H Aγγελική Δαρλάση είναι μια δραστήρια συγγραφέας που έχε συμβάλλει σημαντικά στην άνθιση του παιδικού και εφηβικού βιβλίου. Το τελευταίο της βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάπα Εκδοτική και φέρει τον τίτλο «Ραϊάν και Νουρ ή Νουρ και Ραϊάν». Πρόκειται για ένα θεατρικό έργο που μπορεί να βρει σε αυτό ποικίλες και ενδιαφέρουσες προεκτάσεις. Το έργο «ξεκινά με όλον τον θίασο να είναι πάνω στη σκηνή σύμφωνα με τις σκηνικές οδηγίες. Η Δαρλάση θέτει σαν σημείο αναφοράς, που βοηθά και τη σκηνοθετική προσέγγιση, το εξής: «Ολοι μοιράζονται την αφήγηση και σταδιακά μπαίνουν στους ρόλους τους. Πολλές φορές θα χρειαστεί και πάλι να γίνονται αφηγητές και να παίζουν εκ νέου κάποιον άλλο ρόλο (εκτός από τους δύο βασικούς ρόλους: της Νουρ και του Ραϊάν.)» Ξεκινάνε με ένα τραγούδι που πραγματεύεται την ανάγκη του ανθρώπου να βρει τον αληθινό του εαυτό να ανακαλύψει ποιος πραγματικά είναι. Τα λόγια του τραγουδιού είναι τα εξής: (α΄στροφή) «Nα γίνω λιοντάρι ,να γίνω αητός./ Να γίνω φεγγάρι ή αστέρι τη νύχτα. Να γίνω ακόμη κι ένας ήλιος λαμπρός./ Να γίνω καρδιά μου ό,τι πολύ λαχταρώ./ Γι αυτό συνέχεια θα πολεμώ. Κι αν χάσω…/ Για νίκη θα μετράω την ήττα. /(β΄στροφή) Γιατί μόνο αν βρω τον πραγματικό εαυτό μου / Μόνο όταν μπορέσω να μ΄αποδεχτώ / Και στην κορφή του κόσμου θα μπορέσω ν ΄ανέβω / Και θα φωνάξω «ναι ,είμαι στ΄αλήθεια εγώ»!/ Να γίνω ένας άλλος μην μου ζητάς /Αγάπα με γι ό,τι στ΄αλήθεια είμαι. »/ Mετά ακολουθεί μια συζήτηση για τα στερεότυπα του φύλου. Δηλαδή αν είσαι κορίτσι, απαγορεύεται να παίξεις με κουκλόσπιτο; H αν είσαι αγόρι, θα πρέπει να παίζεις μόνο μπάλα; ‘Oλα αυτά οδηγούν τον αναγνώστη να αναρωτηθεί τι σχέση έχουν αυτά με το έργο, όμως αυτές οι σκέψεις φέρνουν στο μυαλό της ομάδας την ιστορία της Νουρ και του Ραϊάν. Περίπλοκα πράγματα. Ο Ραϊάν που ήταν βασιλόπουλο και μετά έγινε η Νουρ η κόρης της γριάς. Μπερδεμένα λόγια, πολλά ερωτηματικά, ασάφειες, μέχρι που όλα παίρνουν το δρόμο τους και μετά το παίγνιο των αρχικών διαλόγων και του «ποιος είναι ποιος», ξετυλίγεται η ιστορία. Ξεκινάει παραδοσιακά, με το κλασικό «μια φορά και έναν καιρό». Tοτε που ζούσαν ακόμα βασιλιάδες και πρίγκιπες και στρατιώτες με σπαθιά και με μαχαίρια.
Κάπου μακριά ζούσε ένα βασιλόπουλο ο Ραιάν. Ήταν παιδί διαβαστερό σε αντίθεση με τον πατέρα του που δεν εκτιμά το διάβασμα και τα βιβλία. Προτιμά τον πόλεμο και τη σκληρότητα. Ο γιος του θέλει να του δείξει τα αστέρια με το τηλεσκόπιο και να του πει τα ονόματά τους και κείνος απαντά με κυνισμό : «Ένας μελλοντικός βασιλιάς να χαζολογάει κοιτάζοντας τον ουρανό κι ονοματίζοντας αστέρια!» Ο Δάσκαλος και το Βασιλόπουλο απογοητεύονται από αυτήν τη φιλοσοφία του Βασιλιά που αγαπημένη του ασχολία ήταν να κηρύσσει πόλεμο κάθε λίγο και λιγάκι, αφού ήταν εξαιρετικά πολεμοχαρής!
Το έργο θίγει και το θέμα της διαφορετικότητας, αλλά και των κοινωνικών προτύπων και παίζει με τις αντιλήψεις για το αντρικό και γυναικείο φύλο. O Bασιλιάς συνήθως σε όλα τα έργα ή παραμύθια βγάζει μια διαταγή, που είναι τις πιο πολλές φορές απαγορευτική. Γιατί πώς αλλιώς θα επιβάλλει την εξουσία ή τη μοναρχία του. Ακόμα κι αν πρόκειται για το ίδιο του το παιδί, εκείνος επιμένει στην μονολιθικότητά του. Το φιρμάνι του αυτή τη φορά λέει: «Απαγορεύεται το διάβασμα κάθε είδους βιβλίου- εκτός κι αν αφορά μελέτη χαρτιών και στρατηγικής. Απαγορεύεται επίσης η παρατήρηση με τηλεσκόπια, ειδικά του έναστρου ουρανού. Α! Επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση που αφορά στην παρατήρηση εχθρικών στρατευμάτων ή εν γένει του εχθρού.» Απαγορεύει δηλαδή ακριβώς ό,τι αγαπά ο γιος του να κάνει. Δεν δείχνει ενδιαφέρον ούτε για τις ανάγκες, ούτε για τις προτιμήσεις του, επιδεικνύοντας εξαιρετική σκληρότητα.
Ιδέα-κλειδί μέσα στο έργο είναι πως στο Βασιλόπουλο δεν αρέσει ο πόλεμος . Θεωρεί πως ο πόλεμος είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στους ανθρωπους. Αλλά εδώ αυτή η άποψη περί ειρήνης συγκρούεται με την αυταρχικότητα και τη μονολιθικότητα του μονάρχη :« Είσαι γιος μου και θα κάνεις ό,τι λέω», αντιτείνει εκείνος. Βγαίνει κι ο Ντελάλης που φωνάζει το νέο φιρμάνι: «Με απόφαση του πολυχρονεμένου μας βασιλιά όλοι οι νέοι άντρες πρέπει να παρουσιαστούν στο στρατό προκειμένου να πολεμήσουν στο νέο πόλεμο εναντίον του εχθρού μας.» Ο στρατιώτης έχει βγει και μαζεύει κόσμο για να τον στείλει στον πόλεμο. Το Βασιλόπουλο ανοίγει το κλουβί και βγαίνουν οι χήνες για να αποσπάσει την προσοχή όλων και των στρατιωτών και του αμαξά και να το σκάσει. Ολοι μπερδεύονται, μπουρδουκλώνονται, ακούνε κρωξίματα και το Βασιλόπουλο το σκάει για άλλη μια φορά. Το απίστευτο είναι πως το σκάει και το…σκλαβάκι από τη φυλακή…! Πώς έγινε αυτό;’ Eγινε κάτι μαγικό. Με την τεχνική της μεταμφίεσης που εντάσσει μέσα στην πλοκή, η Δαρλάση το πετυχαίνει. Το σκλαβάκι δεν είναι αυτό που φαίνεται. Εδώ το φαίνεσθαι και το είναι παίζουν παιχνίδια μοιραία. Στη φυλακή λοιπόν βλέπουμε το σκλαβάκι να έχει τυλίξει το σαρίκι που φορούσε στο κεφάλι ως σάλι γύρω από το σώμα. Λύνει τα μαλλιά του που πέφτουν στο λαιμό της. Το σκλαβάκι, ο νεαρός σκλάβος είναι… κορίτσι! Φωνάζει στον φρουρό να της ανοίξει, μπήκε τάχα για να φέρει φαγητό στον κρατούμενο σκλάβο. Φαίνεται κάτι να θυμίζει στον φρουρό, που θυμάται άλλη υπηρέτρια να φέρνει το φαγητό, αλλά με τρόπο τού αλλάζει το θέμα της κουβέντας. «Το θέμα δεν είναι ούτε ποια ξέρεις ούτε ποια δεν ξέρεις. […] Άλλο είναι το θέμα μας. Πού είναι ο κρατούμενός σας, σε ποιον να αφήσω το φαγητό. Εγώ τι να κάνω τώρα με το φαγητό. Να το αφήσω ή όχι;»
Κατόπιν και στα πλαίσια της διάδρασης οι ηθοποιοί απευθυνόμενοι στο κοινό [1] ρωτούν τους μικρούς θεατές τι είναι πιο ωραίο να είναι κανείς. Αγόρι ή κορίτσι. Εκεί κατά τη διάρκεια της παράστασης θα προκληθούν αντιδράσεις και θα ανάψουν τα αίματα, επειδή μπορεί να υπάρξει μια αντανωνιστική διάθεση ανάμεσα στα δύο φύλα. Αλλά ο ηθοποιός – αφηγητής θα μιλήσει και θα έχει συμβιβαστική διάθεση: «Τίποτα από τα δύο δεν είναι καλύτερο. Κι απ΄ ό,τι βλέπω στην ιστορία μας, και στις δύο περιπτώσεις έχεις προβλήματα. Όταν ήσουν αγόρι το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να πας στον πόλεμο και όταν ήσουν κορίτσι το πότε θα σε παντρέψουν, ακόμη και με όποιον να ναι.»
Τα στερεοτυπικά πρότυπα ισχύουν και για Βασιλιάδες. Τα αγόρια Βασιλιάδες μπορούσαν να μορφωθούν, να μάθουν ιππασία, ξιφασκία και να εκπαιδευτούν στρατιωτικά. Η μικρή Νουρ δεν καταλαβαίνει γιατί δεν μπορεί να τα κάνει όλα αυτα και η ίδια, αφού της αρέσουν. Η Βασίλισσα εξηγεί πως τη μεγάλωσε σαν αγόρι, επειδή ήταν μεγάλη όταν τη γέννησε και δεν είχε τη δυνατότητα για άλλο παιδί. Φοβάται όμως και την οργή του άντρα της, όταν μαθει πως εξαπατήθηκε από την γυναίκα του. Ο Βασιλιάς την αγαπάει ως γιο του, ως Νουρ και όχι ως κόρη.
Πώς τελειώνει το έργο; To Bασιλόπουλο και η Βασιλοπούλα διαδέχονται άμεσα τους πατεράδες τους στο θρόνο της χώρας του ο καθένας. Πρώτο τους μέλημα να συνάψουν σύμβολο ειρήνης και φιλίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Και για να είναι απολύτως σίγουροι ότι δεν θα ξανακηρυχθεί πόλεμος μεταξύ τους, παντρεύτηκαν κιόλας, έτσι εξασφάλισαν αιώνια ειρήνη. Δηλώνουν ενώπιον των θεατών ότι παντρεύονται βασικά επειδή αγαπιούνται και ξέρει ο ένας τον άλλο από την καλή και από την ανάποδη. Και αποδέχεται και σέβεται ο ένας τον άλλο και τις προτιμήσεις του. Οτι εκείνη θα ιππεύει με τις ώρες και εκείνος θα κοιτάει τ ‘αστέρια με τις ώρες. Ορκίζονται πως ο ένας αρέσει στο άλλο όπως ακριβώς είναι.
Είναι ένα έργο ευρηματικό, ισορροπημένο, με πολλά στοιχεία παραμυθιού και δράσης: εξωτισμός, παλάτια, βασιλιάδες, πονηρές γριές, πειρατές, φυλακές, μεταμφιέσεις. Παιχνίδι με το φαίνεσθαι και το είναι ! Προωθεί την έννοια της κατανόησης απέναντι στην διαφορετικότητα, παίζει με τα στερεοτυπικά πρότυπα των δύο φύλων και έχει ισχυρά στοιχεία ενδοκειμενικής αναφοράς. Αυτό διατυπώνεται με την έννοια πως στα θεατρικά της Δαρλάση συναντάμε κάποια σταθερά ευρήματα, κάποιους κοινούς τόπους και αναφορές. Έτσι, μοιάζει σαν όλα τα έργα της να συνδιαλλέγονται γόνιμα μεταξύ τους και να επικοινωνούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία, σαν φορείς αξιών. Για παράδειγμα, εδώ το διαβαστερό βασιλόπουλο μάς θυμίζει την Ξύπνια Βασιλοπούλα, ο Βασιλιάς, ο μπαμπάς του βασιλόπουλου, που μισεί το διάβασμα μάς θυμίζει τον μπαμπά της που είναι αρνητικός, μέχρι που η κόρη του τα κάνει όλα άνω κάτω και δημιουργεί στο Βασίλειο μια τεράστια κεντρική βιβλιοθήκη. Πάντως και εδώ έχουμε ανατροπή του Βασιλιά. Και δω υπερτερεί η άποψη πως αξίζει να διαβάζει κανείς,γιατί έτσι ανοίγει το μυαλό του .Και η γνώση είναι μεγάλη δύναμη!Ακόμα, εδώ κυριαρχεί η αντίθεση ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι και στο κατά πόσο οι επιλογές μας καθορίζουν την τύχη μας και τη ζωή μας.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΔΑΡΛΑΣΗ
Eρωτήματα που έχω θέσει είναι τα εξής: Πόσο λειτουργικοί είναι οι ήρωές της, πώς η θεματολογία της αγγίζει τους μικρούς θεατές ή τους εφήβους και γιατί. Eμπνέεται από την εποχή που ζει; Τι τη διαφοροποιεί από συγγραφείς παλαιότερων εποχών;
Η Αγγελική Δαρλάση είναι μια σύγχρονη συγγραφέας παιδικών βιβλίων που επιλέγει μια θεματολογία που αγγίζει μικρούς και μεγαλους. Εχοντας μελετήσει και τα άλλα θεατρικά της, βλέπω πως αντιμετωπίζει το θέατρο για παιδιά και εφήβους με σεβασμό, προβάλλοντας την αντίληψη του παιδιού – θεατή ως δυνάμη εξελισσόμενης προσωπικότητας.Υποβάλλει μια θεώρηση της ζωής ενθαρρυντική και θετική, αποφεύγοντας τον εξωρα ισμό της πραγματικότητας. Βοηθάει τα παιδιά να ανιχνεύσουν την ταυτότητά τους σε μια δύσκολη εποχή που οι ρυθμοί αναπτυξης και ζωής τείνουν να συμβάλλουν στην καταστροφή της ταυτότητας των μεγάλων και κυρίως των παιδιών. Ζούμε σε μια εποχή που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επηρεάζουν συνειδήσεις. Μέσω του θεάτρου θέλουμε να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να κάνουν ερωτήσεις, να καταλάβουν ότι η κριτική αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά τους, να απολαύσουν τη δημιουργική σκέψη και να αντλούν ευχαρίστηση από την αναζήτηση εναλλακτικών. [2] Τα έργα της Δαρλάση και λόγω θεματικής αλλά και λόγω του τρόπου πραγμάτευσης της εκάστοτε θεματικής προσφέρονται για εμψύχωση και και θεατρική δράση και θίγουν πολλά σύγχρονα ζητήματα πάνω στα οποία οι νέοι πρέπει να έχουν άποψη.
Όι ήρωές της είναι νέοι που συνήθως έχουν να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση ή ένα πρόβλημα. Καταφέρνουν να ξεπεράσουν το εμπόδιο και να νικήσουν. Η πλοκή είναι πάντα ενδιαφέρουσα με την έννοια ότι υπάρχουν πολλές ανατροπές. Έξυπνα θέματα, οι κεντρικοί ήρωες , είναι οικείοι στους μικρούς θεατες γιατί είναι ευγενικοί, καλόκαρδοι, προσηνείς. Μέσα από τις δοκιμασίες τους γίνονται πιο σοφοί . Μαθαίνουν, προχωράνε, εξελίσσονται. Κλασικό παράδειγμα το Παλιόπαιδο, του οποίου η ζωή από σκοτεινή γίνεται φωτεινή χάρη όχι μόνο στην τύχη του, αλλά και στις δικές του επιλογές.
Γλώσσα άμεση, μεστή, ουσιαστική, καθόλου φλύαρη.
Η χρήση Αφηγητών αλλά και τα τραγούδια θυμίζουν τακτικές Μπρεχτ.
Ακόμα στα πλαίσια της ενδοκειμενικής διακειμενικότητας, μέσα στα εργα της επανέρχοναι βασικά μοτίβα; Η αξία του διαβάσματος, ο Βασιλιάς και οι εμμονές του, το μοτίβο με τα φτερά που χάθηκαν.
Δεν είναι καθόλου γραφική, κεντρίζει την παιδική σκέψη και ψυχολογία. Οχι ότι δεν παίζει ή δεν πειραματίζεται με τη φαντασία, Αλλά δεν είναι ηθικοπλαστική, ξεπερασμένη, παρωχυμένη. Έχει ανοιχτές τις κεραίες της στην εποχή και στις ανάγκες των παιδιών. Τα βιβλία της σέβονται τα παιδιά και δεν υποτιμούν τη νοημοσύνη τους ούτε την προσληπτική τους ικανότητα ή δυνατότητα ακόμα.
Δεν ωραιοποιεί καταστάσεις, δεν έχει γλυκανάλατη πλοκή, ούτε σχηματικούς χαρακτήρες. Δεν θέλει να νουθετήσει, να γίνει διδακτική ή γραφική ή να προβάλλει συγκεκριμένα στερεοτυπικά πρότυπα. Οι παλαιότεροι συγγραφείς μπορεί να είχαν σαν στόχο πιο πολύ το παιδαγωγικό έργο. Στόχευαν να μεταδώσουν ένα μήνυμα να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Θεόδωρος Γραμματάς [3] : «Τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του νεοελληνικού θεάτρου για ανήλικους θεατές , οι δραματουργοί αποσκοπούσαν κυρώς στην επίτευξη παιδαγωγικών, ηθικοπλαστικών και εθνικών σκοπών .Έτσι αντιμετώπιζαν το παιδί στη θεατρική αίθουσα πρωτίστως ως δέκτη μηνυμάτων που θα μπορούσαν να αποβούν λυσιτελή για τη συγκρότηση της ηθικής προσωπικότητάς του και τη συμμόρφωσή του προς τα ισχύοντα κοινωνικά πρότυπα.»
Μάλιστα, η Μαρία Δημάκη Ζώρα στο βιβλίο της « Θεατρικές Σελίδες » [4]αναφέρει και παραδείγματα συγγραφέων που αντιμετώπισαν το θέατρο ως μέσο αγωγής πιο πολύ και, δευτερευόντως, ως καλλιτεχνική δημιουργία. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται στους : Eυφροσύνη Λόντου – Δημητρακοπούλου [5], Αντιγόνη Κροντηρά – Μεταξά [6] καθώς και στον Στέλιο Σπεράντζα [7]
Το παιδί δεχόταν ως παθητικός δέκτης ηθικοπλαστικά μηνύματα και δεν αυτενεργούσε.
Εξαίρεση και μια ειδική περίπτωση αποτέλεσε ο Βασίλης Ρώτας [8] που με την ανεπιτήδευτη γλώσσα του αναγνώριζε ένα κοινωνικό πρόσωπο στην τέχνη και αντιμετώπιζε το θέατρο για ανηλίκους με την ίδια αντίληψη όπως και το θέατρο για ενήλικες [9] .
« Γενικά το θέατρο για παιδιά στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄70 περίπου συνέχισε να διέπεται κυρίως από την αισθητική του διδακτισμού.» και το παιδί να αντιμετωπίζεται ως παθητικός δέκτης όπως αναλύει και ο Λάκης Κουρετζής [10]. « Όλα τα έργα καταλήγουν πάντα σε κάποιο ηθικό συμπέρασμα. Οι λύσεις απλουστεύονται , η φαντασία απουσιάζει. Τα δρώμενα αφήνουν τα παιδιά αδιάφορα γιατί τα πάντα πάνω στη σκηνή γίνονται χωρίς τη συμμετοχή τους[…]»
Με την Δαρλάση η θεατρική πράξη στέκεται πιο κοντά στην τέχνη παρά στην παιδαγωγική. Κι αυτό γιατί με τον τρόπο που γράφει θέατρο για παιδιά και εφήβους , αφήνει πόρτες ανοιχτές, καλλιεργεί την ερώτηση, υποδεικνύει πεδία αμφισβήτησης , συνδιαλλέγεται με το άγνωστο, ρισκάρει. Οπως λέει και η Falconi [11], το εκπαιδευτικό πλαίσιο είναι ένα μέρος όπου προάγει την ασφάλεια, την επιβεβαίωση, τους κανόνες, ενώ το καλλιτεχνικό πλαίσιο είναι ένα μέρος όπου κυριαρχεί το ρίσκο, η αβεβαιότητα, το χάος και η αμφισβήτηση.
Εδώ λοιπόν πιστεύουμε ότι η Δαρλάση δεν προσπαθεί να δώσει – ως αυτοσκοπό τουλάχιστον – ένα παιδαγωγικό εργαλείο στα παιδιά – όπως έκαναν συγγραφείς που ανήκουν σε παλαιότερες γενιές. Αλλά προτείνει τρόπους σκέψης, εγείρει προβληματισμούς, προσπαθεί να μυήσει στη μαγεία και δίνει ενδεχόμενα του κόσμου τούτου, ενθαρρύνοντας συνάμα την κριτική και δημιουργική σκέψη των παιδιών και των εφήβων. Δεν έγραψε έργα που προορίζονται για να παιχθούν μέσα στο σχολείο.Δεν εργαλειοποιεί το θέατρο για να κουνήσει το δάκτυλ , δίνοντας έτοιμες απόψεις ή κάνοντας εθνική ή θρησκευτική προπαγάνδα.
Διασκεδάζει και καλλιεργεί. Τα θέματα που θίγει είναι καίρια, μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά να έχουν ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Εκπλήξεις, ομορφιές και ανατροπές. Υπάρχει ένα βλέμμα διεισδυτικό, καθόλου πουριτανικό ή γεμάτο διδακτισμό ή ενοχή. Συγκινεί και ευχαριστεί, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον των παιδιών.
——————————
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ -ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Εδώ όπως και σε πολλά σημεία των έργων της Δαρλάση έχουμε κάλεσμα των παιδιών για συμμετοχή. Στο Θέατρο Συμμετοχής τα έργα φτιάχνονται με τέτοιο τρόπο, που τα παιδιά μετέχουν ενεργά και πολλές φορές αλλοιώνουν τη ροή των πραγμάτων στην παράσταση. Βλ.Δημήτρης Ποταμίτης «Θέατρο για Παιδιά» , Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας 6 (1991), σελ.65-66
[2](Zipes J.(ed.).Political plays for children: The Grips Theater of Berlin,St Louis:Telos, 2)
[3]Θόδωρος Γραμματάς, Fantasyland, Θέατρο για παιδικό και Νεανικό κοινό [ Θεατρική Παιδεία :1].Aθήνα: Tυπωθήτω, 1996 ,σελ 179, 256-259
[4]Μαρία Δημάκη – Ζώρα, Θεατρικές Σελίδες ,Κεφάλαιο ΧΙΙΙ, Το σύγχρονο ελληνικό θέατρο για ανήλικους θεατές : η μετάβαση από το παιδί – δέκτη στο παιδί – συνδημιουργό, Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2018 , σελ:273- 288
[5] «H Eυφροσύνη Λόντου – Δημητρακοπούλου , σκαπανέας του θεάτρου για παιδιά και εφήβους στην Ελλάδα ,ιδρύτρια της Παιδικής και Εφηβικής Σκηνής το 1931, βυζαντινολόγος, παιδαγωγός, συγγραφέας και δραματουργός, έκανε λόγο για « παιδαγωγούν » θέατρο, όπως το αποκαλούσε.» βλ. Μαρία Δημάκη – Ζώρα, Θεατρικές Σελίδες, Κεφάλαιο ΧΙΙΙ, Το σύγχρονο ελληνικό θέατρο για ανήλικους θεατές : η μετάβαση από το παιδί – δέκτη στο παιδί – συνδημιουργό, Εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2018 , σελ:274.
[6]Παρόμοιες απόψεις με την Λόντου – Δημητρακοπούλου είχε και η Αντιγόνη Μεταξά – Κροντηρά, ιδρύτρια του Θεάτρου του Παιδιού (1932) , εργάστηκε πάθος και όραμα στο χώρο του θεάτρου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης για παιδιά. « Ο σκοπός του Παιδικού θεάτρου […] είναι ακόμα να τους διδάξει την αγάπη στην Πατρίδα μας,να τους τονώσει το θρησκευτικό αίσθημα, να τους μάθη να σέβωνται τους γονείς και τους ανωτέρους τους, να τους φέρη κοντά στο Καλό και το Ωραίο [..] »,βλ.Μαρία Δημάκη Ζώρα ,ο.π. σελ. 275
[7]«Ο Στέλιος Σπεράντζας, ποιητής, λογοτέχνης και δραματουργός επιδόθηκε στη συγγραφή και δημοσίευση θεατρικών έργων για παιδιά, με κύριο μέλημα τη διδασκαλία και την αποτελεσματικότερη εμπέδωση ιστορικών και αλλων γνώσεων […] αντιμετωπίζοντας το θέατρο πρωτίστως ως μέσον αγωγής και, δευτερευόντως, ως καλλιτεχνική δημιουργία […]» βλ. Μαρία Δημάκη Ζώρα ,ο.π. σελ. 275
[8]Βλ. Μαρία Δημάκη Ζώρα,ο.π. σελ. 277
[9]Γεωργία Λαδογιάννη, Το Παιδικό θέατρο στην Ελλάδα, Ιστορία και Κείμενα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα ,1998, σελ. 101-105
[10]Λάκης Κουρετζής, Το θέατρο για παιδιά και έργα ΄΄ παιδικού θεάτρου ΄΄ σε βιβλία , Διαβάζω 43 (1981), 31
[11]M.I Falconi, .(2015).Theater for Children and Youth : Art or Pedagogy; Υouth Journal , 29 :2,159-165/ Μετάφραση Ζωή Μαστροθανάση, Αφροδίτη Παπαζαρκάδα και Ειρήνη Σινάνη.
Η Ασημίνα Ξηρογιάννη είναι θεατρολόγος, συγγραφέας