλα τα καλά του θεού, παράδεισος, έλεγαν να κλέψουν τίποτα βερίκοκα, μόνο μη τους δει ο γερο-Μαραβέας, ο πεθερός της και τους πάρει στο κυνήγι με το μπαστουνάκι του με την ασημένια λαβή.
Γιατί διαλέξατε τη Φιλοσοφική, ενώ είχατε 20 σε όλα τα μαθήματα;Tην είχε ρωτήσει εκείνο τον καιρό ένας καθηγητής. Είναι που η Χημεία που μου άρεσε ήθελε φροντιστήριο, είχε απαντήσει εκείνη. Έκανε όλα της τα χρόνια ιδιαίτερα. Τώρα έρχονται σαν σε προσκύνημα από όλο τον κόσμο οι μαθητές της και τη βρίσκουν . Να την αγκαλιάσουν συγκινημένοι, να συζητήσουν μαζί της, να αντικρίσουν μια ζωντανή συνείδηση .
Για τους νέους συμβουλεύει αυτογνωσία και κοινωνικοποίηση, με την έννοια ότι έχεις ανάγκη τον διπλανό σου – και παιδαγωγός είναι αυτός που λέει στο παιδί ,δεν είσαι αυτός που λέει ο πατέρας σου ή ο δάσκαλός σου, είσαι αυτός που εσύ κρίνεις.
-
Τζωρτζ Στάινερ, με την Λώρ Άντλερ, ΕΝΑ ΜΑΚΡΥ ΣΑΒΒΑΤΟ, εκδ.Δώμα
-
το Λιβάδι Ολύμπου
Νοέμβριος 2022