Η καραντίνα είναι κατάσταση φυσιολογική. Η Σαρακοστή που οδηγεί στο Πάσχα. Η ζωή μας σ’ ένα δωμάτιο, ακόμα πιο στενό από τούτο, σ’ ένα σώμα τόσο ισχνό όπως ετούτο· και δεν υπάρχει τρόπος να αποδράσεις. Παρά να σμίξεις με ένα διπλανό, ν’ ανοίξεις πόρτες, να γκρεμίσεις τοίχους, το παράθυρό σου να είναι ήδη το διπλανό, κι έτσι να γίνει για λίγο ένα ευρύχωρο σπίτι που χωρούν τουλάχιστον δυο. Έξω οι δρόμοι άδειοι, μόνο φαντάσματα κυκλοφορούν, λόγια του αέρα, βλέμματα στο κενό, κινούμενες μαριονέτες στα ίδια τους τα νήματα. Έξω αόριστος θόρυβος, μέσα η οριστική σιωπή.
Η καραντίνα είναι κατάσταση φυσιολογική. Εκτυλίσσεται διά βίου σε τετράγωνο χώρο. Συνήθως από ξύλο. Από την κούνια στην κάσα, από το λίκνο στο κιβούρι, από τα γεννοφάσκια στα λαζαρώματα, από τα σπάργανα στο μνημούρι. Και το ταβάνι γίνεται πλάκα· πάντα μας έκρυβε τον ουρανό.
Στην απομόνωση κάτι περιμένεις. Να τερματιστεί αυτή η κατάσταση. Να επανέλθει η ομαλότητα της επικοινωνίας. Και δεν ξέρεις πως αυτός είναι ο κανόνας, η άγραφη συνθήκη στην πλάτη σου, που χρειάζονται δύο καθρέφτες να διαβάσεις. Και πάλι. Ή να έχεις τον ειδικό, που διαβάζει όλες τις πλάτες και διαφεντεύει όλες τις γραφές. Μόνο όταν ξαπλώσεις τη σβήνει το στρώμα, τη σβήνει το χώμα. Ο ύπνος ο μικρός σου θάνατος και η μεγάλη σου ελευθερία.
Πετάει η σκέψη, φτερουγίζει η ψυχή, μόνο η σάρκα βογκάει στα δεσμά· υποφέρει το αίμα, και η ρίζα πονά. Η μηχανή πεινά, διψά, θέλει αέρα και αναπαραγωγή. Της εξέλιξης τα εγκεφαλικά ορφανά είμαστε οι μόνοι που το βλέπουμε, είμαστε οι μόνοι που ζούμε τη φυλακή. Κρατητήριο η κοινωνία, αρρώστια η ύπαρξη. Μπόγος από κρέατα, χιτώνας από νεύρα, αράχνης δίχτυ από αγγεία, αυτή η φουσκάλα από νερό και λίγα άλλα, πριν σπάσει στο πρόσκαιρο βλέπεις και βιώνεις την καραντίνα, την απαγόρευση, τον περιορισμό. Της ανάγκης τον οδοντωτό μηχανισμό. Και πιάνεσαι από κάποιες στιγμές, που νιώθεις ξανά τη μεγάλη ελευθερία, αυτήν που ήξερες από παιδί αλλά χάθηκε με την ήβη, όπου χώρισε ο κόσμος στα δυο, και μόνο για στιγμές γίνεται πάλι κύκλος του όλου.
Η καραντίνα είναι έξω από τον κύκλο, και το όλο του κύκλου νοσταλγεί. Την αγκαλιά του στρογγυλού, των κυμάτων τη μουσική, τον ρυθμό της αστρικής ανάσας, το τρυφερό χέρι του Θεού που χαϊδεύει όλα τα κεφάλια, ισιώνει τις χωρίστρες και τρέφει τις ψυχές, την αρχή που είναι και το τέλος, τον άχρονο χρόνο που κυλά και ανανεώνεται στις αχανείς εκτάσεις της διάρκειας. Η καραντίνα είναι ο φθόνος της δυστυχίας, η πίκρα της μοναξιάς, η ορφάνια μακριά απ’ την πατρίδα, του άστεγου το βλέμμα που κοιτάζει φωτισμένα παράθυρα. Η καραντίνα είναι το έρημο εγώ, που χτίζουμε πάνω στο δοσμένο σώμα, την νοικιασμένη σάρκα, για να αντέξουμε τη ζωή· η καραντίνα είναι η σκέψη που συνειδητοποιεί, το μάτι που βλέπει, το χέρι που ποιεί, το πόδι που βαδίζει. Η καραντίνα είναι η γραμμή, που έχει αρχή και τέλος, που ξυπνάει μέσα σ’ ένα όνειρο και θα πέσει πάλι να κοιμηθεί. Κι η υποψία, πως όλα είναι αλλιώς, γίνεται πραγματικότητα.
Η δυνατότητα είναι άπειρος χώρος, όπου όλοι και όλα χωρούν· τα δεδομένα είναι πάντα Σαρακοστή, επτά δεκαετίες που οδηγούν στην Ανάσταση, την επιστροφή, στη χώρα που δεν γνωρίζει Χριστούγεννα ούτε Πάσχα, μήτε χειμώνα μήτε άνοιξη. Στη χώρα που όλα είναι δυνατά.