Την είδε από μακριά να κάθεται στο παγκάκι και προχώρησε προς το μέρος της παραξενεμένος. Το μικρό πάρκο στην άκρη της πόλης ήταν το τελευταίο του καταφύγιο. Δυο μέρες είχαν περάσει απ’ όταν τον έδιωξαν απ΄ την εγκαταλειμμένη εμπορική στοά στο κέντρο, απομεινάρι της παλιάς αίγλης της επαρχιακής πόλης. «Ανακαίνιση διατηρητέου μνημείου», είπαν. Το απογευματινό φως σιγόσβηνε κι εκείνος ακόμα έψαχνε μέρος για να βγάλει τη νύχτα, κουβαλώντας τα λιγοστά του υπάρχοντα σ΄ ένα σακίδιο πλάτης.
Το χειμωνιάτικο κρύο είχε αρχίσει να γίνεται τσουχτερό, εκείνη όμως ήταν ντυμένη ελαφρά σαν να μην την πείραζε. Φορούσε ένα κόκκινο καρό φόρεμα με λευκή δαντέλα στον ποδόγυρο και τα μανίκια, και ασορτί μπερέ. Του έκανε εντύπωση που ήταν μόνη. Αποφάσισε να καθίσει δίπλα της. Τα φώτα του πάρκου άναψαν αποκαλύπτοντάς τo αψεγάδιαστο προφίλ της. Οι καστανές μπούκλες των μαλλιών της ακουμπούσαν απαλά τους ώμους της. Καθόταν ήρεμα με τα χέρια στο πλάι σαν κάποιον να περίμενε. Παρατήρησε μάλιστα πως στο ένα της χέρι κρατούσε ένα μικρό πλεκτό τσαντάκι. Ήταν τόσο χαριτωμένη και εύθραυστη που δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της.
Την πλησίασε λίγο ακόμη κι άρχισε αυθόρμητα να της μιλά, αργά και χαμηλόφωνα στην αρχή, σαν να ντρεπόταν. Της είπε πρώτα γι΄ αυτά που τον καίγαν, τις δύσκολες μέρες, τις αναποδιές στη δουλειά, το κλείσιμο του μαγαζιού, τα χρέη, τον δρόμο και τον ουρανό που δυο χρόνια τώρα ήταν η νέα του στέγη. Επιτέλους είχε βρει κάποιον να τον ακούσει. Αναζητώντας νέο λημέρι, τριγυρνούσε αυτές τις μέρες από γειτονιά σε γειτονιά χωρίς να ΄χει αλλάξει κουβέντα με άνθρωπο. Όσους πλησίαζε τον προσπερνούσαν σαν να ήταν αόρατος. Σκυφτοί κι αμίλητοι, καλοκουρδισμένοι, περπατούσαν δίπλα του με βήμα γρήγορο και σταθερό, σαν να ακολουθούσαν μια χαραγμένη πορεία πάνω στα πεζοδρόμια και τους δρόμους.
Η φωνή του βρήκε σιγά σιγά τη δύναμή της και τα λόγια δεν άργησαν να ξεχυθούν χείμαρρος απ΄ την ψυχή του, που την ένιωθε ξανά ελαφριά. Της είπε για το σπίτι του στο χωριό με την ψηλή σκάλα και τη θέα στη λίμνη, για τον θεόρατο πλάτανο στην πλατεία και το καφενεδάκι του μπάρμπα Θόδωρου που τον κερνούσε βύσσινο γλυκό τα καλοκαίρια σαν ήταν παιδί, για τ’ ασημένιο χρώμα του κάμπου με τους ελαιώνες το φθινόπωρο και το σκούρο πράσινο του βουνού μετά τη βροχή. Εικόνες σκόρπιες που κουβαλούσε μες στο μυαλό του, συντροφιά και παρηγοριά του, έμπαιναν πάλι σε σειρά κι έδιναν στη ζωή του, έστω για λίγο, το χαμένο της νόημα.
Κι όταν ο χείμαρρος μέρεψε κι έγινε ρυάκι που αργοκυλά, θέλησε να την πάρει αγκαλιά, να μοιραστεί μαζί της τη χαρά του. Τύλιξε τότε το χέρι του στους ώμους της κι έγειρε μπροστά στο πρόσωπό της για να της ψιθυρίσει «Σ΄ ευχαριστώ», όταν με έκπληξη πρόσεξε πως το δεξί της πορσελάνινο μάγουλο ήταν ραγισμένο κι έλειπε το ένα της μάτι.
Εξαιρετικό το διήγημα “Εύθραυστη γνωριμία” της Βάνιας.