IN MARGINE
Στις άκρες της δουλειάς μου ανθεί ο λυρισμός
Μπαχτσές ολόκληρος που ποτέ δεν έχω ποτίσει
Τι θα ήταν τα σπίτια χωρίς τις βουκαμβίλιες
Δίχως τις γλάστρες οι ολόλευκες αυλές
Όπου παίζουν οι σκέψεις κρυφτό χωρίς κρυψώνα
Κοιτάζουν απ’ τα παράθυρα τα θαύματα του φωτός;
Στα γόνατα κάθεται το εγγονάκι
-Πότε προλάβαμε να κάνουμε παιδιά;-
Και με ρωτάει πράγματα που έχω μισοξεχάσει
Δος μου, Θεέ, τα λόγια τα απλά και τα σοφά
Τα στρογγυλά σαν βότσαλα που δίπλα δίπλα
Το ακρογιάλι φτιάχνουν, την απάντηση στη θάλασσα
Που παραδίνει μέρα νύχτα τη σοφία της
Στου φλοίσβου το μουρμουρητό, αέναο παραμύθι
Δος μου τον νου τον καθαρό εκ νέου να βλέπω
Το όλο που σε συντρίμμια έχει κατακερματιστεί
Στης επανάληψης το ξερό μαγγανοπήγαδο
Δος μου τον καθρέφτη της ακέραιας ψυχής
Που δείχνει τα πράγματα όπως τα βλέπεις
Σαν μάτι δικό σου χωρίς γυαλί.
Πόσο θα ήθελα να είμαι πάλι παιδί
Να μην ντρέπομαι να πω πως δεν ξέρω.
Θα πάμε βόλτα, εγώ κι ο εγγονός μου.
Έχω να τον ρωτήσω πολλά. Θυμήθηκα.