ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Όπου ο Πίγκλετ βρίσκεται Εντελώς Περικυκλωμένος απ’ τα Νερά
Έβρεχε κι έβρεχε κι έβρεχε. Ο Πίγκλετ έλεγε από μέσα του, πως ποτέ σ’ όλη του την ζωή – κι ένας θεός ξέρει πόσο γέρος ήταν, τριών ή τεσσάρων χρονών; -ποτέ δεν είχε δει τόσο πολλή βροχή. Μέρες και μέρες και μέρες.
«Αχ, αν βρισκόμουν στο σπίτι του Πουφ, ή στο σπίτι του Κρίστοφερ Ρόμπιν, ή στο σπίτι του Κούνελου, την στιγμή που άρχισε να βρέχει», σκέφτηκε καθώς κοίταζε έξω από το παράθυρο, «θα είχα Συντροφιά όλο αυτόν τον καιρό, αντί να κάθομαι εδώ ολομόναχος και να μην έχω τίποτα άλλο να κάνω εκτός από το να αναρωτιέμαι πότε θα σταματήσει η βροχή».
Φαντάστηκε τον εαυτό του να κάθεται μαζί με τον Πουφ και να του λέει: «Έχεις ξαναδεί τέτοια βροχή, Πουφ;», και τον Πουφ να λέει: «Δεν είναι τρομερό, Πίγκλετ;», και τον εαυτό του να λέει: «Αναρωτιέμαι πώς να’’ ναι τα πράγματα εκεί που μένει ο Κρίστοφερ Ρόμπιν», και τον Πουφ να λέει: «Σκέφτομαι τον φτωχό τον γέρο Κούνελο, θα ’χει πλημμυρίσει τώρα…»
«Θα’ ταν πολύ ωραία να κουβέντιαζαν έτσι, γιατί πραγματικά, δεν είναι καλό να σου συμβαίνει κάτι τόσο συνταρακτικό σαν τις πλημμύρες, αν δεν μπορείς να το μοιραστείς με κάποιον άλλο.
Κι ήταν αλήθεια, κάτι μάλλον συνταρακτικό. Τα μικρά στεγνά χαντάκια, όπου ο Πίγκλετ έχωνε τόσο συχνά την μουσούδα του, είχαν γίνει ρυάκια, τα μικρά ρυάκια που τα περνούσε πλατσουρίζοντας, είχαν γίνει ποτάμια, και το ποτάμι που στις απότομες όχθες του έπαιζαν όλοι, τόσο ευτυχισμένοι, είχε βγει από την κοίτη του, είχε πλημμυρίσει, και απλωνόταν τόσο, παντού, που ο Πίγκλετ αναρωτιόταν αν θα’ φτανε γρήγορα και μέχρι το κρεβάτι του.*
«Είναι λίγο ανησυχητικό», είπε από μέσα του, «το να είσαι ένα Τόσο Μικρό Ζώο, Εντελώς Περικυκλωμένο από τα Νερά. Ο Κρίστοφερ Ρόμπιν και ο Πουφ, θα μπορούσαν να ξεφύγουν σκαρφαλώνοντας στα δέντρα, κι η Κάγκου θα μπορούσε να ξεφύγει πηδώντας, κι ο Κούνελος θα μπορούσε να ξεφύγει σκάβοντας ένα Λαγούμι, κι η Κουκουβάγια θα μπορούσε να ξεφύγει πετώντας, κι ο Άχβαχ θα μπορούσε να ξεφύγει-χμ, κάνοντας Μεγάλη Φασαρία μέχρι να τον Σώσουν, αλλά εγώ; Εγώ είμαι εδώ, περικυκλωμένος από τα νερά και δεν μπορώ να κάνω τίποτα».
Η βροχή, συνεχιζόταν, και το νερό ανέβαινε κάθε μέρα λίγο ψηλότερα, μέχρι που τώρα, έφτανε σχεδόν στο παράθυρο του Πίγκλετ…Κι ακόμα αυτός δεν είχε κάνει τίποτα.
«Ο Πουφ, ας πούμε», σκέφτηκε, «ο Πουφ, δεν έχει Πολύ Μυαλό, αλλά ποτέ του δεν παθαίνει ζημιές. Κάνει χαζομάρες, και του βγαίνουν σε καλό. Η Κουκουβάγια πάλι, δεν είναι έξυπνη ακριβώς, αλλά ξέρει πολλά. Θα’ ξερε τον Σωστό Τρόπο να Σωθείς, όταν είσαι Περικυκλωμένος από τα Νερά. Ο Κούνελος πάλι, δεν έχει μάθει τίποτα από τα Βιβλία, όμως πάντα μπορεί να σκεφτεί ένα έξυπνο σχέδιο. Η Κάγκου πάλι, ούτε κι αυτή είναι έξυπνη, αλλά ανησυχεί τόσο πολύ για το Ρο, που μπορεί να κάνει Αυτό που Πρέπει, χωρίς να το σκεφτεί. Και, τέλος, ο Άχβαχ. Ο Άχβαχ είναι γενικά τόσο δυστυχισμένος έτσι κι αλλιώς, που δεν θα τον ένοιαζε και πολύ αυτή η κατάσταση. Αναρωτιέμαι όμως, ο Κρίστοφερ Ρόμπιν, τι θα’ κανε;»
Τότε θυμήθηκε ξαφνικά μια ιστορία που του είχε διηγηθεί ο Κρίστοφερ Ρόμπιν, για έναν άνθρωπο σ’ ένα ερημονήσι, που είχε γράψει κάτι, το ’χε βάλει μέσα σ’ ένα μπουκάλι και το ’χε ρίξει στην θάλασσα.
Κι ο Πίγκλετ σκέφτηκε πως αν έγραφε κι αυτός κάτι και το’ βαζε μέσα σ’ ένα μπουκάλι και το ’ριχνε στο νερό, μπορεί να ερχόταν κάποιος να τον σώσει!
Έφυγε από το παράθυρο κι άρχισε να ψάχνει το σπίτι του, δηλαδή το μέρος του σπιτιού που δεν βρισκόταν κάτω από το νερό, και στο τέλος ανακάλυψε ένα μολύβι, κι ένα μικρό, στεγνό κομμάτι χαρτί, και μια μπουκάλα με φελλό. Κι έγραψε στην μια πλευρά του χαρτιού:
ΒοιθιΑ!πΙγλεΤ (εΓΩ) |
Και στην άλλη πλευρά, έγραψε:
Εγό Ιμε ο ΠΙγλεΤ ΒοΙθιΑΒΟιθια! |