Ραββί, γιατί βρίσκομαι εδώ; Εγώ δεν ήθελα να ζήσω
του σύμπαντος η μήτρα άωρο με απέβαλε
κι άσπλαχνα η ευσπλαχνική μ’ έστειλε στη ζωή
Αλλά δεν ήμουν σαν τους άλλους: παραμορφωμένος
μικρός κι αδύναμος, άτακτος, ασχημούλης
θα σ’ είχα προδώσει στη στιγμή, και δίχως καν δηνάρια
για να γυρίσουμε παρέα μαζί εκεί που ξεκινήσαμε.
Αστόχησε του πατρός του σπέρμα, το βλέμμα του αγγέλου
σε λάθος υμένα καρφώθηκε, αθώοι είμαστε, αθώοι
απ’ της ζωής τούτης το κρίμα, που δεν τελειώνει εύκολα.
Ω βασιλιά του ουρανού, από τις εντολές σου
ο γιος σου ν’ ανασταίνεται και οι νεκροί μαζί του
να κάνεις μιαν εξαίρεση, για γέρο ασχημομούρη
για γέρο ασχημόμοιρο που ακόμα δεν ξεψύχησε.
Μην έχω την τύχη του Λάζαρου, μην ξαναδιανύσω
το στάδιο το στρογγυλό όπου αρχή και τέλος
σε κύκλο κλείνονται ατέρμονο, αγκαλιασμένα
μην ξανατρέξω στους γύρους του μηδενός την κούρσα.
Υιέ ανθρώπου, άφησέ με ήσυχο εκεί που θε να πάω.
Πες ότι δεν σε πίστεψα, αιώνιο φως δε θέλω
της μήτρας τα υγρά αποζητώ, ανωνυμίας σκέπη
του φλοιού την εσωτερική πλευρά, το σκότος
τη ρίζα, τη δυνατότητα, την πρώτη μου πατρίδα.
Πήγαινε συ στους ουρανούς, άφησ’ εμένα το χώμα
το μυρωδάτο δέρμα της γης, ούτε οστά να μείνουν.
Σε βλέπω εκ παραδρομής, από σφάλμα με βλέπεις
δεν υπήρχα ποτέ, τώρα πίστεψε εσύ εμένα.
Δεν υπήρχα ποτέ ποτέ, και ούτε θέλω να υπάρχω.