Μέσα στην τύρβη, που ονομάζουμε «ζωή», αναδύεται κατά διαστήματα, αλλά επίμονα, η ιδέα να μείνω, όσο μου δίνεται η δυνατότητα, καθαρός. Η λέξη είναι εδώ συνώνυμη με την ολόκληρος και την ειλικρινής, λέξεις που αποτελούν άλλα κομβικά σημεία στα ίδια συμφραζόμενα.
Ειλικρινής – σε αντίθεση με τα σκηνικά δράματα, που αναπαριστούν την παγκόσμια ιστορία, και ολόκληρος – σε αντίθεση με τις ακρωτηριασμένες υπάρξεις και τις σχιζοφρενικώς διχασμένες προσωπικότητες, που απαιτεί από μας «η ζωή»
Και καθαρός – με μια έννοια που πρέπει πρώτα να ξαναβρεθεί. Αυτό συσχετίζεται με το πόσο βαθιά έχει αγαπήσει κανείς, ή πόσο ταπεινός έμεινε σε μεγάλα πράγματα, ή πόσο πολύ έχει πιστέψει στη δύναμη της δικής του φύσης. Πόσο καλά ήξερε έναν άνθρωπο, ή και δύο, πόσο κοντά ήταν σε ένα βουνό, σ’ ένα βιβλίο, σε μια θάλασσα. Πόσο πολύ έχει αισθανθεί τον εαυτό του και τον άλλον, ακόμα μέσα στον πιο περίπλοκο στοχασμό.
Κι όταν τα γράφω αυτά στο χαρτί, το κάνω, γιατί γεννήθηκα στη Βιέννη και από μια μητέρα. Και τα γράφω σε μια γλώσσα, πράγμα που είναι πάντα παρεξηγήσιμο. Η συνεννόηση είναι απλή, επειδή μόνο απλή μπορεί να είναι. Δέκα ζωές δεν φτάνουν, να λυθούν οι παρεξηγήσεις μιας και μοναδικής. Κι όμως δεν χρειάζεται να πάμε πίσω στην πρώτη αρχή, και να ουρλιάζουμε όταν πονάμε, ίσως μπορεί να γίνει κατανοητό και έτσι, δίχως δεύτερες σκέψεις και περισπούδαστες ερμηνείες, έτσι όπως είναι γραμμένο εδώ στο χαρτί και έτσι όπως το εννόησα, ότι ο κόσμος είναι άρρωστος στη ρίζα του και δεν μένει πολύ χρόνος, ότι ο άνθρωπος εδώ και καιρό είναι εκτός εαυτού και μόνο μέσα του μπορεί να βρει τον εαυτό του, ότι χρειάζεται εμπιστοσύνη στη φύση του.
Αν οι ουτοπίες είναι μόνο ουτοπίες, τότε ο κόπος της επεξεργασίας τους θα ήταν μάταιος. Και μόνο το να σκέφτεται κανείς, τι θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος, οδηγεί σε μελαγχολία. Το θάρρος για την καθαρότητα και την εκπροσώπησή της προς τα έξω δεν είναι η αντίδραση σε ηθικά λερωμένα γιλέκα, αλλά η περιφρόνηση των μικρόψυχων τακτικισμών, της απατηλής συμφεροντολογίας, του περιστασιακού στοχευμένου ψέματος.
Όλ’ αυτά που διχάζουν και γίνονται αντικείμενα, λειτουργίες και εργαλεία για κάποιον σκοπό. Μερικοί, σκυμμένοι πάνω στα βιβλία, από καιρό προειδοποιούν. Και τώρα το θέμα παίρνει μορφή και για τον πιο ανίδεο.
Είμαστε έτοιμοι για το θανατο; Αυτό θα σήμαινε πως ξέρουμε τη ζωή. Ποιος την ξέρει; Ποιος γνωρίζει ακόμα τον τρόπο, να προσευχηθεί; Ποιος τολμά να επιθυμήσει κάτι, πολύ βαθιά, με όλες τις δυνάμεις του; Όταν μας είναι αδιάφορο τι θα είναι η μοίρα των ανθρώπων, τότε μπορούμε να σιωπήσουμε σαν την πέτρα μέσα στη βεβαιότητα της διάρκειας, όταν όμως συνειδητοποιήσουμε πως οι στιγμές του συνειδητού είναι μετρημένες, και ότι εμείς είμαστε, που όλα τα χάνουμε ή κερδίζουμε και όχι η τυφλή μοίρα, τότε ίσως θα έπρεπε να ανοίξουμε μια συνομιλία με τον τρόπο, όπως συζητούν δυο εραστές μπροστά στο λείψανο της ερωμένης ή οι κληρονόμοι ενός χρεωμένου μεγαλομανούς. Οι αιτίες για την ανειλικρίνεια είναι λίγες και παλαιές: εξουσία, πλούτος, λάμψη σε διάφορες μεταμφιέσεις. Λίγη καλλιέργεια μπορεί να τα ξεπεράσει. Αλλά πες το αυτό μπροστά σε εκατομμύρια εξαθλιωμένους! Είναι αφηρημένο. Έτσι γίνεται με πολλές έννοιες. Η πραγματικότητα σχεδόν δεν είναι πια βιώσιμη. Ζούμε σε σχιζοφρενικούς κόσμους φυγής. Η ειλικρίνεια είναι μια ανοιχτή πληγή, γι’ αυτό είναι δύσκολη. Η κρίση πυρετού του κόσμου είναι κάτι που ίσως μόνο οι μυστικιστές αντέχουν. Κι όμως: είναι τόσο εύκολο να φανταστεί κανείς, πως όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν, και ειρηνικά, και ευτυχισμένα. Φαίνεται τόσο κοντά. Ισώς όμως είναι σαν τα ψηλά περάσματα του Ιμαλαΐων, τα οποία πλησιάζεις, και όσο τα πλησιάζεις αυτά απομακρύνονται, κι όμως δεν είναι fata morgana. Οι άνθρωποι όλων των εποχών θεωρούσαν πως είναι οι πιο σπουδαίοι και η εποχή τους είναι η κορύφωση της κρίσης – δε θα είμαστε κι εμείς καμιά εξαίρεση. Αλλά δεν έχω σήμερα το δικαίωμα να δω τα πράγματα από μια μελλοντική οπτική γωνία, γιατί ίσως σήμερα αποφασίζεται το αν θα υπάρχει μέλλον και, σίγουρα, το πώς θα είναι αυτό, κι επομένως και πώς θα είναι η κρίση της Ιστορίας για μας.
Αυτά όμως είναι τεχνάσματα. Όλα είναι παρόν. Κανένα παρελθόν που δεν ζει, και κανένα μελλον που δεν είναι ήδη εδώ. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πράγματα φαίνονται θολά. Όποιος γνωρίζει την αρχή και το τέλος, έχει και την ευθύνη. Αν όμως τελείωσει η αντοχή, τότε τελειώνουμε σαν τα γηρασμένα νεύρα.
Είναι δύσκολο να μη γίνει κανείς αναχωρητής, να μην γίνει ζηλωτής. Τότε θα ήταν όλα απλά, καθαρά και ειλικρινή. Αλλά υπάρχει και η ευθύνη για τους άλλους, αυτούς που στο σκοτάδι φωνάζουν και βλασφημούν, και η οργή για τους εμπόρους των ψυχών και τους τεχνοκράτες, που ζεσταίνουν τον ευτελή τους ζωμό στη φλόγα της ένδειας… Σ’ αυτά τα πράγματα δεν επιτρέπεται να κάνει κανείς τον ανήξερο -και εδώ χωρίζονται ξεκάθαρα τα πνεύματα.