Τα χέρια της μικρά μα ευέλικτα κινούνταν επιδέξια και με ταχύτητα στην οθόνη του κινητού. Σταματούσαν για μερικά δευτερόλεπτα και μετά ξανάρχιζαν με την ίδια ζέση να κεντούν το απαντητικό μήνυμα στην οθόνη. Το μόνο που μαρτυρούσε την αντίδρασή της ήταν πότε ένα αχνό χαμόγελο και πότε ένα σφίξιμο των χειλιών. Τα μάτια της ωστόσο δεν ξεκολλούσαν καθόλου απ΄ την οθόνη. Το βλέμμα της ανήσυχο αδημονούσε στη λήψη του επόμενου μηνύματος, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο υπήρχε γύρω. Αυτό γινόταν σχεδόν όλη τη μέρα μ’ ένα μικρό διάλειμμα για μεσημεριανό και βραδινό φαγητό που κι αυτό δεχόταν να το φάει στην κάμαρα που κοιμόταν, αρνούμενη να κατέβει στην κουζίνα παρά τα επίμονα παρακάλια της γιαγιά της.
Τρεις μέρες απ’ όταν την έφερε η μητέρα της στο χωριό δεν αποχωριζόταν λεπτό το κινητό της. «Επικοινωνώ με τον πολιτισμό!» γύρισε κι είπε στη γιαγιά της όταν τη συμβούλεψε να το αφήσει και να ξεκουράσει έστω για λίγο τα μάτια της. Ήταν τέλη Ιουνίου. Στ’ Άγραφα όμως το καλοκαίρι δεν είχε φτάσει ακόμα για τα καλά. Δυο μήνες είχαν περάσει αφότου χώρισαν οι γονείς της και το περίεργο εκείνο σφίξιμο στο στομάχι δεν έλεγε να την αφήσει. «Θα μείνεις στη γιαγιά Βασιλική στο Νεοχώρι μέχρι να επιστρέψω απ΄ το ταξίδι και δεν ακούω κουβἐντα!», ήταν η τελεσίδικη απάντηση της μητέρας στις αντιρρήσεις της. Όσο για τον πατέρα της, απασχολημένος όλη μέρα όπως πάντα με τις δουλειές του, ούτε που το συζήτησε μαζί της. Έπρεπε δηλαδή να αφήσει τη βολή της, το δωμάτιό της και κυρίως τους φίλους της, και μάλιστα τώρα, που μόλις είχε τελειώσει το σχολείο κι άρχιζαν επιτέλους οι διακοπές της! Κι όλα αυτά, εξαιτίας του ξαφνικού επαγγελματικού ταξιδιού της μητέρας της. Αλλά βέβαια, όταν είσαι δεκατεσσάρων, κανείς δεν σε ρωτά τι θέλεις και τι όχι.
Κουβέντα δεν είχε βγάλει σε όλο το ταξίδι για το χωριό και στη γιαγιά της που την υποδέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά, χαμόγελο δεν έσκασε, παρόλο που ΄χε να τη δει απ΄ τον περσινό χειμώνα, όταν είχε κατέβει στην Αθήνα για να περάσει τις γιορτές μαζί τους. Κι απ΄ το φρεσκοψημένο πλαστό με άγρια χόρτα και μυρωδικά απ΄ τον κήπο, που τους πρόσφερε για καλωσόρισμα, δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της. Κι ας μοσχομύριζε μόλις μπήκαν στο σπίτι.
Μεσημέριαζε όταν ξύπνησε. Τρίτο βράδυ που ξενυχτούσε με το κινητό ως αργά στην ομαδική συνομιλία με την παρέα της. Τα θέματα συζήτησης μονίμως έμεναν ανοιχτά και συνεχίζονταν την επομένη από ‘κει που είχαν σταματήσει. Ήταν η μόνη της παρηγοριά στην απομόνωση που, όπως έλεγε στους φίλους της, της είχε επιβάλει η μητέρα της. Αν και μάλλον η ίδια την είχε επιλέξει, μια που δεν είχε βγει ούτε για μια βόλτα στο χωριό από την ώρα που έφτασε. Τι κι αν την παρακαλούσαν κάθε μέρα γιαγιά και θεία να πάει μέχρι την πλατεία με την συνομήλικη ξαδέρφη της να βρουν και τ΄ άλλα παιδιά του χωριού; Η απάντηση ήταν πάντα μονολεκτική: «Βαριέμαι!».
Η τελευταία φορά που είχε επισκεφθεί ξανά το χωριό με τους γονείς της ήταν ένα Πάσχα πριν πέντε χρόνια, όταν ζούσε ακόμα ο παππούς της και η γιαγιά της δεν φορούσε μαύρα όπως τώρα. Εκείνο που θυμάται ήταν ο ενθουσιασμός και το καμάρι της, όταν καθόταν στην αγκαλιά του παππού της και το τραχύ απ΄ τις δουλειές χέρι του κρατούσε το δικό της, καθώς γύριζαν μαζί το αρνί στη σούβλα. Τότε όμως ήταν μικρή, δεν είχε ούτε δικό της κινητό ούτε ομαδική ούτε τον Στέφανο, τον συμμαθητή της, που κάθε του βλέμμα, κουβέντα ή μήνυμα γινόταν για εκείνη το βασικό θέμα συζήτησης με την κολλητή της. Από τότε δεν είχαν ξανάρθει στο χωριό. Η μητέρα της μόνο είχε ανέβει πριν δυο χρόνια για την κηδεία του παππού αλλά δεν την είχε πάρει μαζί της για να μην στενοχωρηθεί που ο παππούς «έφυγε», όπως της είχε πει. Κι εκείνη τότε, ένιωσε για πρώτη φορά αυτό το παράξενο σφίξιμο στο στομάχι.
Η πρώτη της έγνοια όταν άνοιξε τα μάτια της, ήταν να ανοίξει το κινητό που βρισκόταν δίπλα της στο κομοδίνο. Ανασηκώθηκε με την πλάτη στο σιδερένιο κεφαλάρι του κρεβατιού, όταν με έκπληξη διαπίστωσε ότι δεν είχε σήμα. «Μη μου το κάνεις αυτό!» απευθύνθηκε στο κινητό σε τόνο σχεδόν επιτακτικό. Δυστυχώς όμως δεν υπήρξε καμιά ανταπόκριση. Πετάχτηκε τότε όρθια κι αφού έκανε ένα γύρω το δωμάτιο σε μια εναγώνια αναζήτηση καλού σήματος, κατέβηκε ξυπόλητη στην αυλή, συνεχίζοντας να πηγαίνει από τη μια άκρη της ως την άλλη κρατώντας το κινητό στα τεντωμένα χέρια της.
«Καλημέρα! Καλώς τη μου! Μπα σε καλό σου! Γιατί πηγαίνεις πέρα δώθε σαν παραλοϊσμένη;», ανησύχησε η γιαγιά της που είχε σηκωθεί πρωί πρωί να ετοιμάσει τη θράκα στην αυλή και πηγαινοερχόταν σαν καλοκάγαθο αερικό. Απάντηση δεν πήρε ωστόσο από την εγγονή της, που χωρίς να της δώσει σημασία, συνέχισε τα πήγαινε έλα δίχως αποτέλεσμα. Κατέληξε τότε στη δυσάρεστη για εκείνη διαπίστωση πως κάτι είχε συμβεί στο δίκτυο και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει να αποκατασταθεί η σύνδεση. Ως τότε όμως, τι θα ‘κανε; Τι θα ΄λεγαν τα παιδιά για την απουσία της στην ομαδική; Η κολλητή της; Ο Στέφανος; Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Μόνη, χωρίς τους φίλους της και το κυριότερο, χωρίς σήμα! Σκέτη συμφορά!
Κάθισε στο πεζουλάκι της αυλής ακουμπώντας το κινητό δίπλα της. Έμεινε για αρκετή ώρα σκυφτή με το μυαλό της άδειο, όταν άκουσε τη γιαγιά της να την φωνάζει: «Έλα καμάρι μου να κρατήσεις απ΄ την άλλη το ξυθάλι να σκεπάσουμε τη γάστρα, γιατί δεν βαστούν σήμερα τα χέρια μου». Σήκωσε το βλέμμα της απρόθυμα προς την κατεύθυνση της φωνής και πρόσεξε πως η γιαγιά της, δίπλα από την παχιά θράκα που ήταν ένα με το έδαφος της αυλής, προσπαθούσε να σηκώσει ένα μεγάλο καμπύλο μπακιρένιο καπάκι, που στο κέντρο του ήταν περασμένο σαν λαβή ένα μακρύ χοντρό ξύλο. «Τι κάνεις εκεί γιαγιά; Τι είναι αυτό που κρατάς;» τη ρώτησε πηγαίνοντας προς το μέρος της. «Έλα, έλα, τώρα που η θράκα είναι έτοιμη, να σκεπάσουμε το ταψί που ‘βαλα στην πυροστιά και θα σου εξηγήσω». Αφού τοποθέτησαν γιαγιά κι εγγονή προσεχτικά το καπάκι στη γάστρα, πήρε η γιαγιά ένα μικρό φτυάρι και το σκέπασε με καυτή χόβολη. Ύστερα το σταύρωσε και είπε: «Ασ’ το τώρα να σιγοψηθεί. Ξέρει αυτό! Όπως τότε, που το ΄φτιαχνα για τον παππού σου. Ταψί με χοιρινό και πράσα. Αυτός έτρωγε κι εγώ χόρταινα. «Γεια στα χέρια σου γυναίκα, μου ΄λεγε. Αναστενάζουν τ΄ Άγραφα με το ταψί σου!». Παλιά, που ΄ταν τα στόματα πολλά, άναβα τη γάστρα δυο και τρεις φορές τη μέρα και για ψωμί και για φαϊ. Σήμερα όμως το ετοίμασα για σένα. Να φας, να φχαριστηθείς! Σύρε λοιπόν τώρα καμιά βόλτα! Χαρά Θεού έχει σήμερα! Όλη μέρα μέσα είσαι!».
Έσκυψε στη βρύση κι έπλυνε το πρόσωπό της. Ήταν πια προχωρημένο μεσημέρι. Ξυπόλητη καθώς ήταν, της άρεσε που το φρεσκοσαρωμένο χώμα της αυλής ζέσταινε τα πόδια της. Κάθισε στη χαμηλή πέτρινη μάντρα κι άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει για πρώτη φορά ελεύθερο και να κοιτάξει μακριά, πέρα από την αυλή του σπιτιού. Ξεκινώντας από χαμηλά αντίκρισε το φωτεινό γαλάζιο της λίμνης που έπαιζε με το ήρεμο σκούρο πράσινο των ελάτων. Ύστερα η ματιά της έτρεξε πιο πίσω από τους λόφους, εκεί που απλώνεται ο απέραντος θεσσαλικός κάμπος, ενώ στο βάθος του ορίζοντα είδε να ορθώνεται γίγαντας ο Όλυμπος. Με τα μάτια ορθάνοιχτα στη θέα που της προσφερόταν σαν μεγάλη αγκαλιά, τεντώθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα που την έκανε να ξεχάσει εκείνη την ανεξἠγητη ενόχληση στο στομάχι.
Η καπνιστή μυρωδιά του ταψιού που έφτανε τώρα απ΄ τη θράκα την έκανε αδημονεί για το ξεσκέπασμα της γάστρας. «Θα έρθει και η θεία Σοφία μαζί με την Λενιώ να φάνε μαζί μας», άκουσε τη γιαγιά της να λέει, καθώς έστρωνε με φροντίδα το τραπέζι κάτω απ΄ τη σκιά της μουριάς, αεικίνητη και ροδαλή παρά τα ογδόντα της χρόνια. Στη μέση του τραπεζιού έβαλε καλαμποκίσιο καρβέλι δικό της, σπιτικό. Θυμήθηκε τότε που μικρή έτρεχε πρώτη να κόψει την ξεροψημένη κόρα του, κάθε φορά που έφερναν στην Αθήνα φιλέματα παππούς και γιαγιά απ΄ το χωριό.
Όταν κάθισαν όλοι γύρω απ΄ το τραπέζι, η γιαγιά, όλη ένα χαμόγελο ικανοποίησης για το πετυχημένο αποτέλεσμα, σέρβιρε το μελωμένο χοιρινό στα πιάτα και μοσχοβόλησε η αυλή. «Μμμ! Γλύκισμα μάνα! Γεια στα χέρια σου!» την επιβράβευσε με την πρώτη μπουκιά η θεία Σοφία που ήξερε σαν πρωτοκόρη τα μυστικά της γάστρας. «Τώρα κατάλαβα τι εννοούσε ο παππούς για το ταψί σου!» της είπε η εγγονή με το στόμα γεμάτο και τα μάτια της γιαγιάς βούρκωσαν .
Λίγο πιο πέρα, ξεχασμένο από ώρα στο πεζούλι, το κινητό, με μια σειρά από επίμονους επαναλαμβανόμενους ήχους, ειδοποιούσε μάταια για το ανακτημένο σήμα του.