Μιλώντας με τα δέντρα
Όσο θυμάται τον εαυτό της η Ρηνιώ, κάθε φορά που έπρεπε να πάρει μια απόφαση, συμβουλευόταν τα δέντρα. Της άρεσε ν’ ακούει προσεχτικά όσα της έλεγε το θρόισμά τους. Έφευγε απ’ το χωριό, στα ριζά του Κίσσαβου, και ξανοιγόταν στο δάσος που ανηφόριζε το βουνό. Ένιωθε τα δέντρα να την ακολουθούν στο διάβα της, καθώς βιαζόταν να φτάσει εκεί που βρίσκονταν τα μεγάλα έλατα. Σαν τους σοφούς γέροντες ήταν πάντα έτοιμα να της δώσουν τη συμβουλή τους. Τα έβρισκε ακόμα και με κλειστά μάτια, ακολουθώντας τη μυρωδιά τους. Αγκάλιαζε τους προστατευτικούς κορμούς των αιωνόβιων φίλων της, ακουμπούσε τη ράχη της πάνω τους και σιγά σιγά λυγίζοντας τα πόδια, καθόταν στη ρίζα τους για να γίνει κι αυτή ένα με το χώμα που εκείνοι φρουρούσαν. Τότε μόνο ξαπόσταινε το κορμί και η ψυχή της κι η ανάσα της αποκτούσε ξανά το ρυθμό της. Ύστερα, σήκωνε τα μάτια και κοιτούσε ψηλά τις κορφές τους χωρίς να την τρομάζει το ύψος τους. Έβλεπε το θεόρατο γαλάζιο κύμα του ουρανού να τις σκεπάζει και φανταζόταν πως ταξιδεύει πάνω του σε μέρη μακρινά. Ήρεμη πια, άφηνε την ψυχή της να μιλήσει. Τα δέντρα χαμήλωναν τη φυλλωσιά τους για να την ακούσουν κι εκείνη αφουγκραζόταν το μυστικό τους θρόισμα που έφτανε ψίθυρος μελωδικός στ’ αυτιά της και καθάριζε τη σκέψη της.
Τα δέντρα ήταν πάντα πιστοί της σύντροφοι. Αυτά την παρηγορούσαν όταν τη μάλωνε ο πατέρας της για τις σκανταλιές, σ’ εκείνα κατέφευγε όταν κουραζόταν απ’ το διάβασμα, κάτω απ’ την πυκνή τους σκιά, είχε δώσει το πρώτο της φιλί κι είχε κλάψει το τέλος του εφηβικού της έρωτα. Σ΄ εκείνα είχε ανακοινώσει τον πρώτο της διορισμό σαν δασκάλα, στο μονοθέσιο σχολείο ενός μικρού χωριού στις πλαγιές του Χελμού, με τρεις μόνο μαθητές.
Δυο χρόνια υπηρέτησε εκεί κι αυτό που είχε φυλάξει βαθιά στη μνήμη της ήταν εκείνο το ξέφωτο. Το είχε ανακαλύψει σε μια από τις βόλτες της στο δάσος έξω απ’ το χωριό. Η πρωινή δροσιά της άνοιξης την έβρισκε εκεί συνήθως τις Κυριακές, ν΄ αγναντεύει τα γύρω βουνά, χαϊδεύοντας με το βλέμμα της τις κορφές τους που κολυμπούσαν μες στα σύννεφα. Τον χειμώνα συναντούσε εκεί τις πρώτες νιφάδες που πέφταν αργά από ψηλά, περιμένοντας να σκεπάσει τις πατημασιές της το αφράτο χιόνι. Ένιωθε τότε την ευτυχία ν’ απλώνεται γύρω της και να παίρνει τη μορφή των χιονοσκέπαστων ελάτων. Στο ίδιο ξέφωτο πήγαινε και με τους μαθητές της εκδρομή. Ξάπλωναν μαζί στο χορτάρι και κοιτάζοντας για ώρα το γαλάζιο του ουρανού, εκείνοι τη ρωτούσαν να τους πει για τη θάλασσα, που την άκουγαν στο μάθημα μα δεν την είχαν δει ποτέ τους, όπως δεν την είχε δει ούτε κι εκείνη όταν ήταν παιδί.
Δούλεψε σε πολλά σχολεία από τότε, στην αρχή σε ολιγοθέσια κι έπειτα σε πολυθέσια μα η απορία των πρώτων της μαθητών δεν έφυγε ποτέ απ’ το μυαλό της. Η ιδέα να διδάξει σ΄ ένα σχολείο που οι μαθητές δεν θα ΄χαν δει ποτέ τους πυκνό δάσος, ούτε χιονισμένες κορφές, έγινε μετά από καιρό απόφαση. Κι ας μπορούσε τότε να διοριστεί κοντά στο σπίτι της.
Πέντε χρόνια μετά, δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα που να το μετάνιωσε. Σ΄ αυτό την βοήθησαν οι τέσσερις μαθητές της, όλα αδέρφια πολύτεκνης οικογένειας που αρνιόταν να εγκαταλείψει το νησί, όπως έκαναν οι περισσότεροι συντοπίτες τους. Το ακριτικό νησί των Δωδεκανήσων με τους εξήντα μόνιμους κατοίκους και το μικρό δημοτικό σχολείο στην άκρη του λιμανιού, είχε γίνει πια η νέα της οικογένεια.
Οι μαθητές της την είχαν μάθει ν’ ακούει προσεκτικά τον μυστικό παφλασμό των κυμάτων, το τραγούδι των γλάρων στον αφρό των καϊκιών, το σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στους βράχους. Της είχαν δείξει να ρίχνει παραγάδι και να καυχιέται για την ψαριά της, να βουτά άφοβα στα βαθιά νερά και να περιμένει υπομονετικά τον ήλιο να βυθιστεί στον γαλάζιο ορίζοντα. Κι εκείνη σε αντάλλαγμα, όταν τη ρωτούσαν γεμάτοι περιέργεια, τους μιλούσε για τόπους άγνωστους σ’ αυτούς, για τα βαθυπράσινα δάση και τη μυρωδιά του έλατου και της μαύρης πεύκης, για τη γεύση του χιονιού και τον ανέμελο χορό των νιφάδων πριν γίνουν ένα με το αφράτο στρώμα που σκεπάζει τη γη, για τα ίχνη των ελαφιών στο απάτητο χιόνι, για το κελάρυσμα των πηγών και τις κορφές των μεγάλων δέντρων που παίζουν κρυφτό με τον ήλιο. Κι εκείνοι την άκουγαν εκστατικά και γέμιζαν τα μάτια τους με το πράσινο του δάσους που αγαπούσε.
Σήμερα 7 Μαρτίου, στον εορτασμό της επετείου της ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, την είδα στην παρέλαση. Την σημαία κρατούσε ο Λευτέρης, μαθητής της έκτης Δημοτικού και ο μοναδικός πλέον μαθητής της στο σχολείο. Τ’ αδέρφια του έφυγαν ένα ένα σε συγγενείς στην Ικαρία για να συνεχίσουν εκεί το Γυμνάσιο. Κάθε φορά που αποφοιτούσε ένας μαθητής της, η Ρηνιώ μου ΄λεγε πόσο χαιρόταν μα και πόσο λυπόταν για το νησί που γερνούσε χωρίς παιδιά. Κοίταζα τον Λευτέρη να παρελαύνει περήφανος με παραδοσιακή φορεσιά κι εκείνη να τον καμαρώνει μπροστά στο ηρώο που βρισκόταν δίπλα στο σχολείο. Λίγο πριν την επέτειο, μου ‘χε εμπιστευτεί τους φόβους της για την αναστολή λειτουργίας του δημοτικού. Ίσως να ήταν η τελευταία φορά που θα συμμετείχε στις εορταστικές εκδηλώσεις. Πονούσε το νησί που ερήμωνε, γιατί τα παιδιά που έχανε ήταν πια και δικά της παιδιά.
Μετά το τέλος της παρέλασης, τα βήματά της την οδήγησαν ασυναίσθητα στην αυλή του σχολείου. Κάθισε αμίλητη στο παγκάκι κάτω απ’ τη σκιά μου, αναζητώντας όπως πάντα το καθησυχαστικό θρόισμά μου. Η άλλοτε φλύαρη φυλλωσιά μου τώρα σώπαινε.
Η Βάνια Σύρμου σπούδασε κλασσική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου. Μεταφράσεις της από την αγγλόφωνη λογοτεχνία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μπιλιέτο, όπως και η Συλλογή διηγημάτων της “Τερματικός Σταθμός και άλλα διηγήματα” (2019). Διηγήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά ιστολόγια και περιοδικά, καθώς και στις Ανθολογίες διηγημάτων: «Ανθολογία μικρού διηγήματος για τη νύχτα» κύμα (2017), «Παράξενες ιστορίες με γάτες» κύμα ( 2017), “Λόγος του ’18” tovivlionet (2019), “Ιστορίες της Άνοιξης” Παράξενες μέρες (2019), «Γύρω στα μεσάνυχτα» Παράξενες μέρες (2019), “Διηγήματα Εγκλεισμού” Άπαρσις (2020), “Με μια σχεδία” Παρατηρητής Books (2020), “Μέρες του 2020” Παράξενες μέρες (2020), “Μένουμε σπίτι” Ωκεανός (2021), «Συνομιλίες με τα πρόσωπα του 1821. 21 συγγραφείς για το ΄21» 24 γράμματα(2021).