Όλοι γνωρίζουμε την σουρρεαλιστική εικόνα, ένας άνθρωπος μόνος του μέσα στο έρημο τοπίο να μιλάει, να φωνάζει, να γελά, να κλαίει, να χειρονομεί, να κάνει γκριμάτσες αποδοκιμασίας ή να σκάει ένα πλατύ χαμόγελο, να δέρνεται από απελπίσια ή να λιώνει από ευχαρίστηση, να προσπαθεί να πείθει, να υποχωρεί, να στενοχωριέται, να τραβάει τα μαλλιά του, να στρίβει το σώμα του και να ρίχνει στη μάχη όλα τα μιμικά μέσα που διαθέτει το πρόσωπό του, να κραδαίνει με το ένα χέρι ένα χαρτί, το άλλο να είναι προσκολλημένο στο αυτί του – κοντολογίς να συμπεριφέρεται σαν να βρίσκεται σε έντονη συζήτηση με κάποιον, ενώ δεν υπάρχει κανένας· αυτός ο κάποιος είναι αόρατο φάντασμα.
Όλοι γνωρίζουμε τις ενοχλητικές, μερικές φορές και εξωφρενικές καταστάσεις, όταν γινόμαστε άθελα ωτακουστές των πιο ιδιωτικών συζητήσεων στο λεωφορείο, το ταξί, το μετρό, στο αεροδρόμιο, στο περίπτερο, στο κομμωτήριο, στο καφενείο, στη λαϊκή αγορά και σε χίλιους άλλους δημόσιους χώρους, χωρίς η συζήτηση αυτή να μας αφορά ούτε μας ενδιαφέρει, και γινόμαστε μάρτυρες των πιο σπαρακτικών καταστάσεων της ιδιωτικής ζωής του άλλου ή να διακόπτει μια ακράτητη φλυαρία της καθημερινότητας την ησυχία μας, που είναι από τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, και παραβιάζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας θεμελιακός κοινωνικός κανόνας της συνύπαρξης των ανθρώπων σε στενό χώρο: να λαμβάνουν υπόψη την παρουσία του άλλου και να συμπεριφέρονται ανάλογα.
Και τι δεν ακούμε σ’ αυτές τις επικοινωνίες: από ιδιωτικές εξομολογήσεις έως τις διακυμάνσεις της τιμής του τάδε προϊόντος, από τις προσωπικές διαθέσεις του ομιλούντος έως τις κριτικές παρατηρήσεις για τον απολογισμό των σημερινών δραστηριοτήτων του άλλου στην άλλη άκρη του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, γιατί δεν έκανε τούτο κι εκείνο· υπηρεσιακές αναφορές και οδηγίες, ιατρικές συμβουλές, ψυχολογικές παρατηρήσεις, τα ψώνια, το αυτί του παιδιού, η ζαλάδα της γιαγιάς, το οικόπεδο που χάσανε και πρόλαβε άλλος, ο ηλεκτρολόγος που ήρθε ή δεν ήρθε, πού πήγαν χθες το βράδυ, τι λέει το ωροσκόπιο – κουβέντες καθημερινές και τετριμμένες, αλλά και πράγματα που κανονικά είναι απόρρητα και επιδέχονται μόνο ιδιωτική συνάντηση και συζήτηση.
Η συμπεριφορά των χρηστών του κινητού ποικίλλει, όπως και αυτών που ακουσίως παρακολουθούν: υπάρχουν όλες οι αποχρώσεις από τη διακριτική απομάκρυνση και το χαμήλωμα της φωνής έως τη φωναχτή επίδειξη της επικοινωνίας, που ο ομιλών βρήκε ευκαιρία να είναι πρωταγωνιστής σε μια σκηνή με τυχαίους και ακούσιους ακροατές, και από την πλευρά της πρόσληψης αμηχανία ή και αδιαφορία (έχουν συνηθίσει), ή ενόχληση που μένει στο επίπεδο της παθητικής ανοχής ή ξεσπάει σε διαμαρτυρία και προτρέπει τον παραβάτη της κοινωνικής νόρμας, που ρυθμίζει τις διανθρώπινες επικοινωνίες, να απομακρυνθεί.
Όπως φαίνεται δεν υπάρχουν σταθεροί κανόνες συμπεριφοράς και για τις δύο πλευρές, ή ακόμα δεν έχουν διαμορφωθεί ή δε θα διαμορφώνονται καθόλου, και η αντιμετώπιση της κατάστασης να υπόκειται στη διακριτική εξουσία του καθενός και στην κοινωνική του ευαισθησία ως προς την ενόχληση του άλλου (ή και η επιθυμία του η συνομιλία του να μην ακουστεί από τρίτους). Στην Ελλάδα, μια χώρα όπου οι επικοινωνίες των ανθρώπων σε δημόσιους χωρούς είναι από ανεμπόδιστες έως ιδιαίτερα αναπτυγμένες και ο προφορικός πολιτισμός καλά κρατεί (βλ. και το τέταρτο κεφάλαιο αυτού του τόμου), η γελοία ενοχλητικότητα του φαινομένου είναι έκδηλη, αλλά δεν ενοχλούνται όλοι· πολλοί “δράστες” το θεωρούν δικαίωμά τους να μιλούν δυνατά όπου θέλουν και τα “θύματα” το υποφέρουν και το υποδέχονται σαν μια πραγματική ζωντανή συζήτηση που ακούν έτσι κι αλλιώς καθημερινά στο λεωφορείο, στο μετρό ή στον μπακάλη.
Όμως πώς φτάσαμε ώς εδώ και τι σημαίνουν αυτά; Προφανώς παραβιάζονται κάποιο άγραφοι κοινωνικοί κανόνες, ίσως και υποσυνείδητης φύσης: όπως υπάρχουν ζώνες οικειότητας που περιβάλλουν και περικυκλώνουν το σώμα μας, ρυθμίζουν τις αποστάσεις σε δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις και καταργούνται μόνο με ειδική άδεια (proxemics)[1], – ζώνες οικειότητας που παραβιάζονται π.χ. στο γεμάτο λεωφορείο, όταν είμαστε αναγκασμένοι να ακουμπήσουμε και τον άλλον χωρίς να το θέλουμε και χωρίς να μας έχει δώσει την άδειά του, και αισθανόμαστε εκείνη την χαρακτηριστική ελαφρά ενοχή που μας κάνει να συμπεριφερόμαστε σαν να ζητούμε συγγνώμη -, έτσι υπάρχει και η διακριτικότητα της ακουστικής απόστασης στις ιδιωτικές συνομιλίες, τις οποίες δεν θέλουμε να ακούσουμε γιατί δεν μας αφορούν και δεν έχουμε δικαίωμα να τις ακούσουμε γιατί δημοσιοποιούν ενδεχομένως πράγματα, τα οποία δεν προορίζονται για κοινή γνώση. Και αυτός ο κανόνας παραβιάζεται σε εστιατόρια και καφενεία και σε πάσης φύσεως κλειστούς χώρους. Όμως εδώ δεν πρόκειται καν για ζωντανή συνομιλία ανάμεσα σε δύο παρτνέρ της επικοινωνίας, αλλά για έναν τεχνητό διάλογο μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, από τον οποίο παρακολουθούμε, χωρίς να το θέλουμε, μόνο τη μία πλευρά· όχι μόνο η έννοια της privacy (του ιδιωτικού χώρου) παραβιάζεται εδώ, αλλά η έννοια του χώρου (των αποστάσεων) γενικά διαλύεται.
Ενώ στις παραδοσιακά κλειστές κοινότητες της Τουρκοκρατίας, αλλά και στις τοπικές κοινωνίες γενικότερα, η ιδιωτικότητα συρρικνώνεται από το δίκτυο ανεπίσημης δημόσιας παρακολούθησης και πληροφόρησης, το κουτσομπολιό και τις διαδόσεις (βλ. το προηγούμενο κεφάλιο), και ο κόσμος ξέρει τις πιο παραμικρές λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής του καθενός, με τον Διαφωτισμό και τον αστικό ατομικισμό, τη δημιουργία των πόλεων και την ανωνυμία του πληθυσμού στις μεγαλουπόλεις, ο ιδιωτικός χώρος με τα μικρά και μεγάλα μυστικά του όχι μόνο έγινε πραγματικότητα αλλά και ιδεολόγημα[2]: είναι δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να έχει τη δική του ζωή και να μη δώσει λογαριασμό σε κανέναν γι’ αυτό που κάνει (εννοείται στα πλαίσα της νομιμότητας, της νόρμας της κοινωνικής συνύπαρξης, ίσως και του καθωσπρεπισμού κτλ.)· αυτό το δικαίωμα ισχύει σε προσωπικό επίπεδο, σε επίπεδο οικογένειας και μικρών κοινωνικών ομάδων. Μάλιστα η ιδιωτική ζωή σημαινόντων ανθρώπων θεωρείται ταμπού, ενώ σήμερα ισχύει ακριβώς το αντίθετο: ο δημόσιος άνδρας κρίνεται και για την ιδιωτική του ζωή[3]. Φαίνεται πως τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μια μετατόπιση της εμβέλειας του όρου privacy: για τον κάθε ανώνυμο του πλήθους της καθημερινότητας της πόλεως έτσι κι αλλιώς δεν ενδιαφέρεται κανείς, τι κάνει και τι δεν κάνει, αλλά για τους ανθρώπους που βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας, τα ΜΜΕ ενδιαφέρονται και για τις τελευταίες μικρολεπτομέρειες τις ιδιωτικής τους ζωής, υποθέτοντας πως αυτές ενδιαφέρουν τον κόσμο (το marketing της πληροφορίας). Υπό τον μανδύα της ανωνυμίας και της αδιαφορίας ίσως είναι πιο κατανοητές οι αδιάκριτες συμπεριφορές σχετικά με την κινητή τηλεφωνία· το “ποιος νοιάζεται τι λέω ή κάνω εγώ” λειτουργεί ως άλλοθι για την παραβίαση του πιο στοιχειώδους κανόνα της διανθρώπινης επικοινωνίας: η συμφωνία του άλλου να σε ακούσει.
Η επικοινωνιακή αυτή κατάσταση μοιάζει λίγο με το θέατρο: επί σκηνής βρίσκονται οι ηθοποιοί σε διάλογο, στην περίπτωσή μας ένας με το τηλέφωνο στο χέρι όπως στον Επικήδειο του Καμπανέλλη, για τον οποίο έχουμε ήδη μιλήσει (βλ. το κεφάλαιο 2), οι οποίοι συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχουν οι θεατές, και αυτοί γίνονται μάρτυρες των συνομιλιών που διεξάγονται επί σκηνής. Υπάρχουν όμως δύο βασικές διαφορές: 1) αυτά που λέγονται από σκηνής προφορικά, προορίζονται για να ακουστούν στην πλατεία, κι ας υποκρίνονται οι ηθοποιοί πως είναι μόνοι τους, και 2) οι θεατές συμφώνησαν να τα ακούσουν, πλήρωσαν εισιτήριο για αυτό και ήρθαν από μακριά για να παρακολουθήσουν την παράσταση. Αντίθετα στις συζητήσεις του λεωφορείου ή της ταβέρνας είμαστε ακάλεστοι θεατές, αθέμιτοι ακροατές, δεν συμφωνήσαμε καθόλου ν’ ακούσουμε αυτά που ακούμε· και από την άλλη τα λόγια των συζητητών, είτε σε πραγματική face-to-face situation ή σε virtual communication στο κινητό, δεν προορίζονται να ακουστούν από κανέναν άλλον. Η εκατέρωθεν αδιαφορία εμποδίζει να συνειδητοποιήσει κανείς καν την άτσαλη “θεατρικότητα” της κατάστασης.
Αντίθετα το συμβατικό τηλέφωνο είχε μια διακριτικότητα. Ήδη το μηχάνημα είναι αμομακρυσμένο από κοινούς χώρους, και αν βρίσκεται εκεί, είναι τοποθετημένο σε ένα κλειστό θάλαμο που εξασφαλίζει την privacy της συνομιλίας. Αυτός που τηλεφωνεί απομακρύνεται από τις επικοινωνίες της παρέας, απομονώνεται, συγκεντρώνεται για τη συνομιλία του και συνειδητοποιεί το τεχνητό της επικοινωνίας του, μετριάζοντας το λόγο του και σεβόμενος τον χρόνο του άλλου (και τον δικό του και το κόστος). Ήταν το τηλέφωνο κυρίως μια τεχνολογική επανάσταση στη δυνατότητα της επικοινωνίας που συρρίκνωνε τον χώρο και τις αποστάσεις του, το κινητό τηλέφωνο είναι μια δεύτερη επανάσταση στον ίδιο χώρο της επικοινωνίας, η οποία όμως συρρικνώνει τις ίδιες τις κοινωνικές συνθήκες της συνομιλίας, η οποία δεν προστατεύεται πια από μια ζώνη οικειότητας και απομόνωσης, την ησυχία και την προετοιμασία του ομιλείν, δεν έχει πια την ειδική πλαισίωση μιας τεχνητής μεν αλλά ζωντανής συζήτησης ως πραγματικής συναναστροφής, και διαλύει τις συνηθισμένες συμβατικότητες μιας προφορικής ανταλλαγής απόψεων. Σ’ αυτή την κατάργηση της κοινωνικής κατάστασης “τηλεφώνημα”, που προϋποθέτει, όπως είπαμε, σχετική απομόνωση, ησυχία, αυτοσυγκέντρωση, δεν ακολουθούν εκείνα τα σημεία και εκφραστικά μέσα που συνοδεύουν τον προφορικό λόγο: τονισμός και χρωματισμός φωνής, μιμικές εκφράσεις, χειρονομίες, “γλώσσα του σώματος”. Αυτά δεν αλλάζουν τόσο γρήγορα όπως η τεχνολογία. Έτσι δημιουργείται η γελοία και ανάρμοστη κατάσταση της σωματικής εκφραστικότητας ενός ανθρώπου σε πραγματική συνομιλία, ενώ φαινομενικά δεν συνδιαλέγεται με κανέναν. Αυτά βέβαια έχουν αλλάξει από δύο εξελίξεις: το τηλέφωνο με εικόνα, όπου αποκαθίστανται εν μέρει οι συνθήκες μιας πραγματικής συνομιλίας, και τα γραπτά μηνύματα στο κινητό τηλέφωνο και το διαδίκτυο, που παίρνουν όλο μεγαλύτερες διαστάσεις κυρίως στη νεολαία. Δεν πρόκειται για γραπτή επικοινωνία, αλλά για προφορική η οποία χρησιμοποιεί απλώς τον γραπτό λόγο· περιορίζεται όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο μόνο και αποκλειστικά στη γλώσσα, χωρίς όλα τα άλλα σωματικά μέσα του ανθρώπου που τον ζωντανεύουν τον λόγο του.
Α΄
Σε μια συστηματική εξέταση της διανθρώπινης επικοινωνίας μπορούμε να διαχωρίσουμε γλωσσικά συστήματα συνεννόησης από μη-λεκτικά (non-verbal). Στα τελευταία ανήκουν συστήματα χειρονομιών όπως αυτά των κωφάλαλων, ορισμένων μοναστικών ταγμάτων που δεν μιλούν κτλ.[4], και συστήματα σημείων που δημιουργούνται με τεχνητό τρόπο, όπως η γλώσσα “των καπνών” στους Ινδιάνους ή η γλώσσα των “τυμπάνων” στην Αφρική ή η γλώσσα των σημαιών στον παλαιό σιδηρόδρομο. Η μετάδοση των πληροφοριών όμως γίνεται με φυσιολογικό τρόπο, μέσω των οπτικών και ακουστικών αγωγών που προσφέρει το φυσικό τοπίο. Τεχνητός τρόπος μετάδοσης ήταν κατά το 19ο αιώνα το σύστημα morse, που χρησιμοποιήθηκε με άλλους κωδικούς ακόμα και στο Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και ο τηλέγραφος, που βασίζεται πλέον στη γραπτή γλώσσα. Αντίθετα το τηλέφωνο χρησιμοποιεί την ομιλούμενη γλώσσα και τον προφορικό λόγο, σε αντίστιξη με το διαδίκτυο και το e-mail στον υπολογιστή, ενώ το κινητό διαθέτει και τις δύο δυνατότητες: προφορική συνομιλία και γραπτό μήνυμα με το SMS.
Aν δούμε τα πράγματα σε μια ιστορική προοπτική, τα πρώτα τεχνητά συστήματα ειδοποίησης και μετάδοσης μηνυμάτων ήταν συστήματα κωδικοποιημένων σημάτων που μεταδίδονται με οπτικό τρόπο. Στο Βυζάντιο (ήδη στην αρχαιότητα υπήρχαν οι φρυκτωρίες· χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αισχυλικός “Αγαμέμνων”) ήταν οι βίγλες (από το λατ. vigil, vigilia, φυλακή, φρουρά)[5], πύργοι σε ανυψωμένη θέση μέσα στο τοπίο που είχαν εποπτεία της περιοχής και ήταν χτισμένα με τέτοιον τρόπο, που η μία βίγλα είχε οπτική επαφή με την επόμενη, ώστε μέσω καθρεπτών ή φωτιών μπορούσαν να μεταδοθούν σημαντικές πληροφορίες, συνήθως στρατιωτικές, σε μεγάλες γεωγραφικές αποστάσεις μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα[6]. Αυτό το σύστημα ειδοποίησης λειτούργησε και με φάρους[7]. Ο Φάρος του Μεγάλου Παλατιού στην Κωνσταντινούπολη[8] ήταν το τερματικό σημείο μιας αλυσίδας από βίγλες, που έφτανε από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας ώς τον Βόσπορο για να ειδοποιήσει τον αυτοκράτορα για επικείμενη επίθεση των Αράβων από το μέτωπο με το Χαλιφάτο[9]· η μετάδοση των κωδικοποιημένων μηνυμάτων γινόταν με φωτιές[10].
H εφεύρεση του τηλέγραφου προηγείται του τηλεφώνου, ώστε τα πρώτα τηλέφωνα ονομάζονταν ακόμα “speaking telegraphs”. Η εφεύρεση δεν είναι έργο ενός ανθρώπου και λαμβάνει χώρα στο χρονικό διάστημα 1875-77 στην Αμερική· το 1877 λειτουργεί η πρώτη γραμμή μεγάλων αποστάσεων, αλλά μόλις το 1915 υπάρχει γραμμή που συνδέει τις ανατολικές ακτές με τις δυτικές[11]. Η εφεύρεση του τηλεφώνου ήταν οπωσδήποτε μια από τις σημαντικότερες πτυχές των τεχνολογικών επαναστάσεων, που μας επιφύλαξε το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και θεμελίωσε τον σύγχρονο τρόπο ζωής, μαζί με τον ηλεκτρισμό, την ατμομηχανή, το αυτοκίνητο, τον σιδηρόδρομο, όλες εφευρέσεις που συρρίκνωναν τις αποστάσεις του γεωγραφικού χώρου και διευκόλυναν τις συγκοινωνίες· ο κόσμος έγινε πιο μικρός. Ανάμεσα στις εφευρέσεις της υπερνίκησης του χώρου η τηλεφωνία (μαζί με τη ραδιοφωνία και αργότερα τον κινηματογράφο) ήταν ίσως η πιο ριζοσπαστική και αναβίωνε την προφορική επικοινωνία: γιατί τα συστήματα μετάδοσης μηνυμάτων πρωτύτερα ήταν είτε μη γλωσσικά είτε γραπτά (morse, τηλέγραφος). Η συμπαρουσία δύο ζωντανών φωνών σ’ έναν χώρο ασύλληπτων διαστάσεων δημιούργησε βέβαια την ευφορία της ακουστικής συνεύρεσης, ωστόσο απείχε πολύ από τις κανονικές συνθήκες μιας ζωντανής συνομιλίας μέσα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο: η ίδια η τηλεφωνική μηχανή, η διαδικασία της επιλογής των αριθμών, η αγωνία της σύνδεσης και το αβέβαιο, αν ο άλλος θα βρεθεί τελικά στην άλλη άκρη της γραμμής, τελικά και η κακή ακουστική και τα παράσιτα, κάνουν τον διάλογο και τη συνεννόηση εύθραυστη και δημιουργούν μια επικοινωνία ειδικού τύπου[12]. Αλλά παρά ταύτα η δυνατότητα έστω τεχνητής συνομιλίας με ανθρώπους που βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά ήταν μια επανάσταση στις επικοινωνίες, στο εμπόριο, την πολιτική και την καθημερινή ζωή του κόσμου και μια αποφασιστική πρόοδος στη δικτύωση ανθρώπων και χωρών και στη δημιουργία και θεμελίωση μιας νέας διεθνικότητας (μαζί με τη βελτίωση του οδικού δικτύου και την εξέλιξη ταχύτερων μέσων μεταφοράς). Οι συνθήκες της τηλεφωνικής συνομιλίας άλλωστε έχουν βελτιωθεί συν τω χρόνω πολύ, ώστε η σημερινή πρακτική των τηλεφωνημάτων να μην απέχει τόσο από την face-to-face situation μιας ζωντανής φυσικής συνομιλίας. Βεβαίως η απουσία της οπτικής επαφής με τον συνομιλητή σημαίνει στη γλώσσα της πληροφορικής απώλεια πληροφοριών, η οποία επεκτείνεται και στην ακουστική διάσταση με την αλλοίωση της φωνής από τον τεχνητό τρόπο μετάδοσής της. Και αυτό έχει βελτιωθεί με την οπτική τηλεφωνία, όπου σ’ ένα monitor εμφανίζεται και η ζωντανή εικόνα του συνομιλιτή.
Ωστόσο παρά τις τεχνολογικές αυτές βελτιώσεις παραμένει κάτι το άβολο, μια συνθήκη εργαστηρίου, ένας δισταγμός στη χρήση και μια τάση να τελειώσει κανείς αυτού του είδους την επικοινωνία όσο πιο γρήγορα μπορεί. Το σώμα και η ψυχή δεν εξελίσσονται με τον ρυθμό της τεχνολογίας και έχουν μείνει “πίσω”. Το τηλέφωνο δεν παύει να είναι ένα υποκατάστατο της “αύρας”, της ποιότητας και της άνεσης μιας φυσιολογικής συζήτησης. Βέβαια, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ευαισθησία αυτή, και συχνά οι υπηρεσιακές ή εμπορικές ή άλλες ανάγκες δεν λαμβάνουν υπόψη τέτοιες λεπτομέρειες, ώστε τελικά να συνηθίζει κανείς. Αποκτά την ικανότητα της άμεσης ανταπόκρισης, αν και το μυαλό του είναι ακόμα τελείως αλλού, και να μην ενοχλείται υπερβολικά από την ανά πάσα στιγμή διαθεσιμότητά του, την έκθεση και την εμπλοκή σε μια συνομιλία, όπου αποφασίζει ο συνομιλητής πότε θα γίνει, χωρίς να ρωτήσει πρώτα, αν ο άλλος το θέλει να τον πάρει τηλέφωνο. Τελικά, το να έχεις συνέχεια το τηλέφωνο ανοιχτό, είναι μια απώλεια ελευθερίας· μπορείς βέβαια να το κατεβάσεις ή να το αφήσεις να χτυπήσει και να πάρεις εσύ τηλέφωνο αυτόν με τον οποίο θέλεις να μιλήσεις. Τότε το ζήτημα της στέρησης της πρωτοβουλίας και της ελευθερίας μετατίθεται σ’ αυτόν.
Αυτά όμως μοιάζουν με μεμψιμοιρίες και φιλοσοφήματα σε μια χώρα, όπου η κατάχρηση της τηλεφωνικής επικοινωνίας είναι ο κανόνας και ο κόσμος περνάει ώρες ατελείωτες στο ακουστικό, λέγοντας συχνά και πράγματα τα οποία δεν λέγονται στο τηλέφωνο, και ας είναι ασήμαντα. Γιατί αυτός ο τρόπος τεχνητής επικοινωνίας είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στην παρακολούθηση, οπωσδήποτε περισσότερο από τη λεκτική ανταλλαγή απόψεων σε μια φυσιολογική συνεύρεση. Αυτό δεν γίνεται μόνο με την εσκεμμένη και μεθοδευμένη υποκλοπή συνομιλιών, η οποία είναι σχετικά εύκολη, αλλά και από σφάλματα σύνδεσης, αν ο ένας δεν κατεβάζει καλά το ακουστικό κτλ. Άλλη πηγή εκνευριστικής ενόχλησης είναι τα σφάλματα σύνδεσης, όπου συνήθως αυτός που καλεί ρωτά με περισσή ευγένεια “τι είναι εκεί;”, αντί να δηλώσει πρώτα ποιος είναι και στη συνέχεια να ρωτήσει ποιον και τι θέλει. Η συχνότητα τέτοιων περιστάσεων αυξάνεται αν αλλάξεις συχνά αριθμό.
Πάνω στις αντιδράσεις των ανθρώπων σε μια λάθος σύνδεση θα μπορούσε να γραφεί ολόκληρη μελέτη[13]. Αλλά η λαογραφία του τηλεφώνου έχει και πολλές άλλες παραμέτρους και θεματικές ενότητες: πού έχει κανείς το τηλέφωνο στο σπίτι, ποιο μηχάνημα χρησιμοποιεί, πόση απόσταση έχει από τον χώρο που βρίσκεται συνήθως· πόσες φορές την ημέρα τηλεφωνεί (σε ποια χρονική απόσταση, πότε), πόσες φορές τον παίρνουν τηλέφωνο, πόσην ώρα το αφήνει να χτυπά, πότε δεν το σηκώνει καθόλου, πώς αντιδρά σε ρεκλάμες, προσφορές κτλ., μαγνητοφωνημένες ή ζωντανές, σε αγνώστους που πήραν κατά λάθος και ζητούν άλλον· με ποιες εισαγωγικές φόρμουλες αρχίζει τη συνομιλία με γνωστό ή γνωστή, πόσο κρατούν συνήθως οι συνομιλίες αυτές· χρησιμοποιεί χέρι (το ένα βέβαια), μιμικές εκφράσεις, κεφάλι, ολόκληρο το σώμα κατά τη συνομιλία του, τι διακυμάνσεις έχει ο τόνος της φωνής του· πώς διαρθρώνει τις φράσεις του, υπάρχουν υφολογικές αλλαγές στη συνομιλία του ανάλογα με τον παρτνέρ στην άλλη άκρη της γραμμής, πώς εκφράζονται συναισθήματα με γλωσσικό τρόπο, εκπλήξεις, αποτροπιασμοί, χαρά, αντιρρήσεις κτλ.· τι ακριβώς λέει πριν κατεβάσει το ακουστικό (φόρμουλες τέλους), δίνονται υποσχέσεις για να ξαναμιλήσουν σύντομα (“τα λέμε”) ή όχι· τι ακριβώς κάνει στον απόηχο της συνομιλίας, τι σκέφτεται ή προχωρά αμέσως σε άλλη δραστηριότητα· πληρώνει τακτικά τους λογαριασμούς, σε ποιο ύψος κυμαίνονται συνήθως, ποια εταιρεία σύνδεσης προτιμά κτλ. κτλ. Και δεν μιλήσαμε ακόμα για το τηλέφωνο στον επαγγελματικό χώρο, τα τηλέφωνα στο περίπτερο, σε θάλαμο στο δημόσιο χώρο κτλ.
Μπορεί ορισμένα από τα θέματα αυτά να ανήκουν και στην κοινωνιολογία ή συμπεριφερολογία (science of human behaviour) ή και στις στατιστικές της επικοινωνιολογίας, αλλά ανήκουν εξίσου στην αστική λαογραφία, στο life style του σημερινού κοινού ανθρώπου μέσα στην καθημερινότητά του, στον κοινωνικό βίο των μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού. Το τηλεφώνημα κάποτε ήταν κάτι σαν τελετουργία, σήμερα είναι καθημερινή ρουτίνα χωρίς ιδιαίτερη πλαισίωση. Δεν ξεπερνούνται πια χωρικές αποστάσεις για αντάμωση με τον άλλον, δεν χρειάζονται πια ιδιαίτερες συνεννοήσεις για το ραντεβού (πότε, πού), δεν προλαβαίνει κανείς να κάνει ιδιαίτερες προετοιμασίες (οι ενδυματολογικές έτσι κι αλλιώς εκπίπτουν, γιατί η επικοινωνία είναι μόνο ακουστική), τι θα πει και πώς θα το πει· αυτό από τη μια ενισχύει τον αυθορμητισμό, από την άλλη όμως μειώνει την ποιότητα των επιχειρημάτων, και η όποια πειστικότητα μεταφέρεται σε άλλες στραγητικές της πειθούς, όπως εκκλήσεις, κατηγορηματικές αποφάνσεις και απόλυτες κρίσεις που απλοποιούν τα πράγματα. Άλλωστε η τηλεφωνική συνδιάλεξη δεν προσφέρεται για την ανάπτυξη σύνθετων θεμάτων και τον ήρεμο και νηφάλιο στοχασμό, γιατί η κάθε παύση εκλαμβάνεται εν πολλοίς ως διακοπή της συνομιλίας. Το τηλέφωνο είναι περισσότερο το medium της απλής πληροφόρησης, της επιπόλαιας συζήτησης, των ευχών και τυπικών κοινωνικών επαφών, των συνεννοήσεων εν ολίγοις σ’ ένα πραγματολογικό επίπεδο, δεν προσφέρεται για τη διατύπωση αποχρώσεων της σκέψης και της έκφρασης, για πιο σύνθετους προβληματισμούς με τα υπέρ και τα κατά, για εξομολογήσεις και συναισθηματικούς απολογισμούς, το ακουστικό στο χέρι και στο αυτί και το μηχάνημα μπροστά σου δεν εμπνέει για τη διαλεκτική διαδικασία του διαλόγου, που μπορεί κατά την πορεία του να μεταμορφώσει απόψεις, να διαμορφώσει καινούργιες αντιλήψεις και να φτάσει σε νέες αμοιβαίες συνθέσεις. Σ’ αυτά τα επίπεδα της επικοινωνίας ο χώρος που χωρίζει και η απόσταση που επιβάλλει το τεχνητό medium εξακολουθούν να υπάρχουν και περιορίζουν την ποιότητα της συζήτησης. Άφησα τελευταία τη βαρυκοΐα.
Ένα άλλο πλέγμα λαογραφικών παρατηρήσεων αφορά το τηλεφώνημα των απλών ανθρώπων που δεν τηλεφωνούν συχνά: φωνάζουν όταν η απόσταση με τον συνομιλητή είναι μεγάλη; Πώς πηγαίνουν προς το τηλέφωνο, πώς προετοιμάζονται για τη συνομιλία; Πώς κρατούν το ακουστικό και πώς μιλούν στο μικρόφωνο; Πώς αρχίζουν τη συνομιλία και πώς τελειώνουν; Μιλούν κανονικά ή με τη συνείδηση ότι η φωνή τους έχει να περάσει μια πολύ μεγάλη απόσταση; Πώς σχολιάζουν ύστερα τη συνομιλία κτλ. Έχει παρατηρηθεί πως το τεχνολογικό και τεχνητό του μέσου επικοινωνίας επηρεάζει περισσότερο τους ανθρώπους που δεν τηλεφωνούν συνέχεια, και το τηλεφώνημα αποτελεί κάτι σαν εξαιρετικό γεγονός της ημέρας, το οποίο περιμένουν με ανησυχία ή και αγωνία. Αυτό βέβαια σπανίζει όλο και περισσότερο. Η εξοικείωση με το τεχνητό μέσον αφαιρεί και το “τελετουργικό” πλαίσιο της χρήσης του. Ο λαϊκός πολιτισμός δεν εξοικειώνεται λιγότερο γρήγορα με τα αγαθά της τεχνολογικής προόδου από τον αστικό· ίσως και το αντίθετο: λατρεύει τη μηχανή περισσότερο από τον μορφωμένο, ο οποίος ενδεχομένως έχει και κάποιες διανοητικές αντιστάσεις στο να την αποδεχτεί αμέσως και αναντίρρητα[14]. Ο λαϊκός άνθρωπος δεν έχει τέτοιους δισταγμούς, αν κάνει τη ζωή του και τη δουλειά του πιο εύκολη.
Μολοντούτο η λαογραφία του τηλεφώνου, με την quasi-τελετουργική πλαισίωσή του, μοιάζει σήμερα νοσταλγική αρχαιολογία της τεχνολογίας μπροστά στη δεύτερη, και ίσως ακόμα μεγαλύτερη, επανάσταση που έχει συντελεσθεί στο χώρο της επικοινωνίας: το κινητό.
Β΄
Το mobile phοne, cell phone ή hand phone (handy στις γερμανόφωνες χώρες), η κινητή τηλεφωνία ή απλώς το κινητό, υπάρχει από το 1973 και κυκλοφορεί στο εμπόριο από το 1983. Στη δεκαετία 1990 – 2010 οι συνδρομές με τις σχετικές εταιρίες έχουν αυξηθεί από 12,4 εκατομμύρια σε 4,6 δισεκατομμύρια[15]. Πρόκειται δηλαδή για ένα φαινόμενο και μέσο παγκοσμίων διαστάσεων που συμπεριλαμβάνει όλες τις χώρες και όλες τις κοινωνικές τάξεις. Χωρίζεται τυπολογικά σε δύο κατηγορίες: στην απλή ασύρματη τηλεφωνία και στα κινητά της τέταρτης γενεάς (G4), γνωστά ως smartphones, τα οποία προσφέρουν και μια άλλη σειρά από υπηρεσίες, όπως μετάδοση κειμένων (SMS), ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail), πρόσβαση στο διαδίκτυο (internet access), ασύρματη επικοινωνία με το κινητό σε μικρή απόσταση (infrared, Bluetooth), τη χρήση για πάσης φύσεως business, παιχνίδια, φωτογραφία, μουσική, video, ξυπνητήρι, κτλ. (ίσως την ώρα που γράφω να προσφέρονται και άλλα πράγματα). Με μερικούς τύπους κινητών μπορείς να πληρώσεις και λογαριασμούς. Τα smartphones τείνουν να υποκταστήσουν εν μέρει τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και είναι μικρά iPad[16].
Υπάρχει μια πληθώρα τεχνικών μελετημάτων[17] και άλλων, που χρηματοδοτούνται βέβαια από τις εταιρείες, οι οποίες σημειώνουν, όπως είναι ευνόητο, τεράστια κέρδη. Μεγάλο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας επικεντρώνεται στο ιατρικό θέμα, αν η συχνή χρήση του κινητού με τα εν μέρει έντονα ηλεκτρομαγνητικά κύματα (ειδικά μακριά από αναμεταδότες, στο μετρό κτλ.) δημιουργεί προβλήματα υγείας, ευθύνεται για όγκους και καρκινώματα του εγκεφάλου κτλ. Το συμπέρασμα δεν είναι οπωσδήποτε καθησυχαστικό: δεν έχει παρατηρηθεί κάτι συγκεκριμένο, αλλά δεν υπάρχουν και μελέτες που να εκτείνονται στη χρήση του κινητού πέρα από μία δεκαετία· οπότε συστήνεται η χρήση ακουστικών και η απομάκρυνση της συσκευής από το σώμα του χρήστη, η χρήση του SMS (μετάδοση γραπτών μηνυμάτων) και η εν γένει λελογισμένη χρήση του κινητού[18]. Ένα άλλο θέμα συχνό στη βιβλιογραφία είναι η χρήση του κινητού κατά την οδήγηση, που απαγορεύεται σε ορισμένες χώρες· εδώ η συσχέτιση με τη πιθανότητα και συχνότητα ατυχημάτων είναι αποδεδειγμένη, ακόμα και για ποδηλάτες![19]. Άλλη ανεπιθύμητη επενέργεια είναι η χρήση από παιδιά, που δέχονται κατ’ αυτόν τον τρόπο απειλές ή και σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Ενώ η αρχική σκοπιμότητα ήταν τα μέλη μιας οικογένειας να βρίσκονται σε συνεχή επαφή, να διευκολύνονται οι εργασίες των business και να υπάρχει η δυνατότητα να ζητήσει κανείς βοήθεια σε περίπτωση που τη χρειάζεται και δεν έχει άλλο τρόπο ειδοποίησης, έχει παρατηρηθεί (έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται ορισμένες μελέτες), πως η χρήση του κινητού βοηθάει και τους πολύ φτωχούς σε υπανάπτυκτες χώρες να βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσής τους. Μια ολόκληρη ομάδα μελετημάτων με εθνογραφικό χαρακτήρα ασχολείται με τη χρήση του κινητού στον τρίτο κόσμο[20], από τη χρησιμοποίηση πολλών ανθρώπων ενός και μόνο κινητού ώς την υποκατάσταση παραδοσιακών μέσων συνεννοήσης σε μεγαλύτερες αποστάσεις και τη συνέχιση του παραδοσιακού προφορικού πολιτισμού με νέο μέσο.
Μια άλλη ομάδα μελετημάτων υπεισέρχεται στις κοινωνικές συνέπειες της μείωσης ή κατάργησης των συναναστροφών της face-to-face situation και της αύξησης της ψυχικής εσωστρέφειας, παρά τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των συνδιαλέξεων. Η Ruth Rettie π.χ. παρατηρεί, πως οι μελέτες για τις συνθήκες της mediated communication δεν έχουν ερευνηθεί ακόμα ικανοποιητικά, γιατί τα εννοιολογικά εργαλεία που προσέφερε ο Erving Goffman για τις κοινωνικές συναντήσεις και συνδιαλέξεις αφορούν μόνο live συνευρέσεις και όχι virtual συναναστροφές[21]. Επισημαίνει πως πρέπει οπωσδήποτε να διαχωρίσουμε τις προφορικές συνδιαλέξεις του κινητού (synchronous mediated interaction) από τις συζητήσεις μέσω των γραπτών μηνυμάτων του SMS (asynchronous interaction), που μπορεί να παράγονται και να καλύπτονται τεχνολογικά από το ίδιο medium (κινητό) αλλά υπάγονται σε διαφορετικούς κανόνες και νόρμες της κοινωνικής διάδρασης[22].
Αυτός ο διαχωρισμός είναι ενδιαφέρων, γιατί ο αριθμός των SMS έχει αυξηθεί δραματικά κυρίως στη νεολαία· και δεν είναι μόνο οικονομικός ο λόγος[23]. Οπότε η εσωστρέφεια του κινητού με τα γραπτά μηνύματα αντικαθιστά ουσιαστικά την εσωστρέφεια του internet και του e-mail, κι ας υπόσχεται προσωπικές επαφές σε παγκόσμια κλίμακα[24]. Αλλά έτσι αποφεύγεται η προσωπική συνάντηση εκεί που είναι εφικτή. Ως αντίλογο στα παραπάνω πρέπει βέβαια να διατυπώσουμε, πως τα γραπτά κείμενα του SMS με τα έτοιμα στοιχεία και τις συντομογραφίες που προσφέρει, δεν είναι ακριβώς γραπτός λόγος, αλλά μάλλον προφορικός, όμως προσφέρει την ετεροχρονία του γραπτού λόγου (ο προφορικός διάλογος γίνεται την ίδια στιγμή, ο γραπτός λόγος μπορεί να γράφεται και να διαβάζεται σε διαφορετικούς χρόνους). Οπότε το ίδιο μέσο, το κινητό, προσφέρει τη δυνατότητα του προφορικού και του γραπτού/προφορικού λόγου[25]. Άλλωστε και οι γραπτές συνομιλίες στο διαδίκτυο δεν συγκρίνονται με την παλαιά επιστολογραφία· είναι συχνά ασύντακτες, ανορθόγραφες, πρόχειρες και χωρίς τις υφολογικές απαιτήσεις της γραφής.
Η βιβλιογραφία για την κινητή τηλεφωνία είναι στην κυριολεξία τεράστια (ανάμεσά της είναι και πολλά εκλαϊκευτικά βιβλία)[26]· επειδή το φαινόμενο είναι πρόσφατο, μαζικό και παγκόσμιο, δεν βρίσκει κανείς εύκολα συμπεράσματα. Ίσως μπορεί να περιγραφεί με τους όρους μιας διαλεκτικής σχέσης με τον άνθρωπο, ως φίλος και εχθρός ταυτόχρονα, και ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καθενός η ζυγαριά γέρνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά[27]. Αυτή η διαλεκτικότητα μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλά επίπεδα και έχει πολλές εφαρμογές. Από τη μια η τηλεφωνία είχε σκοπό να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά και να μειώσει τις αποστάσεις μεταξύ τους, αλλά από την άλλη είχε ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι εν πολλοίς να αποφύγουν τις ζωντανές συναντήσεις και να “κρύβονται” πίσω από τα κινητά τους (να “ξεμπερδεύουν” με τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις με ένα τηλεφώνημα), προσποιούμενοι περισσότερο πως κάνουν μια πραγματική συζήτηση, γιατί αυτή λόγω των συνθηκών της συνδιάλεξης (που μπορεί να γίνει οπουδήποτε και οποτεδήποτε) η συζήτηση δεν μπορεί να πάει σε κάποιο βάθος. Μας ανοίγει τη δυνατότητα να κάνουμε περισσότερες γνωριμίες, αλλά αυτές δεν ξεπερνούν κάποιες κοινωνικές τυπικότητες και σκοντάφτουν στον αιφνιδιασμό του ξαφνικού τηλεφωνήματος. Η απώλεια της privacy δεν ήταν η ίδια στο παλαιό συμβατικό τηλέφωνο: η συσκευή ήταν τοποθετημένη σε ειδικό χώρο, μακριά από ενοχλήσεις και θορύβους, και το τηλεφώνημα είχε την αύρα μιας μοναδικής δραστηριότητας, η οποία απαιτεί συγκέντρωση και ησυχία[28].
Με την κινητή τηλεφωνία η ιδιωτικότητα της τεχνητής συνομιλίας έχει καταστραφεί· η συνομιλία δεν γίνεται μόνο πια σε ορισμένους ειδικούς χώρους, αλλά στην κυριολεξία παντού[29]. Υπάρχει σωστή εξάρτηση, μερικοί δεν το κλείνουν ποτέ· το κινητό δημιουργεί ένα εικονικό δίκτυο από γνωριμίες, το οποίο είναι διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή[30]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται οι συνθήκες της επικοινωνιακής εγγύτητας, η οποία είναι εικονική, και ταυτόχρονα συνθήκες του αποκλεισμού και των μεγαλύτερων αποστάσεων, γιατί υποκαθίσταται η live συνεύρεση σ’ έναν πραγματικό χώρο, όπου οι αποστάσεις των σωμάτων και φωνών είναι πραγματικές. Η εικονικότητα της συζήτησης δεν ξεπερνιέται με τη φωτοκάμερα, που επιτρέπει τη φωτογράφηση της συζήτησης και τη live μετάδοση· ορισμένοι μελετητές βρήκαν σ’ αυτό ένα τελετουργικό στοιχείο[31].
Η εξάρτηση από το κινητό και η ανά πάσα στιγμή αναμονή ενός τηλεφωνήματος μπορεί να διακόψει και μια πραγματική συζήτηση, σημαντική ή πολύ εμπιστευτική, η οποία θεωρείται υποδεέστερη από τη σημασία της τεχνητής συνδιάλεξης. Ορισμένοι μελετητές βρίσκουν αυτή την κατάσταση, πολύ συχνή στην καθημερινή ζωή, “alarming”. Σε ορισμένες συναντήσεις (όπως στο θέατρο, την εκκλησία, σε κοντσέρτο κτλ.) η χρήση του κινητού απαγορεύεται, αλλά δεν συμμορφώνονται όλοι. Μερικοί διασκεδάζουν και με το γεγονός να έχουν και τρίτους ακροατές για τη συζήτησή τους· δεν είναι πολλοί που απομακρύνονται διακριτικά για να μην ενοχλήσουν. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι θεωρούν την τεχνητή συζήτηση της κινητής τηλεφωνίας πιο σημαντική και προτιμητέα από την κοινωνική συναναστροφή ή την τυχαία συνεύρεση (λεωφορείο, ρεστοράν κτλ.) στην οποία βρίσκονται, και προτιμούν να απομονώνονται στον virtual κόσμο της τεχνητής επικοινωνίας από την live κοινωνική κατάσταση στην οποία είναι εμπλεκόμενοι. Οι διακριτικοί χρήστες του κινητού, που δεν το χρησιμοποιούν συνέχεια και θεωρούν τη δική τους privacy πιο σημαντική λέγονται στο jargon των σχετικών μελετητών “σκαντζόχοιροι” (hedgehogs), ενώ οι επιδεικτικοί που απαντούν σε όλες τις κλήσεις και έχουν συνέχεια ανοιχτό το κινητό “αλεπούδες” (foxes)[32].
Η διαλεκτική της σύνδεσης/απομόνωσης έχει δύο αντιθετικές όψεις: από τη μια η συνεχής και αδιάλειπτη σύνδεση με ένα πλήθος κόσμου οδηγεί κατά παράδοξο τρόπο στην ατομική απομόνωση, αντικαθιστώντας τις ζωντανές συναντήσεις με εικονικές συναναστροφές, από την άλλη όμως μπορεί να συμβεί και το αντίθετο: οι άνθρωποι που έχουν εθιστεί στη συνεχή χρήση του κινητού, όταν δεν το έχουν, να οδηγηθούν σε ακόμα μεγαλύτερη απομόνωση. Η αύξηση της συχνότητας των επικοινωνιών δεν οδηγεί και στην αύξηση της ποιότητας των συνομιλιών, μάλλον το αντίθετο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπηρεσία SMS που προσφέρει το κινητό, η μετάδοση γραπτού κειμένου έως 160 γράμματα, ένας τρόπος επικοινωνίας που προτιμά σήμερα κυρίως η νεολαία[33]. Περίπου ένα 90% των teenagers προτιμάει το texting· έχει γίνει ένα είδος lifestyle[34]. Το SMS προσφέρει συντομογραφίες για έτοιμες φόρμουλες ομιλίας, για να γλιτώσει χώρο. Αυτό οδηγεί από τη μια σε μια νέα κοινή γλώσσα σε όλο τον κόσμο, που μπορεί να “ενώσει” τους ανθρώπους[35], από την άλλη όμως πρόκειται για μια πρωτοφανή ισοπέδωση της προσωπικής εκφραστικότητας του ατόμου, ιδίως σε οικείες συζητήσεις στις οποίες εμπλέκονται αισθήματα, σκέψεις, προσδοκίες, επιθυμίες κτλ. Πρόκειται για μια συρρίκνωση της ποιότητας της επικοινωνίας με επιπτώσεις για την ανάπτυξη και διατήρηση της ικανότητας της γλωσσικής διατύπωσης, ειδικά στην περίπτωση της νεολαίας. Λόγω του περιορισμένου χώρου, αυτά τα μηνύματα είναι ακόμα πιο σύντομα από τις φωνητικές συνομιλίες. Κατά ορισμένους μελετητές αυτή η ευθύτητα κάνει τις επικοινωνίες αυτές πιο τίμιες· εκλείπουν οι τυπικότητες και ο διάλογος γίνεται πιο προσωπικός.
Σ’ αυτό χωράει βέβαια ένας αντίλογος: η σύνδεση της συντομίας με την ειλικρίνεια είναι απατηλή, κάνει την όποια προσποίηση απλώς πιο χοντροκομμένη. Και ένας διάλογος με έτοιμο λεξιλόγιο και κωδικοποιμένες κατηγορίες απαντήσεων δεν μπορεί ποτέ να είναι πραγματικά “προσωπικός”. Το SMS είναι από τους πιο ύπουλους προαγωγούς της παγκοσμιοποίησης της εσωτερικής μας ζωής: το έτοιμο και κωδικοποιημένο λεξιλόγιο, που προσφέρουν οι εταιρείες σε συντομογραφίες ρυθμίζουν και περιορίζουν την ποικλία των αισθημάτων και σκέψεων και συρρικνώνουν τη δυνατότητα ανάλογης έκφρασης. Έχει παρατηρηθεί πως το γραπτό μήνυμα προτιμάται από εσωστρεφή άτομα, τα οποία είναι κοινωνικά αδέξια και ντροπαλά, και μπορούν να κρύβουν τις ανασφάλειές τους πίσω από ένα κωδικοποιημένο κείμενο[36]. Αμφιβάλλω όμως αν αυτός ο τρόπος εκφράζει τον πραγματικό τους εσωτερικό εαυτό. Δεν φανερώνει αλλά μάλλον κρύβει τα γνήσια αισθήματα και τις πραγματικές προθέσεις. Κανείς δεν εγγυάται για την ειλικρίνεια των μηνυμάτων αυτών.
Στην περίπτωση των μελών μιας οικογένειας αυτός ο παράγοντας βέβαια εκλείπει σε μεγάλο βαθμό, και εφόσον όλο και περισσότερο τα μέλη μιας οικογένειας σήμερα ζουν ξεχωριστές ζωές σε άλλους τόπους, η δυνατότητα της άμεσης επικοινωνίας είναι ευεργετική. Το αντίθετο ισχύει όμως για τα παιδιά: μέσω του κινητού μπορεί να τα πλησιάσει ο καθένας. Οι συνέπειες πάντως της χρήσης του κινητού ακόμα δεν έχουν μελετηθεί σε βάθος σε όλες τις εκφάνσεις της· το μόνο σίγουρο είναι πως έχει αλλάξει την κοινωνική μας ζωή, και ο καθένας μπορεί να το διαπιστώσει στον εαυτό του ή στο στενό προσωπικό του κύκλο[37].
Αν θέλουμε να εφαρμόσουμε τις συζητήσεις της ξένης βιβλιογραφίας στην Ελλάδα, θα διαπιστώσουμε εμπειρικά, πως σε μεγάλο βαθμό είναι ακαδημαϊκές και δεν ανταποκρίνονται στην κοινωνική πραγματικότητα. Ενώ υπάρχει η υποψία πως το νέο άνοιγμα των δυνατοτήτων επικοινωνίας γίνεται εις βάρος των πραγματικών επικοινωνιών της καθημερινής face-to-face situation και μειώνει την ποιότητα των συνομιλιών, και ότι κυρίως η νεολαία δεν χρησιμοποιεί το κινητό καν με τη φωνητική του ιδιότητα σύνδεσης αλλά ως μεταδότη έτοιμων, στις λεπτομέρειές τους, κειμένων σ’ έναν ψευδο-διάλογο με προκαθορισμένο λεξιλόγιο και αυστηρούς περιορισμούς έκτασης –δηλαδή κοντολογίς το κινητό λειτουργεί εις βάρος του προφορικού πολιτισμού– στην Ελλάδα ο προφορικός λόγος εξακολουθεί να είναι τόσο κραταιός και ζωντανός ώστε τέτοιες συνέπειες, άμεσα τουλάχιστον, δεν διαφαίνονται και τέτοιοι φόβοι δεν επαληθεύονται. Ο περισσότερος κόσμος επικοινωνεί με τον όποιον τρόπο να είναι και σε όλα τα επίπεδα, ανακατεύοντας πραγματική και τεχνητή συνομιλία, γραπτό και προφορικό μήνυμα, τηλέφωνο, κινητό και πραγματικό διάλογο. Ακόμα και η νεολαία: το κινητό δεν έχει αδειάσει τα καφενεία και μπαρ, τα στέκια πάσης φύσως, όπου από το πρωί ώς το βράδυ κυρίως η σπουδάζουσα νεολαία συνομιλεί με τις ώρες. Η χαρακτηριστική εξωστρέφεια του τρόπου ζωής δεν φαίνεται να κινδυνεύει άμεσα από τη χρήση του κινητού· ξοδεύονται αμύθητα ποσά για την επικοινωνία αυτού του τύπου, και οι προσφορές των εταιρειών διαδέχονται η μια την άλλη.
Το κινητό έχει τεράστια λαϊκότητα· μάλιστα θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι το κατ’ εξοχήν λαϊκό μέσο επικοινωνίας, και η συχνότητα συνομιλιών δεν είναι καθόλου μικρότερη στις “κατώτερες” τάξεις του πληθυσμού· ίσως μάλιστα και το αντίθετο. Ακόμα και οι βοσκοί στα βοσκοτόπιά τους επικοινωνούν με αυτόν τον τρόπο. Η εικόνα του ανθρώπου με το μικρό πραγματάκι στο αυτί, που γελάει και κλαίει μόνος του και μιλά στο πουθενά, είναι τόσο χαρακτηριστική, που σφραγίζει το lifestyle του αστικού κέντρου. Έτσι οι παραδοσιακές κατηγορίες των proxemics, ιδιωτικός και δημόσιος χώρος, καταργούνται και συγχωνεύονται, οι επικοινωνίες διασταυρώνονται πολλαπλώς σαν τα αόρατα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που κάνουν τα κινητά να λειτουργούν. Η λαογραφία του κινητού είναι ένα πιο επιτακτικό desideratum από τη λαογραφία του τηλεφώνου, ακριβώς επειδή είναι ακόμα πιο διαδομένο φαινόμενο και οι συνέπειές του είναι ακόμα εμφανέστερες. Θα μπορούσε να φτιάξει κανείς μεγάλο κατάλογο ερωτημάτων, που αρχίζει από τον τύπο του κινητού, τη σύμβαση με ποια εταρεία (ή καρτοτηλέφωνο), πόσες φορές ξεχνάει να φορτίσει την μπαταρία και η συνομιλία “μένει στη μέση”, πόσο συχνά το ανοίγει και για πόσην ώρα, αν δέχεται όλες τις κλήσεις ή κάνει επιλογές, βλέποντας από τον αριθμό πως η συνομιλία αυτή του είναι ανεπιθύμητη, κάθε πόσο διαβάζει τα μηνύματα που του έχουν στείλει κτλ.· ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να συνεχίσει με το ερώτημα αν δυσανασχετεί με τηλεφώνημα που έρχεται σε ακατάλληλη ώρα ή το δέχεται σαν μια αναπόφευκτη υποχώρηση προς τις απαιτήσεις της κινητής τηλεφωνίας· και ακόμα: κατά τη συνομιλία πώς κρατάει το μηχάνημα, χρησιμοποιεί ή όχι το μικρόφωνο ή καλώδια (και σε ποια περίσταση, στην οδήγηση π.χ.), πώς αρχίζει και τελειώνει τη συνομλία, τυχόν διακυμάνσεις υφολογίας του λόγου, χειρονομίες, μιμικές εκφράσεις, στάση του σώματος· έπειτα: απομακρύνεται από τυχόν άλλους παρευρισκόμενους ή δεν τον πειράζει να ακούν και εκείνοι, χαμηλώνει τη φωνή ή όχι, πώς αντιλαμβάνεται την παρουσία άλλων, τον ενοχλεί ή τον ευχαριστεί κιόλας κτλ.· και οι ερωτήσεις θα μπορούσαν να τελειώσουν με τα εξής: πόσο συχνά χρησιμοποιεί το SMS, σε ποιους στέλνει μηνύματα, ποια είναι η κοινωνική του δικτύωση μέσω του κινητού (κατάλογος των αποθηκευμένων αριθμών: εμβέλεια, επαγγέλματα, φύλο, ηλικία, σκοπιμότητα κτλ.), ποιες άλλες υπηρεσίες του κινητού χρησιμοποεί (φωτογραφία, παιχνίδια κτλ.)· υπάρχουν και άλλες ερωτήσεις: πόσες φορές ξεχνά το κινητό κάπου κι το αναζητεί, θυμάται πάντα το PIN-number, πού το βάζει αν το έχει μαζί του, έχει περισσότερο από ένα κινητό και για ποιον λόγο, πού κυμαίνεται ο λογαρισμός του, πώς τον πληρώνει κτλ. Ο κατάλογος των ερωτημάτων είναι πολύ πιο μεγάλος απ’ ό,τι στην περίπτωση του τηλεφώνου, γιατί το κινητό είναι αχώριστος φίλος και εχθρός ιδίως του κοινού ανθρώπου στην καθημερινότητά του.
*
Η τεχνητή επικοινωνία του ανθρώπου δείχνει στο ιστορικό της μια πορεία φθίνουσας σημασίας των πληροφοριών που μεταδίδονται: στη βίγλα μόνο πολύ σημαντικές ειδήσεις συνήθως στρατιωτικού χαρακτήρα μεταδίδονταν, στο κινητό μιλάει κανείς και για “ψύλλου πήδημα” ή “να περάσει την ώρα”. Η επιθυμία για επικοινωνία φαίνεται πως ανήκει σε εκείνες τις παραμέτρους της ζωής που δεν υπάγονται στον οικονομικό ορθολογισμό, γιατί κινητό έχουν και οι φτωχοί και οι άνθρωποι του τρίτου κόσμου, έστω πολλοί ένα μαζί. Φαίνεται πως δεν επηρεάζει και τόσο το κόστος (υπάρχουν βέβαια και οι προσφορές των εταιριών και το κόστος μειώνεται συνεχώς)· η ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία είναι από τα βασικά πολιτισμικά σταθερά που ικανοποιούνται με πραγματικά και τεχνητά μέσα. Η επικοινωνία κάποτε είχε μια ειδική πλαισίωση, τώρα η ετοιμότητα να δεχτεί κανείς ένα τηλεφώνημα είναι συνεχής και η συχνότητα όλο αυξάνεται· η ελευθερία και privacy του ατόμου συρρικνώνονται, πράγμα που δημιουργεί αντιδράσεις και ακόμα και την αποφυγή της τεχνητής επικοινωνίας. Το μόνο που δεν επιτρέπειται σε μια τεχνητή επικοινωνία, είναι η σιωπή· η σιωπή αποκτά εδώ άλλη σημασία, είναι διακοπή της επικοινωνίας. Ο λόγος είναι ο κανόνας, από τον μεστό και μετρημένο λόγο της πληροφόρησης έως την ακατάσχετη πολυλογία, όπου η κατάχρηση της γλώσσας καλύπτει άλλες εσωτερικές ανάγκες που δεν είναι κατ’ ανάγκη γλωσσικές. Στα κινητά διαμορφώνεται και ένα ικανό μέρος της κοινής γνώμης, περνούν φήμες και διαδόσεις, σχολιάζονται (καμιά φορά και γραπτώς) γεγονότα κτλ. Ο κατάλογος των διευθύνσεων καταδηλώνει το βαθμό δικτύωσης του χρήστη· αν διασταυρώναμε όλους των καταλόγους των κινητών θα είχαμε τον βαθμό δικτύωσης μιας κοινωνίας.
Στο τέλος θέλω να θίξω ακόμα ένα θέμα που απασχολεί τη φιλοσοφία του πολιτισμού. Οι χώροι ενός ατόμου, μιας κοινωνίας και ενός πολιτισμού είναι πέρα από πραγματικοί και συμβολικοί. Οι αποστάσεις των ανθρώπων μεταξύ τους ρυθμίζονται από ζώνες οικειότητας, που περιβάλλουν το σώμα, και για να εισέρχεται κανείς στις ζώνες αυτές, πρέπει να του δοθεί ειδική άδεια· αυτό ισχύει από τις αποστάσεις των ανθρώπων στη δημόσια ζωή έως την ερωτική ένωση. Επίσης η τοποθέτηση του σώματος μέσα στο χώρο, στην περίπτωση συνομιλίας, έχει συμβολική σημασία: πιο ψηλά, πιο χαμηλά, προστατευμένο από μπάρα (διασταυρωμένα χέρια μπροστά στο στήθος, γραφείο) ή απροστάτευτος (ανοιγμένα χέρια). Η κατοικημένη περιοχή μιας παραδοσιακής κοινότητας περιστοιχίζεται από εξωκκλήσια, υψώματα, σταυρούς κτλ. που οριοθετούν τον καθαγιασμένο χώρο του ανθρώπου και τον διαχωρίζουν από τη “δαιμονική” φύση· οι πόλεις παλαιότερα κλείονταν μέσα σε τείχη με τάφρους και πολεμίστρες κτλ., όχι μόνο για αμυντικούς λόγους αλλά και συμβολικούς.
Οι κανόνες της privacy (ιδιωτικότητας) του ατομικού χώρου ισχύουν και στον δημόσιο χώρο, ο οποίος έχει πάλι τους δικούς του συμβολισμούς. Στις συναναστροφές οι άνθρωποι τηρούν, συνειδητά ή υποσυνείδητα, τις προδιαγραφές του ιδιωτικού χώρου του σώματος. Αυτό το συμβολικό σύστημα των proxemics (της γειτνίασης, του χειρισμού των αποστάσεων), το οποίο είναι σεβαστό ακόμα στην περίπτωση της συμβατικής τηλεφωνίας, διαταράσσεται και διαλύεται με την κινητή τηλεφωνία, η οποία μπορεί να γίνει παντού και πάντοτε. Διασταυρώνονται και μπερδεύονται οι επικοινωνίες, πραγματικές και τεχνητές, και διαταράσσεται η τάξη των συμβολικών χώρων του ατόμου και της δημοσιότητας. Η σύμφυρση ιδιωτικού και δημόσιου χώρου έχει ως συνέπεια τον βαθύτερο ψυχικό αποπροσανατολισμό του ανθρώπου και μακροπρόθεσμα τη διάλυση του χωροταξικού συμβολισμού ενός πολιτισμού. Σ’ έναν οργανωμένο πολιτισμό, το τι βρίσκεται πού και τι γίνεται πού και πότε, δεν είναι τυχαίο (δεν ανήκει στα “αδιάφορα”). Η εισβολή του κινητού αποδιοργανώνει το σύστημα συμβολισμών του χώρου, που είναι αντιληπτός κυρίως στο υποσυνείδητο του ανθρώπου.
Μια άλλη παράμετρος, που υπήρχε ήδη στην περίπτωση της συμβατικής τηλεφωνίας, είναι η καταστρατήγηση της έννοιας του γεωγραφικού χώρου. Αυτή βέβαια έγινε και από τα τεχνολογικά μέσα συγκοινωνίας (αυτοκίνητο, σιδηρόδρομος, ατμόπλοιο, αεροπλάνο), όπου οι πραγματικές διαστάσεις του χώρου συρρικνώνονται και αντικαθίστανται με άλλες μονάδες μέτρησης. Η τηλεφωνία, που δεν επιβάλλει την πραγματική μετάβαση του σώματος σε άλλο τόπο, διαλύει την έννοια του χώρου με άλλο, πιο αποφαστιστικό τρόπο: είτε τηλεφωνώ στο διπλανό γείτονα είτε στην Αυστραλία είναι ακριβώς το ίδιο. Η έννοια της απόστασης δεν παίζει κανένα ρόλο πια, γίνεται άσχετη, σαν να ζούσαμε πέρα από χώρο και χρόνο. Τα τεχνικά και τεχνολογικά media φαίνεται πως αυτή ακριβώς την ιδιότητα έχουν: μας απαλλάσσουν, εν μέρει ή εν όλω, από τα δεσμά του χώρου και του χρόνου, αλλά αυτή η νέα ελευθερία έχει ένα τίμημα: είναι εικονική όχι πραγματική. Κι όταν πέσει το ρεύμα, όλος αυτός ο κόσμος είναι ανύπαρκτος.
Το κινητό και η συνεχής χρήση του συρρικνώνει και την αίσθηση, τη διάρθρωση και τον ρυθμό του χρόνου: η συνεχής διαθεσιμότητα και έκθεση στην πιθανότητα τηλεφωνήματος διαλύει τη δόμηση του χρόνου της ημέρας, ως μιας αλληλουχίας δραστηριοτήτων που έχουν έναν ορισμένο ρυθμό και ένα ορισμένο χρονοδιάγραμμα, έχουν μια χρονική τάξη. Από ένα σχεδόν τελετουργικό γεγονός με ιδιαίτερη πλαισίωση, στην παραδοσιακή τηλεφωνία, έγινε καθημερινή ρουτίνα, η οποία παρεμβάλλεται στις ασχολίες και μπορεί να εκληφθεί και ως ποικιλία, σπάσιμο της μονοτονίας κτλ. Ταυτόχρονα βέβαια είναι ενόχληση, διατάραξη της χρονικής τάξης και η συχνή αναμονή κλήσεων και μια μόνιμη πιθανή “απειλή”, που μπορεί να έχει συνέπειες για το ρυθμό των πράξεων και πρακτικών που έχουν προβλεφθεί και για την ψυχική ηρεμία και τη γαλήνη του πνεύματος (peace of mind). Η συχνή χρήση του κινητού οδηγεί και σε μια μερική αποδιοργάνωση της χρονικής διάταξης του ανθρώπου, των ρυθμών της ζωής του, που η διαμόρφωση και κυριαρχία τους αποτελεί μια από τις βαθύτερες ευχαριστίες και απολαύσεις της ύπαρξης (βλ. και το πρώτο κεφάλαιο αυτού του τόμου).
Με την έννοια αυτή η κινητή τηλεφωνία, ιδίως στις καταχρήσεις της, έχει ως συνέπεια την μερική αποδιοργάνωση των συμβολικών χώρων του ανθρώπου και του πολιτισμού, και τη μερική διατάραξη των ρυθμών του συμβολικού και πραγματικού χρόνου του ανθρώπου και του πολιτισμού. Το κινητό, ώσπου να διαμορφωθούν κανόνες συμπεριφοράς στη χρήση του, αν θα διαμορφωθούν ποτέ, προς το παρόν τουλάχιστον απορρυθμίζει βασικές συντεταγμένες του πολιτισμικού βίου, σ’ ένα ατομικό αλλά και σ’ ένα κοινωνικό επίπεδο.
[1] R. Sommer, Personal Space, Prentice Hall, New Jersey 1969, E. T. Hall, Silent Language, New York 1959, του ίδιου, The Hidden Dimension, London 1966, T. D. Graves, “Quantitative Research in Proxemic Behavior”, American Anthropologist 65 (1963), σσ. 1033-1027 κτλ.
[2] A. Westin, Privacy and Freedom, New York 1967, Y. Onn et al., Privacy in the Digital Environment, Haifa Center of Law & Technology 2005, J. Wagner DeCew, In Pursuit of Privacy: Law, Ethics, and the Rise of Technology, Ithaca: Cornell University Press, 1997, R. Gavison, “Privacy and the Limits of the Law”, M. J. Gorr / St. Harwood (eds.), Crime and Punishment: Philosophic Explorations, Belmont, CA 2000, σσ. 46–68 (βλ στον ίιδο τόμο J. J. Thomson, “The Right to Privacy”, σς. 34-46), U. Hugl, “Approaching the value of Privacy: Review of theoretical privacy concepts and aspects of privacy management”, Proceedings of the Sixteenth Americas Conference on Information Systems (AMCIS) 2010, paper no. 248, D. J. Solove, “‘I’ve Got Nothing to Hide’ and Other Misunderstandings of Privacy”, San Diego Law Review, vol. 44, 745-772, κτλ.
[3] “On the subway, the train, at the airport, and in other public places we are constantly made to eavesdrop on the most intimate conversations, uninhibitedly conducted by fellow-citizens on their cell phones. Matters of extreme intimacy, such as Bill Clinton’s affair with Monica Lewinsky, became public issues. The court hearing was publicized in great detail on television and the internet. The case did not just pose moral questions about the U. S. President’s privat and public betrayals, but every detail of the affair, including instances of oral sex, was the subject of public discussion. The strict boundaries between public and private still in place during the 1960s – when no senator or journalist would have dragged John F. Kennedy’s numerous affairs into the public sphere – have increasingly become blurred since the 1990s” (E. Fischer-Lichte, The Transformative Power of Performance. A new aesthetics, London/New York 2008, σ. 65).
[4] Διαλέγω από μια πολύ μεγάλη βιβλιογραφία των Sign Language Studies: C. Stokoe, Semiotics and Human Sign Language, Den Haag 1974, του ίδιου, “Sign Language and the Monastic Use of Lexical Gestures”, Semiotica 24 (1978), σσ. 181-194, W. Tomkins, Indian Signs Language, New York 1969, McDonald Critchley, Silent Language, London 1975, P. Ekman / W. V. Friesen, “The repertoire of nonverbal behavior: Categories, origins, use and coding”, Semiotica 1 (1969), σσ. 49-98 κτλ.
[5] Η λέξη βίγλα (σβίγλα, βιγλίτσι, βιγλάρης, βιγλάτορας, βιγλώ, βιγλάρω, βιγλεύει, βιγλίζω κτλ.) έχει μια σειρά από σημασίες: σκοπιά, φρουρά, ενέδρα, πολεμότρυπα, τηλεσκόπιο, στροφή δρόμου, οπή της κυψέλης όπου μπαινοβγαίνουν τα μελίσσια, τρύπα στο βαρέλι για να μπει αέρας, πώμα της οπής του βαρελιού· ανάλογες είναι οι κυριώτερες σημασίες του ρήματος: παρατηρώ, επιβλέπω, εποπτεύω, φυλάσσω, κατασκοπεύω, παραμονεύω (Ιστορικόν Λεξικόν της νεάς ελληνικής της τε κοινώς ομιλουμένης κια των ιδιωμάτων, τόμ. 3, 1942, σσ. 528 εξ.). Στη δημώδη βυζαντινή λογοτεχνία το ρήμα έχει και άλλες σημασίες, όπως: παρακαλουθώ με το βλέμμα, καμαρώνω, βρίσκω, επιτυγχάνω, εξετάζω, ερευνώ, διαπιστώνω, αποφασίζω κτλ. (Ε. Κριαράς, Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, τόμ. Δ΄, 1975, σσ. 113 εξ.).
[6] Η απόσταση του ενός πύργου από τον άλλο ήταν συνήθως 4-5 χιλιόμετρα (Μεγαλή Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 7, σσ. 240 εξ.).
[7] “Originally, Φάρος was the name of an island on the coast of Egypt, see Od. 4, 355. As is well known, the Ptolemies erected there the famous lighthouse (see DNP s. v. ‘Leuchtturm’). The development from a nomen proprium to a designation for ‘lighthouse’, φάρος, began in imperial times: AP 9, 671; 11, 117 (Straton, 2. c. C. E.), Alkiphron (2. 4.) has σκοπιαί Φάριαι: there was no strict distinction between watch-tower and lighthouse. From the Greek word became the common designation in the Roman languages; cf. also the name of the Dalmatian island of Hvar” (J. Niehoff-Panagiotidis / E. Hollender, “Έχομε ךצננחךננו: The Announcement for the New Moon in Romaniote Synagogues”, Byzantinische Zeitschrift 103/1, 2010, σσ. 99-127, ιδίως σ. 122).
[8] Υπήρχαν πολλοί φάροι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μερικοί στην ίδια την Κωνσταντινούπολη (F. Janin, Constantinople byzantin. Développement urbain et repertoire topographique, Paris 21964, σσ. 409 (Porta de Pharo σσ. 288 εξ.). Ο Φάρος του Μεγάλου Παλατιού ήταν στο Βουκόλεον όπου υπήρχε και “ο κατά τον Φάρον λιμήν” και η εκκλησία “Η Θεοτόκος του Φάρου” (R. Janin, La géographie écclesiastique de l’empire Byzantine, τόμ. I/3, Paris 21969, no 121, σσ. 232 εξ.). Εξαφανίζεται από τις πηγές μετά το 1204 (R. Guilland, Études de topographie de Constantinople Byzantine, Berlin 1969, σσ. 277-283, 305 εξ., χάρτης με άλλους φάρους σ. 281).
[9] Βλ. Theophanus Continuatus 197, Guilland, ό.π., σ. 278, J. Koder, Der Lebensraum der Byzantiner, Graz/Wien/Köln 1984, σσ. 84 εξ. (με χάρτη και πηγές).
[10] Για τις τεχνικές λεπτομέρειες της μετάδοσης Α. Αschoff, “Über den byzantinischen Feuertelegraphen und Leon den Mathematiker”, Deutsches Museum, Abhandlungen und Berichte 48 (1981), τεύχ. 1. “Α. discusses the other Byzantine sources, the latest being Skylitzes and give tentative maps and a useful examination of technical details of the system. He denies the alleged contribution of Leo the Mathematician” (Niehoff-Panagiotidis/Hollender, ό.π., σ. 123).
[11] Τα κύρια ονόματα στο αρκετά περίπλοκο ιστορικό της εφεύρεσης του τηλεφώνου είναι οι Charles Bourseul, Antonio Meucci, Johann Philipp Reis, Alexander Graham Bell και Elisha Gray. Βλ. σε επιλογή: B. H. Baker, The Gray Matter: The Forgotten Story of the Telephone, St. Joseph, Michigan 2000, L. Coe, The Telephone and Its Several Inventors: A History, McFarland, North Carolina 1995, A. E. Evenson, The Telephone Patent Conspiracy of 1876: The Elisha Gray – Alexander Bell Controversy, McFarland, North Carolina 2000, A. A. Huurdeman, The Worldwide History of Telecommunication, 2003 κτλ.
[12] Για τις μορφές της λεκτικής επικοινωνίας βλ. σε επιλογή: T. W. Benson (ed.), Speech Communication in the Twentieth Century, Carbondale / Edwardsville 1985, E. Barnouw et al. (ed.), International Encyclopedia of Communications, 4 vols., New York, Oxford UP 1989, H. Cohen, The History of Speech Communication: The emergence of a discipline, 1914-1945, Annandale 1994, J. G. Delia, “Communication Research: A History”, C. R. Berger / S. H. Chaffee (eds.), Handbook of Communication Science, Newbury Park 1987, σσ. 20-98, Ε. Μ. Rogers, A History of Communication Study: A biographical approach, New York 1994, D. Schiller, “Back to the future: Prospects for study of communication as a social force”, Journal of Communication 43/4 (1993), σσ. 117-124 κτλ.
[13] Μια απολαυστική αντίδραση σε νυχτερινό τηλεφώνημα από λάθος, όπου πιάνουν κουβέντα δύο άνθρωποι που υποφέρουν και οι δύο από αϋπνίες, βρίσκεται στο τελευταίο έργο του Ι. Καμπανέλλη, Οι δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά (το κείμενο στο θεατρικό πρόγραμμα: Ιάκωβος Καμπανέλλης / Άρθουρ Μίλλερ, Δύσκολες νύχτες, Θέατρο Εξαρχείων, Αθήνα 2005, σσ. 59-83, για ανάλυση και σχολιασμό βλ. Β. Πούχνερ, Τοπία ψυχής και μύθοι πολιτείας. Το θεατρικό σύμπαν του Ιάκωβου Καμπανέλλη, Αθήνα 2010, σσ. 909-924).
[14] Μ. Γ. Μερακλή, “Μηχανή και ο λαϊκός άνθρωπος”, Λαογραφία 28 (1972), σσ. 116-124.
[15] Σ’ αυτόν τον αριθμό δεν συμπεριλαμβάνονται τα καρτοτηλέφωνα.
[16] H. Rheingold, Smart Mobs: The Next Social Revolution, 2002.
[17] Αναφέρω ενδεικτικά μόνο κάποια πολύ γενικά και εκλαϊκευμένα: W. Stallings, Wireless Communications and Networks, Prentice Hall 2002, B. H. Walke, Mobile Radio Networks: Networking and Protocols, Wiley 1999, R. Prasad, Universal Wireless Personal Communications, Artech House 1998, B. E. Mennecke / T. J. Strader (eds.), Mobile Commerce: Technology, Theory and Applications, Idea Group Publishing 2003, K. Makki et al. (eds.), Mobile and Wireless Internet: Protocols, Algorithms and Systems, Kluwer Academic Publisher 2003 κτλ.
[18] Αποφεύγω να δώσω σχετική βιβλιογραφία· είναι εύκολα προσβάσιμη στο internet.
[19] Βλ. τελείως ενδεικτικά: C. Patten et al., “Using mobile telephones: cognitive workload and attention resource allocation”, Accident Anaysis & Prevention 36/3 (2004), σσ. 341-350, M P. White et al., “Risk perceptions of mobile phone use while driving”, Risk Analysis 24/2 (2004), σσ. 323-334, G. Sagberg, “Accident risk of car drivers during mobile telephone use”, International Jοurnal of Vehicle Design 26/1 (2001), σσ. 57-69, M. J. Goodman et al., “Using Cellular Telephones in Vehicles: Safe or Unsafe?”, Τransportation Human Factors 1 (1999), σσ. 3-42, D. de Waard et al., “Mobile phone use while cycling: Incidence and effects on behaviour and safety”, Ergonomics 53/1 (2010), σσ. 30-42.
[20] Βλ. σε επιλογή: M. de Bruijn / F. Nyamnjoh / I. Brinkman (eds.), Mobile Phones: The New Talking Drums of Everyday Africa, 2009, B. Barendregt, “The Ghost in the Phone and other Tale of Indonesian Modernity”, International Conference on Mobile Communication and Asian Modernities I, Hong Kong, 7th-8th June 2005, Η. Ηeather / D. Miller, The Cell Phone: An Anthropology of Communication, Berg Publisher 2006 [εθνολογική μελέτη για τους φτωχούς στη Jamaica], J. Donner / M. W. Steenson, “Beyond the Personal and Private: Modes of Mobile Phone Sharing in Urban India”, S. Campbell / R. Ling, The Reconstruction of Space and Time: Mobile Communication Practices, Piscatawy, New Jersey 2008, σσ. 231-250, H. Hahn / L. Kibora, “The Domestication of the Mobile Phone: Oral Society and New ICT in Burkina Faso”, Journal of Modern African Studies 46 (2008), σσ. 87-109, J. Agar, Constant Touch: A Global History of the Mobile Phone, 2004 κτλ.
[21] E. Goffman, The Presentation of Self In Everyday Life, New York 1957, Encounters, Indianapolis 1961, Behavior in Public Places, New York 1963, Interactional Ritual, New York 1967, Frame Analysis, Harmondsworth 1974.
[22] R. Rettie, “Mobile Phone Communication: Extending Goffman to Mediated Interaction”, Sociology, 43/3 (2009), σσ. 421-438.
[23] Βλ. σε επιλογή: P. Glotz / P. Bertsch / C. Locke (eds.), Thumb Culture. The Meaning of Mobile Phones in Society, Bielefeld 2005 (G. Bell, “The Age of the Thumb: A Cultural Reading of Mobile Technologies from Asia”, σσ. 67-88), N. Baron / R. Ling, “Emerging Patterns of American Mobile Phone Use: Electronically Mediated Communication in Transition”, G. Goggin / L. Hjorth (eds.), Proceedings of the Conference Mobile Media, Sydney, 2nd-4th July 2007, Sydney 2007, σσ. 218-230, στον ίδιο τόμο J. Cahir, “Text-Messaging: A Private Form of Communication?”, σσ. 208-217.
[24] Για το διαδίκτυο βλ. σε επιλογή: D. Goldberg / T. Prosser / S. Verhulst, Regulating the Changing Media, Oxford 2002, K. Hafner / M. Lyon, Where Wizards Stay Up Late: The Origins of Internet, New York 1996, B. M. Murphy, “A Critical History of Internet”, G. Elmer (ed.), Critical Perspectives on the Internet, Lanham 2003, σσ. 27-45, K. C. Montgomery, Generation Digital: Politics, commerce and childhood in the age of the internet, Cambridge 2007, D. Tapscott, Growing up Digital: How the Net Generation is changing the world, New York 2009, του ίδιου, Growing up Digital: The Rise of the Net Generation, New Yοrk 1998.
[25] Δεν προτίθεμαι στο σημείο αυτό να υπεισέλθω στη θεωρητική συζήτηση, τι είναι ένα medium. Παραπέμπω απλώς στον ορισμό του M. McLuhan, The Medium is the Message, New York 1967.
[26] Μεγάλο μέρος της βρίσκεται και στους διάφορους τόπους του διαδίκτυου. Βλ. σε αυστηρή επιλογή: F. Cairncross, The Death of Distance: How the Communications Revolution will Change Our Lives, Boston/Mass., Harvard UP 1997, D. Bell, “The Third Revolution: and its possible consequences”, Dissent 36/2 (1989), σσ. 164-176, M. Castells, The Rise of Social Network, Cambridge/Mass. 21996, M. Ito / D. Okabe / M. Matsuda, Personal, Portable and Pedestrian: Mobile Phones in Japanese Life, Cambridge/Mass. 2005, E. L. Kasesniemi, Mobile Messages: Young People and a New Communication Culture, Tampere 2003, J. Katz / M. Aarkhus (eds.), Personal Contact: Mobile Communication, Private Talk, Public Performance, Cambridge UP 2003, R. Ling, The Mobile Connection: The Cell’s Phone’s Impact on Society, San Francisco 2004, R. Ling / P. Pedersen (eds.), Mobile Communication: Re-negotiation of the Social Sphere, Surrey, U.K. 2005, I. Arminen, “Emergentes, Divergentes: Les Cultures Mobiles”, Réseaux 20/112-113 (2002), σσ. 81-106, του ίδιου, “Location: a Socially Dynamic Property – A Study of Location Telling in Mobile Phone Calls”, L. Haddon et al. (eds.), The Good, the Bad and the Irrelevant: The User and the Future of Information and Communication Technologies, Conference Proceedings, 1-3 September 2003, Helsinki 2003, B. Brown / N. Green / R. Harper (eds.), Wireless World: Social and Interactional Aspects of the Mobile Age, London 2001, G. Burkart, “Mobile Kommunikation. Zur Kulturbedeutung des ‘Handy’”, Soziale Welt 52/2 (2000), σσ. 209-232, N. S. Baron, Always On: Language in an Online and Mobile Word, New York, Oxford UP 2008, M. Castells et al., Mobile Communication and Society: A Global Perspective, Cambridge/Mass 2007, M. Castells, Mobile Communication and Society, Cambridge 2006, A. Kavoori / N. Arceneaux (eds.), The Cell Phone Reader: Essays in Social Transformation, 2006, T. Kopomaa, The City in Your Pocket, Gaudeamus 2000, P. Levinson, Cellphone: The Story of the World’s Most Mobile Medium, and How It Has Transformed Everything!, 2004, K. Nyíri (ed.), Mobile Connection: Essays on Cognition and Community, 2003, του ίδιου (ed.), Mobile Learning: Essays on Philosophy, Psychology and Education, 2003, του ίδιου (ed.), A Sense of Place: The Global and the Local in Mobile Communication, 2005, του ίδιου (ed.), Mobile Understanding: The Epistemology of Ubiquitous Communication, 2006 κτλ.
[27] C. Neghina, “Friend or Foe – Mobile phones and communication”, http://www.slideshare.net/preciousssa/friend-or-foe-mobile-phones-and-communication
[28] A. Lasen, “The Social Shaping of Fixed and Mοbile Networks: A Historical Comparison”, Surrey Vodafone Scholar, Digital World Research Centre, University of Surrey, 2002 (http://www.dwrc.surrey.ac.uk/Portals/0/HistComp.pdf ).
[29] “Today, we see people use cell phones in all kinds of situations, from the most private situations such as in bed and in the bathroom, to public spaces such as in the streets, on the bus, in shops, restaurants, public theaters, offices, at work as well as leisure, alone as well as together with others” (S. Bergvik, “Disturbing cell phone behavior – a psychological perspective. Implications for mobile technology tourism”, Kjeller: Telenor R&D. Repοrt 29/2004, http://www.telenor.com/rd/pub/rep04/R_29_2004.pdf, σ. 4).
[30] S. L. Jarvenpaa/K. R. Lang,”Managing the paradoxes of mobile technology”, Information Systems Management 22/4 (2005), σσ. 7-23 (http://www.ism-journal.com/ITToday/mobile. pdf).
[31] M. Villi, Visual mobile communication: Camera phone photo messages as ritual communication and mediated presence, Helsinki 2010.
[32] S. Plant, “On the Mobile: the effects of mobile telephones on social and individual life”, (2001) http://www.motorola.com/mot/doc/0/234-MotDoc.pdf, σσ. 30, 36, 49, 62.
[33] M. Croft, “CU L8R?” Marketing Week, September 2006, σσ. 43-45 (EBSCO Database).
[34] D. J. Reid/F. J. M. Reid, “Insights into the Special and Psychological Effects of SMS Text Messaging”, http://www.160characters.org/documents/SocialEffectsOf TextMessaging.pdf.
[35] J. Williamson, “An unlikely hit”, Global Telephone, March 2002, σσ. 16-22.
[36] Reid/Reid, ό.π., σ. 8, Plant, ό.π., σσ. 56 εξ.
[37] “Regardless of how or why they are used, one thing is certain: the way we communicate has changed significantly. For some the mobile phone is seen as an intrusive device, threatening their personal and social lives. Such persons seek to limit mobile conversations, preferring real time face-to-face conversations, instead of mediated talks. For persons with hectic lifestyles, who have little or no time at all for social gatherings, mobile phones provide the ideal means of keeping in touch with friends and family members while on the move. Moreover, mobiles can help otherwise socially shy persons develop relationships and increase their social network, acting as an enhancement tool for networking. Although some worries do arise regarding the excessive use of mobile technology, the main purpose has remained the same: to facilitate and proliferate communcation” (Neghina, ό.π., σ. 5). Υπενθυμίζω ως τέτοιες μελέτες χρηματοδοτούνται από τις ίδιες τις εταιρείες.