-
Ενώ ο Νέαρχος ρύθμιζε όλα αυτά τα θέματα, ο ύπαρχος εκείνης της χώρας, έχοντας μάθει ότι τον Αλέξανδρο τον απασχολούσε πολύ η υπόθεση αυτής της αποστολής, σκέφτηκε πως σίγουρα θα αποκόμιζε κάποια μεγάλη ωφέλεια από τον Αλέξανδρο, αν του έφερνε πρώτος το μήνυμα της σωτηρίας του στόλου και την είδηση ότι σύντομα πρόκειται να εμφανιστεί μπροστά του ο Νέαρχος. Ακολουθώντας λοιπόν τον πιο σύντομο δρόμο, πήγε στον Αλέξανδρο και του ανήγγειλε ότι έρχεται ο Νέαρχος από τα πλοία. Μόλο που ο Αλέξανδρος δεν έδωσε τότε μεγάλη πίστη στα λόγια του, ωστόσο, όπως ήταν φυσικό, χάρηκε για το νέο. Όμως οι μέρες κυλούσαν η μία μετά την άλλη και, υπολογίζοντας τον χρόνο που πέρασε από τότε που πήρε την είδηση, δεν του φαινόταν πλέον ότι υπήρχε ίχνος αλήθειας στα όσα είχε μάθει. Επιπλέον, από αυτούς που έστελνε συνεχώς με σκοπό να βρουν και να φέρουν τον Νέαρχο, άλλοι προχώρησαν λίγο και, επειδή δεν συνάντησαν κανέναν, επέστρεψαν άπρακτοι, και άλλοι που πορεύτηκαν πολύ πιο μακριά χωρίς να πετύχουν τον Νέαρχο και τη συνοδεία του, ούτε οι ίδιοι δεν γύρισαν πίσω. Διέταξε λοιπόν ο Αλέξανδρος να συλλάβουν εκείνον τον άνθρωπο, γιατί κατά τη γνώμη του κ α ι κούφιες αγγελίες είχε φέρει κ α ι τα πράγματα τα είχε κάνει ακόμη πιο οδυνηρά γι’ αυτόν με την παράλογη χαρά που του προκάλεσε. Όσο για τον ίδιον, κ α ι από την όψη κ α ι από τη διάθεσή του, ήταν ολοφάνερο πως είχε πέσει σε βαθιά λύπη. Στο μεταξύ, κάποιοι από αυτούς που αναζητούσαν τον Νέαρχο και τους δικούς του οδηγώντας άλογα και άμαξες για τη μεταφορά τους, συναντούν στον δρόμο τον ίδιο τον Νέαρχο και τον Αρχία3 μαζί με πέντε έξι ακόμη ‒ με τόσους είχε ξεκινήσει για την ενδοχώρα. Όταν τους συνάντησαν, ούτε τον Νέαρχο γνώρισαν ούτε τον Αρχία ‒ τόσο πολύ φαίνονταν αλλαγμένοι· με μαλλιά μακριά, βρόμικοι, γεμάτοι αρμύρα, αδύνατοι, χλωμοί από την αγρύπνια και τις άλλες ταλαιπωρίες ‒ και άμα ρωτήθηκαν από εκείνους πού βρισκόταν ο Αλέξανδρος, τους κατατόπισαν σχετικά με τη θέση του και κίνησαν να φύγουν. Ο Αρχίας όμως κάτι κατάλαβε και λέει στον Νέαρχο: « Νέαρχε, αυτοί οι άνθρωποι που έχουν πάρει τον ίδιο μ’ εμάς δρόμο πιστεύω πως δεν είναι σταλμένοι για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο για να ψάξουν να βρουν εμάς. Και το ότι δεν μας αναγνωρίζουν δεν μου φαίνεται περίεργο· γιατί η κατάστασή μας έχει τέτοιο χάλι, που είμαστε αγνώριστοι. Να τους πούμε ποιοι είμαστε και να τους ρωτήσουμε τι τους φέρνει κατά δω». Ο Νέαρχος βρήκε τα λόγια του σωστά, και τους ρώτησαν πού πηγαίνουν. Αυτοί απάντησαν ότι αναζητούν τον Νέαρχο και τον στόλο, κι εκείνος τους είπε: «Εγώ είμαι ο Νέαρχος, και τούτος είναι ο Αρχίας. Εμπρός, οδηγήστε μας! Και θα πούμε εμείς στον Αλέξανδρο για τον ναυτικό στρατό».
-
Τους ανέβασαν στις άμαξες και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Κάποιοι όμως από αυτούς τους απεσταλμένους, θέλοντας να προφτάσουν τα νέα στον Αλέξανδρο, έτρεξαν πριν από τους άλλους και του είπαν: «Σου φέρνουν τον Νέαρχο μαζί με τον Αρχία και άλλους πέντε». Αλλά για το σύνολο του ναυτικού στρατού δεν είχαν τίποτε να αποκριθούν. Έτσι ο Αλέξανδρος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτοί μεν γλίτωσαν κατά τύχη, όμως ο στόλος του ολόκληρος καταστράφηκε· και δεν χαιρόταν τόσο για τη σωτηρία του Νέαρχου και του Αρχία, όσο λυπόταν για τον αφανισμό όλου του στόλου. Δεν είχαν προλάβει να τελειώσουν τα λεγόμενά τους, όταν έφτασαν ο Νέαρχος και ο Αρχίας. Ο Αλέξανδρος μόλις και μετά βίας τους αναγνώρισε, έτσι που τους έβλεπε μακρυμάλληδες και κακοντυμένους, και η εικόνα αυτή μεγάλωσε ακόμη περισσότερο τη βεβαιότητα και τη λύπη του για την τύχη του στρατού. Άπλωσε στον Νέαρχο το δεξί του χέρι, τον πήρε κατά μέρος, μακριά από τους εταίρους και τους υπασπιστές, και έκλαψε για ώρα πολλή. Όταν κάποια στιγμή συνήλθε, του είπε: «Βέβαια, το ότι εσύ και ο Αρχίας γυρίσατε κοντά μας σώοι κάνει όλη μας τη συμφορά πιο υποφερτή. Όμως τα πλοία και ο στρατός πώς αφανίστηκαν;» Ο Νέαρχος αποκρινόμενος του είπε: «Βασιλιά, σε διαβεβαιώνω πως και τα πλοία είναι σώα και ο στρατός. Εμείς ήρθαμε εδώ για να σου φέρουμε το άγγελμα της σωτηρίας τους». Ο Αλέξανδρος έκλαψε ακόμη πιο πολύ, γιατί του φαινόταν αναπάντεχη η σωτηρία του στόλου και ρωτούσε πού ήταν αγκυροβολημένα τα πλοία. Και ο Νέαρχος είπε: « Είναι τραβηγμένα έξω στην ακτή, στο στόμιο του ποταμού ΄Αναμη και επισκευάζονται». Τότε ο Αλέξανδρος ορκίστηκε στον Δία των Ελλήνων και στον ΄Αμμωνα των Λιβύων ότι, αληθινά, περισσότερο χάρηκε γι’ αυτή την είδηση, παρά για το ότι κατέληξε να έχει υπό την κατοχή του ολόκληρη την Ασία. Γιατί και η λύπη του για την απώλεια του στόλου ήταν ισοδύναμη με όλη την άλλη ευτυχία του.