Ο Βάλτερ Πούχνερ μάς χαρίζει μία εκ βαθέων εξομολόγηση των πιο μύχιων φόβων του, των σκέψεών του, των διαψεύσεών του και των προσδοκιών του. Μοιράζεται τις εμπειρίες ζωής του, τις αγωνίες του και το απόσταγμα της σοφίας του, με έναν ποιητικό λόγο αποφθεγματικό, κάποιες στιγμές κρυπτικό, χωρίς να διστάζει, σε κάποια ποιήματά του, να ακολουθήσει ακόμα και την παιχνιδιάρικη παρωδία. Νουθετεί, προτρέπει, γλυκομαλώνει -όπως η μάνα το παιδί- τους νέους ποιητές για την ποίησή τους, μη διστάζοντας να επικρίνει και τα δικά του γραπτά και αμφιβάλλοντας και για τη δική του αξία ως ποιητή. Αμφιβολίες που πηγάζουν από την καλλιτεχνική ευαισθησία, το άγχος του δημιουργού να μην απογοητεύσει το μικρό παιδί που κρύβει μέσα του, το παιδί που τόσα χρόνια τον συντρόφευε και του έδειχνε το δρόμο”. (Ιωάννα Θέου)
“Ο Πούχνερ εμφανίζεται ως σκηνοθέτης των ποιημάτων του, αφού κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των ποιητικών συλλογών του καλεί τον αναγνώστη να αλλάξει ρόλους. Ο ποιητής-σκηνοθέτης έχει την ικανότητα να δίνει στον αναγνώστη του το ρόλο του περιηγητή, και καθώς περπατάει σε μια θεατρική σκηνή, να ακούει τους τίτλους των ποιημάτων από ομάδες όλων των ηλικιών, εκ των οποίων μια ομάδα ζωγραφίζει τα ποιήματα σε καμβά, άλλη διαβάζει τους στίχους μέσα σε μυθιστόρημα ή θεατρικό έργο, άλλη ομάδα συνθέτει σε μουσικό έργο κάποιο άλλο ποίημα. Και εμείς οι περιηγητές παρασυρόμαστε από την ηχώ των στίχων, και οδηγούμαστε στο βάθος της ποίησης που συμπορεύεται με το πεδίο των εικαστικών τεχνών”. (Μαρίζα Γαλάνη)