ΙΧ. Μακεδόνες, θα σας πω τούτα τα λόγια, όχι για να σταθώ εμπόδιο στη λαχτάρα σας να γυρίσετε στην πατρίδα σας ‒ γιατί, όσο εξαρτάται από εμένα τουλάχιστον, μπορείτε να πάτε όπου θέλετε ‒ αλλά για να καταλάβετε ποιοι είμαστε εμείς και ποιοι δείξατε με τη συμπεριφορά σας απέναντί μας ότι είσαστε εσείς που τώρα σηκώνεστε και φεύγετε. Και πρώτα πρώτα, βέβαια, θ’ αρχίσω το λόγο μου από τον πατέρα μου, τον Φίλιππο, όπως άλλωστε είναι και το σωστό. Όταν λοιπόν σας παρέλαβε ο Φίλιππος, ήσασταν φτωχοί και τριγυρνούσατε εδώ κι εκεί, και οι περισσότεροι φορούσατε προβιές και βοσκούσατε λίγα πρόβατα επάνω στα βουνά και γι’ αυτά κακοπολεμούσατε με τους Ιλλυριούς και τους Τριβαλλούς και με τους γείτονές σας, τους Θράκες. Τότε, σας έδωσε να φοράτε χλαμύδες αντί για προβιές και σας κατέβασε απ’ τα βουνά στα πεδινά, καθιστώντας σας αξιόμαχους απέναντι στους γειτονικούς σας βαρβάρους, ώστε να σώζεστε εμπιστευόμενοι πλέον πιο πολύ όχι την οχυρότητα των τόπων σας, αλλά τη δική σας γενναιότητα. Επιπλέον, σας εγκατέστησε σε πόλεις και σας κυβέρνησε με νόμους και τρόπους χρηστούς. Και από δούλους και υπηκόους σάς έκανε εξουσιαστές των ίδιων εκείνων βαρβάρων που προηγουμένως και εσάς αιχμαλώτιζαν και τα υπάρχοντά σας άρπαζαν· και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης το προσάρτησε στη Μακεδονία· και καταλαμβάνοντας τις πιο επίκαιρες παραθαλάσσιες θέσεις, έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορίου στη χώρα και πέτυχε την ασφαλή εκμετάλλευση των μεταλλείων. Σας ανέδειξε και κυρίαρχους των Θεσσαλών, αυτών που παλιά τους φοβόσαστε μέχρι θανάτου. Ακόμη, ταπείνωσε το έθνος των Φωκέων, κι έτσι έκανε τη δίοδο προς την Ελλάδα πλατιά και ευκολοπέραστη αντί στενή και αδιάβατη που ήταν πριν για σας. Και τους Αθηναίους και τους Θηβαίους, που πάντα καιροφυλακτούσαν να βλάψουν τη Μακεδονία, τόσο πολύ τους ταπείνωσε ‒ βέβαια, τότε πλέον μαζί του μοιραζόμασταν κι εμείς τους ίδιους αγώνες2‒ ώστε αντί να πληρώνουμε φόρους στους Αθηναίους και να είμαστε υποταγμένοι στους Θηβαίους, εκείνοι με τη σειρά τους βασίζονται σ’ εμάς για την ασφάλειά τους. Όταν δε πέρασε στην Πελοπόννησο, ρύθμισε και πάλι τα εκεί θέματα και, αφού ορίστηκε απόλυτος ηγεμόνας ολόκληρης της υπόλοιπης Ελλάδας για την εκστρατεία κατά των Περσών, πρόσθεσε αυτή τη δόξα μάλλον στο σύνολο των Μακεδόνων παρά στον εαυτό του.
Αυτά, λοιπόν, έχει κάνει ο πατέρας μου για σας. Μεγάλα μεν, αν τα εξετάσετε αυτά καθεαυτά, μικρά όμως, αν τα συγκρίνετε με όσα έγιναν από μας. Γιατί εγώ, έχοντας παραλάβει από τον πατέρα μου λίγα χρυσά και ασημένια κύπελλα και ούτε καν εξήντα τάλαντα ‒ τόσα βρίσκονταν μέσα στο θησαυροφυλάκιο ‒ και με χρέη περίπου πεντακόσια τάλαντα που χρωστούσε ο Φίλιππος και αφού δανείστηκα και άλλα οκτακόσια εγώ ο ίδιος, ξεκίνησα από τη χώρα εκείνη που ούτε εσάς τους ίδιους δεν έτρεφε καλά και αμέσως άνοιξα για σας το πέρασμα του Ελλησπόντου, σε μια εποχή όπου κυριαρχούσαν στη θάλασσα οι Πέρσες.
Κι αφού νίκησα με το ιππικό τους σατράπες του Δαρείου,3 πρόσθεσα στο κράτος σας και ολόκληρη την Ιωνία και ολόκληρη την Αιολίδα και τις δύο Φρυγίες και τη Λυδία και κυρίευσα και τη Μίλητο μετά από πολιορκία· και όλες τις άλλες χώρες που με τη θέλησή τους προσχώρησαν τις κατέλαβα και τις παρέδωσε σ’ εσάς, για να τις εκμεταλλεύεστε· και τα αγαθά της Αιγύπτου και της Κυρήνης, όλα όσα απέκτησα χωρίς μάχη, σ’ εσάς περιέρχονται· και η κοίλη Συρία και η Παλαιστίνη και η Μεσοποταμία κτήμα δικό σας είναι· και η Βαβυλώνα και τα Βάκτρα και τα Σούσα, κι αυτά δικά σας· και ο πλούτος των Λυδών και οι θησαυροί των Περσών και τα αγαθά των Ινδών και η μεγάλη θάλασσα,4 πάλι δικά σας· εσείς σατράπες, εσείς στρατηγοί, εσείς ταξίαρχοι. Συνεπώς για μένα τον ίδιο τι έχει απομείνει ύστερα από αυτούς τους σκληρούς αγώνες, εκτός από τούτη την πορφύρα και τούτο το διάδημα; Μα και δεν έχω και καμία ατομική περιουσία ούτε κανείς μπορεί να παρουσιάσει δικούς μου θησαυρούς, εκτός από αυτά που ανήκουν σ’ εσάς ή απ’ όσα φυλάγονται για χάρη σας. Κι αυτό, γιατί ούτε έχω κανένα προσωπικό όφελος για να τους φυλάξω, αφού και τα ίδια φαγητά μ’ εσάς τρώω και διαλέγω να κάνω τον ίδιο ύπνο με τον δικό σας ‒ αν και νομίζω πως δεν τρώω τα ίδια φαγητά μ’ εκείνους από σας που αγαπούν τις απολαύσεις. Ξέρω, δε, ότι για χάρη σας εγώ μένω άγρυπνος, για να μπορείτε να κοιμάστε εσείς.
Χ. Αλήθεια, όμως, μήπως όλα αυτά τα απέκτησα μ’ εσάς να κοπιάζετε και να ταλαιπωρείστε, ενώ εγώ, αντίθετα, σας διοικούσα χωρίς κόπους και χωρίς ταλαιπωρίες; Και ποιος από σας ξέρει ότι έχει κοπιάσει περισσότερο αυτός για μένα απ’ ό,τι εγώ για κείνον; Εμπρός, λοιπόν, όποιος έχει λαβωματιές, ας γυμνωθεί και ας τις δείξει, κι εγώ, με τη σειρά μου, θα δείξω τις δικές μου. Γιατί σ’ εμένα δεν υπάρχει κανένα σημείο μπροστινό, βέβαια, του σώματός μου που να έχει μείνει αλάβωτο, ούτε υπάρχει όπλο, είτε απ’ όσα κρατάει κανείς στο χέρι είτε απ’ όσα ρίχνονται από μακριά, που να μην έχω, πράγματι, πάνω μου τα ίχνη του· αλλά και με ξίφος από χέρι έχω πληγωθεί και με τόξο έχω χτυπηθεί και βλήματα από πολεμική μηχανή μ’ έχουν βρει και σε πολλά σημεία έχοντας βληθεί από πέτρες και ξύλα για εσάς, για τη δική σας δόξα και τον δικό σας πλούτο, σας οδηγώ νικητές μέσα από κάθε στεριά και θάλασσα, μέσα απ’ όλα τα ποτάμια και τα βουνά και όλες τις πεδιάδες. Και έχω κάνει ίδιους μ’ εσάς γάμους, και τα παιδιά πολλών από σας θα είναι συγγενείς με τα δικά μου παιδιά. Κι ακόμη, όποιος είχε χρέη εγώ όλα τού τα ξεπλήρωσα, χωρίς να πολυεξετάσω για ποιο λόγο έγιναν, μολονότι παίρνατε τόσο μεγάλο μισθό και τόσο μεγάλο ήταν το πλιάτσικο που κάνατε όσες φορές μετά από μια πολιορκία είχαμε λεηλασίες. Και οι περισσότεροι από σας έχετε χρυσά στεφάνια, αθάνατα ενθυμήματα της δικής σας γενναιότητας και της τιμής που τύχατε από μένα. Και όποιος σκοτώθηκε, από τη μια βρήκε ένδοξο θάνατο και ταφή περιφανή, κι από την άλλη χάλκινοι ανδριάντες των περισσότερων έχουν στηθεί στις πατρίδες τους, και οι γονείς τους περιβάλλονται με τιμές και έχουν απαλλαγεί από το σύνολο των υποχρεωτικών δαπανών και εισφορών. Γιατί κανένας σας δεν έχασε τη ζωή του φεύγοντας μπροστά στον εχθρό, όταν εγώ σας διοικούσα.
Και τώρα είχα σκοπό, όσους από σας δεν μπορούν να πολεμήσουν, αυτούς να τους στείλω ζηλευτούς απ’ όλους στην πατρίδα. ΄Όμως, αφού θέλετε όλοι σας να φύγετε, φύγετε όλοι και, σαν γυρίσετε στην πατρίδα, να αναγγείλετε ότι τον βασιλιά σας, τον Αλέξανδρο, που νίκησε τους Πέρσες και τους Μήδους και τους Βακτρίους και τους Σάκες, που καθυπόταξε και τους Ουξίους και τους Αραχωτούς και τους Δράγγες, και που έγινε κυρίαρχος και των Παρθυαίων και των Χωρασμίων και των Υρκανίων μέχρι την Κασπία θάλασσα, που πέρασε τον Καύκασο απ’ τις Κασπίες Πύλες, που διάβηκε και τον ΄Ωξο και τον Τάναη ποταμό, ακόμη και τον Ινδό ποταμό, που δεν τον είχε διαβεί κανένας άλλος παρά μόνο ο Διόνυσος,5 αλλά και τον Υδάσπη και τον Ακεσίνη και τον Υδραώτη, που θα περνούσε και τον ΄Υφαση, αν δεν δειλιάζατε εσείς, που όρμησε στη μεγάλη θάλασσα και από τα δύο στόμια του Ινδού, που διέσχισε την έρημο της Γαδρωσίας, όπου κανείς ποτέ μέχρι τότε δεν ήρθε με στράτευμα, και που προσάρτησε στην πορεία του και την Καρμανία και τη χώρα των Ωρειτών, ενώ το ναυτικό του είχε ήδη περιπλεύσει τη θάλασσα από τη χώρα των Ινδών μέχρι την Περσία, αυτόν τον βασιλιά λοιπόν, μόλις τον φέρατε πίσω στα Σούσα, τον αφήνετε και φεύγετε, παραδίνοντάς τον στους νικημένους βαρβάρους να τον φυλάνε. Αυτά, όταν τα αναγγείλετε, ίσως και να σας φέρουν λαμπρή φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους και ίσως να ’ναι αρεστά στους θεούς ως δίκαια (!).
Φύγετε!