You are currently viewing Α.Α. Milne: Η Γουίννυ-ο-Πουφ (απόσπασμα) Μτφρ: Παυλίνα Παμπούδη
A. A. Milne and Christopher Robin A. A. Milne and Christopher Robin Milne - playing with a toy teddy bear. CRM, son of A. A. Milne, basis of the character Christopher Robin in A. A. Milne's Winnie-the-Pooh:: 21 August 1920 – 20 April 1996. AAM, English author: 18 January 1882 – 31 January 1956. (Photo by Culture Club/Getty Images)

Α.Α. Milne: Η Γουίννυ-ο-Πουφ (απόσπασμα) Μτφρ: Παυλίνα Παμπούδη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

 

Όπου ο Πίγκλετ βρίσκεται Εντελώς Περικυκλωμένος απ’ τα Νερά

 

 Έβρεχε κι έβρεχε κι έβρεχε. Ο Πίγκλετ έλεγε από μέσα του, πως ποτέ σ’ όλη του την ζωή – κι ένας θεός ξέρει πόσο γέρος ήταν, τριών ή τεσσάρων χρονών; -ποτέ δεν είχε δει τόσο πολλή βροχή. Μέρες και μέρες και μέρες.

«Αχ, αν βρισκόμουν στο σπίτι του Πουφ, ή στο σπίτι του Κρίστοφερ Ρόμπιν, ή στο σπίτι του Κούνελου, την στιγμή που άρχισε να βρέχει», σκέφτηκε καθώς κοίταζε έξω από το παράθυρο, «θα είχα Συντροφιά όλο αυτόν τον καιρό, αντί να κάθομαι εδώ ολομόναχος και να μην έχω τίποτα άλλο να κάνω εκτός από το να αναρωτιέμαι πότε θα σταματήσει η βροχή».

Φαντάστηκε τον εαυτό του να κάθεται μαζί με τον Πουφ και να του λέει: «Έχεις ξαναδεί τέτοια βροχή, Πουφ;», και τον Πουφ να λέει: «Δεν είναι τρομερό, Πίγκλετ;», και τον εαυτό του να λέει: «Αναρωτιέμαι πώς να’’ ναι τα πράγματα εκεί που μένει ο Κρίστοφερ Ρόμπιν», και τον Πουφ να λέει: «Σκέφτομαι τον φτωχό τον γέρο Κούνελο, θα ’χει πλημμυρίσει τώρα…»

«Θα’ ταν πολύ ωραία να κουβέντιαζαν έτσι, γιατί πραγματικά, δεν είναι καλό να σου συμβαίνει κάτι τόσο συνταρακτικό σαν τις πλημμύρες, αν δεν μπορείς να το μοιραστείς με κάποιον άλλο.

Κι ήταν αλήθεια, κάτι μάλλον συνταρακτικό. Τα μικρά στεγνά χαντάκια, όπου ο Πίγκλετ έχωνε τόσο συχνά την μουσούδα του, είχαν γίνει ρυάκια, τα μικρά ρυάκια που τα περνούσε πλατσουρίζοντας, είχαν γίνει ποτάμια, και το ποτάμι που στις απότομες όχθες του έπαιζαν όλοι, τόσο ευτυχισμένοι, είχε βγει από την κοίτη του, είχε πλημμυρίσει, και απλωνόταν τόσο, παντού, που ο Πίγκλετ αναρωτιόταν αν θα’ φτανε γρήγορα και μέχρι το κρεβάτι του.*

«Είναι λίγο ανησυχητικό», είπε από μέσα του, «το να είσαι ένα Τόσο Μικρό Ζώο, Εντελώς Περικυκλωμένο από τα Νερά. Ο Κρίστοφερ Ρόμπιν και ο Πουφ, θα μπορούσαν να ξεφύγουν σκαρφαλώνοντας στα δέντρα, κι η Κάγκου θα μπορούσε να ξεφύγει πηδώντας, κι ο Κούνελος θα μπορούσε να ξεφύγει σκάβοντας ένα Λαγούμι, κι η Κουκουβάγια θα μπορούσε να ξεφύγει πετώντας, κι ο Άχβαχ θα μπορούσε να ξεφύγει-χμ, κάνοντας Μεγάλη Φασαρία μέχρι να τον Σώσουν, αλλά εγώ; Εγώ είμαι εδώ, περικυκλωμένος από τα νερά και δεν μπορώ να κάνω τίποτα».

Η βροχή, συνεχιζόταν, και το νερό ανέβαινε κάθε μέρα λίγο ψηλότερα, μέχρι που τώρα, έφτανε σχεδόν στο παράθυρο του Πίγκλετ…Κι ακόμα αυτός δεν είχε κάνει τίποτα.

«Ο Πουφ, ας πούμε», σκέφτηκε, «ο Πουφ, δεν έχει Πολύ Μυαλό, αλλά ποτέ του δεν παθαίνει ζημιές. Κάνει χαζομάρες, και του βγαίνουν σε καλό. Η Κουκουβάγια πάλι, δεν είναι έξυπνη ακριβώς, αλλά ξέρει πολλά. Θα’ ξερε τον Σωστό Τρόπο να Σωθείς, όταν είσαι Περικυκλωμένος από τα Νερά. Ο Κούνελος πάλι, δεν έχει μάθει τίποτα από τα Βιβλία, όμως πάντα μπορεί να σκεφτεί ένα έξυπνο σχέδιο. Η Κάγκου πάλι, ούτε κι αυτή είναι έξυπνη, αλλά ανησυχεί τόσο πολύ για το Ρο, που μπορεί να κάνει Αυτό που Πρέπει, χωρίς να το σκεφτεί. Και, τέλος, ο Άχβαχ. Ο Άχβαχ είναι γενικά τόσο δυστυχισμένος έτσι κι αλλιώς, που δεν θα τον ένοιαζε και πολύ αυτή η κατάσταση. Αναρωτιέμαι όμως, ο Κρίστοφερ Ρόμπιν, τι θα’ κανε;»

Τότε θυμήθηκε ξαφνικά μια ιστορία που του είχε διηγηθεί ο Κρίστοφερ Ρόμπιν, για έναν άνθρωπο σ’ ένα ερημονήσι, που είχε γράψει κάτι, το ’χε βάλει μέσα σ’ ένα μπουκάλι και το ’χε ρίξει στην θάλασσα.

Κι ο Πίγκλετ σκέφτηκε πως αν έγραφε κι αυτός κάτι και το’ βαζε μέσα σ’ ένα μπουκάλι και το ’ριχνε στο νερό, μπορεί να ερχόταν κάποιος να τον σώσει!

Έφυγε από το παράθυρο κι άρχισε να ψάχνει το σπίτι του, δηλαδή το μέρος του σπιτιού που δεν βρισκόταν κάτω από το νερό, και στο τέλος ανακάλυψε ένα μολύβι, κι ένα μικρό, στεγνό κομμάτι χαρτί, και μια μπουκάλα με φελλό. Κι έγραψε στην μια πλευρά του χαρτιού:

ΒοιθιΑ!

πΙγλεΤ (εΓΩ)

Και στην άλλη πλευρά, έγραψε:

 

Εγό Ιμε ο ΠΙγλεΤ ΒοΙθιΑ

ΒΟιθια!

 Μετά, έβαλε το χαρτί μέσα στην  μπουκάλα, την βούλωσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε με τον φελλό, έσκυψε έξω από το παράθυρο, όσο πιο πολύ μπορούσε χωρίς να πέσει, και την πέταξε, όσο πιο μακριά μπορούσε -πλατς! -.

Σε λίγο, η μπουκάλα φάνηκε πάλι, να πλέει πάνω στο νερό. Κι ο Πίγκλετ, έμεινε εκεί και την παρακολουθούσε που απομακρυνόταν πλέοντας αργά, μέχρι που τον πόνεσαν τα μάτια απ’ το κοίταγμα. Και πότε νόμιζε πως βλέπει την μπουκάλα, και πότε πως ήταν μόνο ένα κυματάκι αυτό που παρακολουθούσε.

Και μετά, κατάλαβε ξαφνικά πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ και πως είχε κάνει ό, τι μπορούσε για να σωθεί.

«Τώρα λοιπόν», σκέφτηκε, «πρέπει κάποιος άλλος να κάνει κάτι, κι ελπίζω να το κάνει γρήγορα, γιατί αν δεν το κάνει, θα πρέπει να κολυμπήσω, και δεν μπορώ, γι αυτό, ελπίζω να το κάνει γρήγορα».

Και μετά, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό κι είπε:

«Μακάρι να’’ ταν ο Πουφ εδώ!  Είναι όλα τόσο πιο Φιλικά, όταν υπάρχει κι άλλος  μαζί σου!»

  *****************************************************

 Όταν άρχισε να βρέχει, ο Πουφ, κοιμόταν. Έβρεχε κι έβρεχε κι έβρεχε, κι αυτός κοιμόταν και κοιμόταν και κοιμόταν. Είχε περάσει μια κουραστική μέρα – θυμόσαστε που είχε ανακαλύψει τον Βόρειο Πόλο; Λοιπόν, ένιωθε τόσο περήφανος γι αυτό που είχε κάνει, που ρώτησε τον Κρίστοφερ Ρόμπιν αν υπήρχαν κι άλλοι Πόλοι που θα μπορούσε να τους ανακαλύψει ένας Αρκούδος με Πολύ Λίγο Μυαλό.

«Υπάρχει και ο Νότιος Πόλος», είπε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν, «και φαντάζομαι πως θα υπάρχει και Ανατολικός Πόλος, και Δυτικός, αν και δεν αρέσει στους ανθρώπους να μιλάνε γι αυτούς».

Ο Πουφ, ενθουσιάστηκε όταν τ’ άκουσε, και πρότεινε να οργανώσουν μια Εξ – Στα -Τρία για να ανακαλύψουν τον Ανατολικό Πόλο, αλλά ο Κρίστοφερ Ρόμπιν είχε προγραμματίσει να κάνει κάτι άλλο με την Κάγκου. Έτσι, ο Πουφ, ξεκίνησε ν’ ανακαλύψει τον Ανατολικό Πόλο μόνος του

Δεν θυμάμαι αν τον ανακάλυψε ή όχι, πάντως ήταν τόσο κουρασμένος όταν γύρισε στο σπίτι του, που στην μέση του φαγητού – αφού είχε φάει για λίγο περισσότερο από μισή ώρα – αποκοιμήθηκε στην καρέκλα του, και κοιμόταν και κοιμόταν και κοιμόταν.

Έπειτα, άρχισε ξαφνικά να ονειρεύεται. Βρισκόταν, λέει, στον Ανατολικό Πόλο, κι ήταν ένας πολύ κρύος Πόλος, σκεπασμένος με το πιο κρύο είδος χιονιού και πάγου που υπήρχε. Είχε βρει μια κυψέλη για να κοιμηθεί, αλλά τα πόδια του δεν χωρούσαν, κι έτσι, τ’ άφησε απ’ έξω. Κι ήρθαν Άγρια Γουζλ, απ’ αυτά που ζουν στον Ανατολικό Πόλο, και του δάγκωναν την γούνα των ποδιών του και την έβγαζαν, για να φτιάξουν φωλιές για τα μωρά τους. Κι όσο πιο πολύ τον έγδερναν, τόσο πιο πολύ κρύωναν τα πόδια του. Και ξαφνικά, ξύπνησε μ’ ένα «Άου!», και βρισκόταν καθισμένος στην καρέκλα του, με τα πόδια μέσα στο νερό και το νερό ολόγυρά του!

Πήγε πλατσουρίζοντας μέχρι την πόρτα και κοίταξε έξω…

«Αυτό είναι Πολύ Σοβαρό», είπε. Πρέπει να οργανώσω μια Διάσωση».

Πήρε λοιπόν το μεγαλύτερο του βάζο με μέλι και σκαρφάλωσε μαζί του σ’ ένα μεγάλο κλαδί του δέντρου του, πολύ ψηλότερα από το νερό, κι έπειτα κατέβηκε πάλι κάτω, πήρε άλλο ένα βάζο και ξανανέβηκε μαζί του…

Κι όταν τελείωσε η Οργάνωση της Διάσωσης, ο Πουφ καθόταν στο κλαδί του, κουνώντας τα πόδια του, και δίπλα του βρίσκονταν δέκα βάζα μέλι…

Δυο μέρες αργότερα, ο Πουφ καθόταν στο κλαδί του, κουνώντας τα πόδια του, και δίπλα του βρίσκονταν τέσσερα βάζα μέλι…

Τρεις μέρες αργότερα, ο Πουφ καθόταν στο κλαδί του και δίπλα του βρισκόταν μόνο ένα βάζο μέλι. Τέσσερις μέρες αργότερα, στο κλαδί βρισκόταν μόνο ο Πουφ…

Κι ήταν ακριβώς το πρωί της τέταρτης μέρας, που η μπουκάλα του Πίγκλετ πέρασε πλέοντας από μπροστά του, κι ο Πουφ, με μια δυνατή φωνή, «Μέλι!», βούτηξε στο νερό, την άρπαξε, και σκαρφάλωσε πάλι, με δυσκολία στο δέντρο του.

«Να πάρει η ευχή!», είπε ο Πουφ, «έγινα μούσκεμα για το τίποτα. Τι θέλει εδώ αυτό το κομματάκι το χαρτί;»

Το’ βγαλε έξω και το κοίταξε.

«Είναι ένα Μνήμα», είπε μέσα του, «αυτό είναι. Κι αυτό, είναι το γράμμα «Π», και «Π» σημαίνει Πουφ! Είναι λοιπόν ένα Σπουδαίο Μνήμα για μένα, και δεν μπορώ να το διαβάσω. Πρέπει να πάω να βρω τον Κρίστοφερ Ρόμπιν, ή την Κουκουβάγια, ή τον Πίγκλετ, έναν απ’ αυτούς τους Έξυπνους που μπορούν να διαβάζουν διάφορα πράγματα, και να μου πουν τι λέει αυτό το Μνήμα. Μόνο που δεν ξέρω να κολυμπάω. Να πάρει η ευχή!»

Μετά, είχε μια ιδέα, και νομίζω πως ήταν μια πολύ καλή ιδέα για έναν Αρκούδο με Πολύ Λίγο Μυαλό.

Είπε μέσα του, «Αν μια μπουκάλα μπορεί να πλέει, τότε, κι ένα βάζο μπορεί να πλέει. Κι αν μπορεί ένα βάζο να πλέει, τότε, μπορώ να καθήσω πάνω του – αν είναι αρκετά μεγάλο το βάζο».

Πήρε λοιπόν το μεγαλύτερο του βάζο και το βούλωσε.

«Όλες οι βάρκες έχουν ένα όνομα», είπε. «Οπότε, θα βαφτίσω κι εγώ την δικιά μου και θα την λέω, «Το Επιπλέον Αρκούδι»!

Και μ’ αυτά τα λόγια, έριξε την βάρκα στο νερό και πήδηξε πάνω της.

Για λίγη ώρα, ο Πουφ και το Επιπλέον Αρκούδι δεν ήταν βέβαιοι για το ποιος από τους δυο έπρεπε να ’ναι από πάνω και ποιος από κάτω, αλλά, αφού δοκίμασαν μερικές διαφορετικές στάσεις, ταχτοποιήθηκαν: Το Επιπλέον Αρκούδι από κάτω, κι ο Πουφ από πάνω, να κάνει κουπί δυνατά, με τα πόδια του.

 ******************************************************

 Ο Κρίστοφερ Ρόμπιν ζούσε στο πιο ψηλό μέρος του Δάσους. Έβρεχε κι έβρεχε κι έβρεχε, αλλά το νερό δεν μπορούσε να φτάσει το δικό του σπίτι.

Ήταν διασκεδαστικό να κοιτάζει κάτω την κοιλάδα και να βλέπει το νερό παντού ολόγυρα του, αλλά επειδή έβρεχε τόσο δυνατά, τον πιο πολύ καιρό, έμενε κλεισμένος στο σπίτι και σκεφτόταν διάφορα πράγματα. Κάθε πρωί, έβγαινε με την ομπρέλα του κι έμπηγε ένα ξυλαράκι στο σημείο που είχε φτάσει το νερό. Και κάθε επόμενο πρωί έβγαινε και δεν μπορούσε πια να δει το ξυλαράκι του, κι έμπηγε άλλο ξυλαράκι στο σημείο που είχε φτάσει το νερό. Κι έπειτα, γύριζε πάλι σπίτι του, και κάθε πρωί είχε να περπατήσει λιγότερο δρόμο απ’ αυτόν που είχε περπατήσει το προηγούμενο πρωί.

Το πρωί της πέμπτης μέρας, είδε νερό παντού και κατάλαβε, πως για πρώτη φορά στην ζωή του, βρισκόταν πάνω σε ένα αληθινό νησί. Κι αυτό ήταν Συνταρακτικό.

Ακριβώς εκείνο το πρωί ήταν που ήρθε η Κουκουβάγια, πετώντας πάνω απ’ τα νερά, για να πει, «Γεια σου, τι κάνεις;» στον φίλο της τον Κρίστοφερ Ρόμπιν

« Νομίζω, Κουκού, πως βρίσκομαι πάνω σ’ ένα νησί!», είπε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν. «Δεν είναι αστείο;»

«Οι Ατμοσφαιρικές Συνθήκες είναι Ιδιαιτέρως Δυσμενείς», είπε η Κουκουβάγια.

«Οι ποιες;»

«Βρέχει», εξήγησε η Κουκουβάγια.

«Ναι», είπε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν. «Πραγματικά».

«Η Στάθμη του Νερού ανήλθε σε Πρωτοφανές Ύψος».

«Η ποια;»

«Πλημμυρίσαμε», εξήγησε η Κουκουβάγια.

«Ναι», είπε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν. «Πραγματικά».

«Οπωσδήποτε όμως, Αναμένεται Οσονούπω, Βελτίωση των Καιρικών Συνθηκών. Οσονούπω -»

«Έχεις δει καθόλου τον Πουφ;»

«Όχι. Οσονούπω -»

«Ελπίζω να ’ναι καλά», είπε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν. «Ανησυχούσα γι αυτόν. Φαντάζομαι πως ο Πίγκλετ είναι μαζί του. Νομίζεις Κουκού πως θα είναι εντάξει κι οι δυο τους;»

«Μάλλον. Αλλά, Ούτως ή Άλλως, Οσονούπω -»

«Πήγαινε σε παρακαλώ, να κοιτάξεις Κουκού. Γιατί ο Πουφ δεν έχει και πολύ μυαλό και μπορεί να κάνει καμμιά κουταμάρα, κι εγώ τον αγαπώ τόσο, Κουκού…Θα πας;»

«Εντάξει», είπε η Κουκουβάγια. Θα πάω. Επιστρέφω αμέσως». Και πέταξε μακριά.

Σε λίγο, γύρισε πίσω.

«Ο Πουφ δεν είναι εκεί», δήλωσε.

«Δεν είναι εκεί;»

«Ήταν εκεί. Τις προάλλες καθόταν πάνω σ’ ένα κλαδί του δέντρου του με εννέα βάζα μέλι. Αλλά τώρα έχει φύγει».

«Αχ, Πουφ», φώναξε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν, «πού είσαι;»

«Εδώ είμαι», είπε γκρινιάρικα μια φωνή πίσω του.

«Πουφ!»

Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

«Πώς ήρθες εδώ, Πουφ;», ρώτησε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν μόλις μπόρεσε να ξαναμιλήσει.

«Με την βάρκα μου», είπε ο Πουφ περήφανα. «Είχα ένα πολύ σπουδαίο Μνήμα, που μου το’ στειλαν μέσα σε μια μπουκάλα, και καθώς μου ’χει μπει αρκετό νερό στα μάτια, δεν μπορούσα να το διαβάσω, κι έτσι, σου το έφερα. Με την βάρκα μου».

Μ’ αυτά τα περήφανα λόγια, έδωσε στον Κρίστοφερ Ρόμπιν το μήνυμα.

«Μα είναι από τον Πίγκλετ!», φώναξε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν μόλις το διάβασε.

«Δεν λέει τίποτα για Πουφ;», ρώτησε ο Πουφ, κοιτάζοντας πάνω απ’ τον ώμο του.

Ο Κρίστοφερ Ρόμπιν διάβασε το μήνυμα δυνατά.

«Α, ώστε αυτά τα «Π», είναι για τα πίγκλετ; Νόμιζα πως ήταν για τα πουφ».

«Πρέπει να τον σώσουμε αμέσως! Νόμιζα πως ήταν μαζί σου, Πουφ. Κουκού, θα μπορούσες να σώσεις τον Πίγκλετ, πάνω στην ράχη σου;»

«Δεν νομίζω», είπε η Κουκουβάγια μετά από βαθιά σκέψη. «Είναι Αμφίβολο εάν οι Νωτιαίοι Μύες -»

«Τότε, θα μπορούσες να πετάξεις κοντά του και να του πεις πως η Σωτηρία, φτάνει; Κι ο Πουφ κι εγώ, θα σκεφτούμε κάποιον τρόπο Σωτηρίας, και θα ’ρθουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Αχ, μην μιλήσεις, Κουκού, πήγαινε γρήγορα!»

Κι η Κουκουβάγια πέταξε μακριά ενώ ακόμα σκεφτόταν τι θα πει.

«Τώρα λοιπόν, Πουφ», είπε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν, «πού είναι η βάρκα σου;»

«Πρέπει να σου πω», εξήγησε ο Πουφ καθώς περπατούσαν προς την ακτή του νησιού, «πως η βάρκα μου, δεν είναι συνηθισμένο είδος βάρκας. Μερικές φορές είναι βάρκα και μερικές, είναι Συμφορά. Εξαρτάται».

«Εξαρτάται, από τι;»

«Από το αν βρίσκομαι πάνω της ή κάτω της!»

«Ε; Τέλος πάντων, πού είναι;»

«Εκεί», είπε ο Πουφ, δείχνοντας με καμάρι το Επιπλέον Αρκούδι.

Δεν περίμενε τέτοιο πράγμα ο Κρίστοφερ Ρόμπιν. Κι όσο περισσότερο το κοίταζε, τόσο περισσότερο σκεφτόταν τι Γενναίο και τι Έξυπνο Αρκούδι ήταν ο Πουφ. Κι όσο περισσότερο το σκεφτόταν αυτό ο Κρίστοφερ Ρόμπιν, τόσο περισσότερο ο Πουφ κατέβαζε σεμνά την μουσούδα του κάνοντας δήθεν πως δεν ήταν.

«Αλλά είναι πολύ μικρή βάρκα για δυο», είπε λυπημένα ο Κρίστοφερ Ρόμπιν.

«Για τρεις – με τον Πίγκλετ».

«Αυτό, την κάνει ακόμα μικρότερη. Αχ, Πουφ, αρκούδι μου, τι θα κάνουμε;»

Και τότε, αυτό το αρκούδι, ο Αρκούδος Πουφ, η-Γουίννυ-ο-Πουφ, ο Φ.Τ Π. (Φίλος του Πίγκλετ), η Π.Τ.Κ. (Παρέα του Κούνελου), ο Ε.Τ.Π. (Εξερευνητής του Πόλου), ο Π.Τ.Α. και ο Σ.Τ.Ο. (Παρηγορητής του Άχβαχ και Σωτήρας της Ουράς του), δηλαδή ο Πουφ ολόκληρος, είπε κάτι τόσο έξυπνο, που ο Κρίστοφερ Ρόμπιν έμεινε να τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια και ανοιχτό το στόμα, και ν’ αναρωτιέται αν ήταν πραγματικά αυτό το αρκούδι με το Πολύ Λίγο Μυαλό, που ήξερε κι αγαπούσε τόσο καιρό.  

«Θα μπορούσαμε να πάμε, μπαίνοντας μέσα στην ομπρέλα σου!», είπε ο Πουφ.

«;»

«Θα μπορούσαμε να πάμε, μπαίνοντας μέσα στην ομπρέλα σου!», είπε ο Πουφ.

«;;;»

«Θα μπορούσαμε να πάμε, μπαίνοντας μέσα στην ομπρέλα σου!», είπε ο Πουφ.

«!!!»

Και ξαφνικά, ο Κρίστοφερ Ρόμπιν κατάλαβε πως θα μπορούσαν. Άνοιξε την ομπρέλα του και την έβαλε ανάποδα μέσα στο νερό. Έπλεε, αλλά κουνιόταν. Ο Πουφ, μπήκε μέσα. Ετοιμαζόταν να πει πως ήταν εντάξει τώρα, αλλά ανακάλυψε πως δεν ήταν, κι έτσι, μετά από το νερό που ήπιε χωρίς να το θέλει, γύρισε πλατσουρίζοντας κοντά στον Κρίστοφερ Ρόμπιν. Έπειτα, μπήκαν κι οι δυο συγχρόνως, και η ομπρέλα ισορρόπησε.

«θα ονομάσω αυτή την βάρκα, «Νου του Πουφ», είπε ο Κρίστοφερ Ρόμπιν.

Και ο Νους του Πουφ, άρχισε να ταξιδεύει με βορειοδυτική κατεύθυνση, στριφογυρίζοντας χαριτωμένα.

    Μπορείτε να φανταστείτε την χαρά του Πίγκλετ, όταν επιτέλους φάνηκε το πλεούμενο να τον πλησιάζει.

Στα κατοπινά χρόνια, του άρεσε να σκέφτεται ότι είχε βρεθεί σε Πολύ μεγάλο Κίνδυνο, κατά την διάρκεια μιας Τρομερής Πλημμύρας. Αλλά στην πραγματικότητα, είχε βρεθεί σε κίνδυνο μόνο την τελευταία μισή ώρα του αποκλεισμού του, όταν η Κουκουβάγια, που μόλις είχε πετάξει κοντά του, κάθησε σ’ ένα κλαδί του δέντρου του, και για να τον παρηγορήσει, άρχισε να του διηγείται μια ατέλειωτη ιστορία για μια θεία της, που κάποτε γέννησε κατά λάθος ένα αυγό γλάρου, κι η ιστορία συνεχιζόταν, και τραβούσε σε μάκρος – ακριβώς όπως κι αυτή η πρόταση, μέχρι που στο τέλος ο Πίγκλετ που άκουγε στο παράθυρό του χωρίς ελπίδα, αποκοιμήθηκε ήσυχα και φυσιολογικά, γλιστρώντας αργά έξω απ’ το περβάζι, ώσπου έφτασε να κρέμεται πάνω απ’ το νερό κρατημένος μόνο από τις μύτες των ποδιών του, κι εκείνη την στιγμή, ευτυχώς, ένα ξαφνικό, δυνατό σκούξιμο της Κουκουβάγιας, που στην πραγματικότητα ήταν κι αυτό μέσα στην ιστορία, – ήταν δηλαδή αυτό ακριβώς που είχε πει η θεία -, τον ξύπνησε, και μόλις που πρόλαβε να τιναχτεί πάλι πίσω, μέσα στην ασφάλεια του δωματίου του λέγοντας, «Πολύ ενδιαφέρον…Και τι έκανε μετά η θεία;», όταν -λοιπόν, μπορείτε να φανταστείτε την χαρά του όταν επιτέλους είδε τον καλοτάξιδο Νου του Πουφ (Καπετάνιος Κ.Ρόμπιν, Υποπλοίαρχος Π. Αρκούδος), να ’ρχεται από το πέλαγος για να τον σώσει.

Ο Κρίστοφερ Ρόμπιν κι ο Πουφ, για μια ακόμα φορά…

Και καθώς αυτό είναι πραγματικά το τέλος της ιστορίας, κι είμαι πολύ κουρασμένος μετά απ’ αυτήν την τελευταία πρόταση, σκέφτομαι να σταματήσω εδώ. 

(…)
 Α.Α. Milne 
Ο Alan Alexander Milne (18/1/1882 – 31/1/1956) είναι διάσημος Άγγλος συγγραφέας, γνωστός από τα βιβλία του για το αρκουδάκι Winnie-the-Pooh. Ήταν γνωστός κυρίως ως θεατρικός συγγραφέας, πριν η τεράστια επιτυχία του Pooh επισκιάσει όλη την προηγούμενη δουλειά του.

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.