Η Δέσποινα Καϊτατζῆ-Χουλιούμη, μέ τήν πέμπτη ποιητική συλλογή της, ἔρχεται πάλι νά μᾶς ταρακουνήσει αἰσθητικά, γλωσσικά καί συναισθηματικά, χαρίζοντάς μας ἁπλόχερα τήν ἀναγνωστική ἀπόλαυση.
Μέ περισσή εὐαισθησία καί εὐθύνη ἡ ποιήτρια καί ψυχολόγος πού ξέρει νά ἀφουγκράζεται τούς προβληματισμούς καί τά ἀδιέξοδα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, σφυγμομετρώντας τούς παλμούς τῆς σύγχρονης κοινωνίας, τοῦ συλλογικοῦ ὑποσυνειδήτου, στήν παρούσα ποιητική συλλογή πραγματεύεται πανανθρώπινα θέματα, τήν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου γιά μιά ζωή «ἀνθρώπινη» καί οὐσιαστική, τή μοναξιά τῶν τσιμεντουπόλεων, τή φτώχεια καί τήν ἀδικία, τήν ψευτοευαισθησία καί τήν ἀδιαφορία τῆς ἐποχῆς μας.
Πρῶτο ποίημα τῆς συλλογῆς ἡ ΔΕΗΣΗ ὅπου ὡς προμετωπίδα ἡ ποιήτρια τοποθετεῖ τό ἐμβληματικό «Χῶρες τοῦ ἥλιου καί δέν μπορεῖτε ν’ἀντικρίσετε τόν ἥλιο» ἀπό ‘Τό ναυάγιο τῆς Κίχλης’ τοῦ Γιώργου Σεφέρη,γιά νά καταλήξει στόν προτελευταῖο στίχο τοῦ ποιήματος «γιά τίς μέρες τίς ἄδοξες του σκότους του άναρχου», πού ὅμως τίς ἐξορκίζει τρόπον τινά ὁ τελευταῖος στίχος «Για την κόρη την άχρονη, όταν ρόδο τό αμάραντο». Τό σκότος ἄναρχο, ἀλλά ἡ κόρη -ποίηση, ἄχρονη καί ἀμάραντη ὡς ἄλλη σωτηρία, καταφυγή κι ἐλπίδα μας, ἀντιπαλεύει τό σκοτάδι. Σκοτάδι-φῶς ἐναλλάσσονται σ’ἕναν ἀγώνα δρόμου. Λύπη, ἐλπίδα, λαχτάρα γιά ἀληθινή ζωή. Ἡ πορεία τῆς συλλογῆς ἀκολουθεῖ πιστά τόν τίτλο της καί στά ἑπόμενα ποιήματα ὑπάρχουν «απόηχοι αρχαίας ικεσίας/Ἥλιε, Ἥλιε βγές!» (ΑΠΟΗΧΟΙ ΑΡΧΑΙΑΣ ΙΚΕΣΙΑΣ), άλλά καί «κραυγές εναγώνιες» στίς κερκίδες τῶν γηπέδων (ΜΕΣΑ ΣΕ ΓΗΠΕΔΑ) ὅταν αὐτό πού πραγματικά θέλει τό ποιητικό ὑποκείμενο εἶναι οὐσιαστικά ν’ἀνασάνει λίγο ἀέρα : «λίγο ἀέρα ν’ἀνασάνω λίγο α…έρααααα( ΔΕ ΘΕΛΩ) καί ἀποζητᾶ ἀπό τή μάνα λίγο ψωμί γιά τά πεινασμένα παιδιά (ΜΑΝΑ ΨΩΜΙ). Ἡ αἴσθηση τῆς λίγης ζωῆς, ὑπολειπόμενης ἀπό τά βασικά καί οὐσιαστικά της στοιχεῖα μᾶς δίνεται καθαρά στό ποίημα ΕΝ ΥΠΟΨΙΑ. «Ἀντιγράφω: «Βιώνουμε υποψία επαφής με υποτελή κατοικίδια/Υποψία αγγίγματος στό απαλό τους πέλος/Υποψία πανίδας μ’αγριοπερίστερα/Υποψία χλωρίδας με γεράνια στη γλάστρα/Υποψία συμπόνιας στον ζητιάνο του δρόμου/Υποψία ανάσας στο καζάνι που βράζει/Υποψία κοινότητας σε απρόσωπα δίκτυα/Υποψία ύπαρξης σ’ευτελή παράθυρα/Υποψία πραγμάτωσης στον καθρέφτη του Νάρκισσου/Υποψία ελπίδας σε νεύμα αθέατου άλλου/Υποψία διαφυγής σε πλανήτες ανοίκειους/Υποψία φωτός στο σφάλισμα των βλεφάρων/Διάγουμε τόν βίο εν υποψία.
Ὅμως στά μύχια τοῦ ποιητικοῦ ὑποκειμένου «μιά διψασμένη θάλασσα λουφάζει ἐντός της(μου)» κι ἀναρωτιέται : «χωρά η πηγή σε πλαστικό μπουκάλι»; Καί τελικά «μιά θυμωμένη φάλαινα πλέον μέ κατοικεί/θλίβεται ξεβράζει λύματα πετρέλαια βαρέα μέταλλα/ψάρια νεκρά βρεφών βαφτιστικά σκουφιά κουφάρια/ανέστιων».(ΝΗΡΟΝ ΥΔΩΡ). Ἡ συλλογή εἶναι μιά ἐναγώνια ἀναζήτηση τοῦ οὐσιώδους, τοῦ μυστηριακοῦ πού μᾶς διαφεύγει συνεχῶς, καί τό ποιητικό ὑποκείμενο ἀναζητώντας το, πότε καταβυθίζεται στά σκότη , «Η έλευση θάμβους σε αργία αναμένει/ Ὀλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα/ Για να δεις θέλει να εγκύψεις στα σκότη/Γερό πάτημα να προσπελάσεις την Πύλη» (Ο ΤΥΜΒΟΣ), πότε ἀφουγκράζεται «της σιωπῆς τούς ψιθύρους»(ΑΚΟΥΩ).
Ἡ δεύτερη ἑνότητα μέ τόν τίτλο ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΩΚΥΡΡΟΗΣ ἔχει ὡς ἐναρκτήριο ποίημα τό ΒΑΚΤΡΙΑΝΗ ΚΑΜΗΛΑ ὅπου τό ποιητικό ὑποκείμενο ἔχει αποθέματα «λιπιδίων λύπης»/ της έσχατης ματαίωσης πέρασμα στέπας». Κάποτε ἀγκιστρώνεται ἀπό τίς παιδικές μνῆμες, τά παιχνίδια, τούς ἔρωτες, ὅταν προσπαθοῦσε μέ εὐτελῆ ὑλικά νά φτιάξει «θλιμμένες νύφες καί χαρούμενα παιδάκια»(TOY STORY), πού ὅμως στήν πορεία ἀνακαλύπτει (καί ἀποκαλύπτει καί ὥς ἔμπειρη ψυχολόγος) ὅτι τά παιδάκια δέν εἶναι καί τόσο χαρούμενα, καί «άξαφνα ανασύρονται οι στριγκλιές/ εκείνου του απαρηγόρητου παιδιού/ Βουκέντρες σε τρυπούν ανάλγητα» (ΟΙ ΦΩΝΕΣ). Ἔτσι, ἀδυνατώντας νά διώξει τά σκοτάδια καί τίς πλάνες, μιά πού «ἡ στέρνα εἶναι στεγνή καί ἡ δίψα μεγάλη», τό ποιητικό ὑποκείμενο αἰσθάνεται ὅτι παλεύει μάταια ἀφοῦ «Του εαυτού σου τ’ αδέσποτα και τα άλλα αλυχτάν πεινασμένα/ βδέλλες κολλημένες στό σώμα ρουφούν αίμα» κι ἀπομένει «ένα αγρίμι που απόκαμε να βρυχάται»(ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ). Γι’αὐτό «Εμένα πάντα μια θλιμμένη Κλαίουσα/ θ’ακολουθεί βουβή τα βήματά μου/πάντα η σκιά της θα μου σκϊάζει τη σκιά».(ΚΛΑΙΟΥΣΑ) Κι ἄν πρός στιγμήν φαίνεται νά ὀρθώνεται, νά ἀνασυντάσσει τίς δυνάμεις του, νά τολμᾶ νά ἐπιθυμεῖ καί νά ὀνειρεύεται εἶναι γιά τή μνημοσύνη τῶν κεκοιμημένων. (Ἄλλωστε ὅλη ἡ ποιητική συλλογή εἶναι άφιερωμένη στή μνήμη τοῦ ἀδελφοῦ της). Ἔτσι, θά ἐπιθυμοῦσε ἄν ρωτιοῦνταν νά εἶναι περήφανο ἄλογο (ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΩΚΥΡΡΟΗΣ), μιά ἄφοβη Ἱππώ, ἕνας ὁρμητικός Στρυμόνας ἴσως, πού δέν θά νοιάζεται γιά τή ζωή καί τόν θάνατο.
Στήν Τρίτη καί τελευταία ἑνότητα τῆς συλλογῆς με τίτλο ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ, (σαφής ἀναφορά στό ποίημα τοῦ Γιώργη Παυλόπουλου «Τά ἀντικλείδια»), ἡ ποιήτρια ὅπως ὅλοι οἱ ὁμότεχνοί της, καταθέτει τήν πάλη της με τις λέξεις ὥσπου νά «κατορθωθεῖ» τό ποίημα καί τήν καταφυγή της στήν Ποίηση. Ποιήματα ποιητικῆς ὅπου οἱ λέξεις ἀενάως «άρρητες» κάποτε ἀποκαλύπτονται «ως δια μαγείας» και φανερώνονται «ενορατικά», «βαθιά μέσα από τά μάτια βλέποντας» (Η ΛΕΞΗ). Γίνεται ἐπίκληση τῆς Ποίησης ὅπου το ποιητικό ὑποκείμενο προσδοκᾶ κάποιας μορφῆς δικαίωση, κάποιας μορφῆς ἀλήθεια «πίσω ἀπό τά κάτοπτρα», ἀνακούφιση μετά τήν ἐκμηδένιση τῆς ὕπαρξής του, ἀλλά καί ἀκουμπᾶ τό μάγουλο τῆς ἐλπίδας παρακαλώντας: «Ντύσε μας το γαλάζιο Ποίημα». Ἕτσι, ἡ Δέσποινα Καϊτατζῆ-Χουλιούμη, ξεκινᾶ μέ μιά ΔΕΗΣΗ τή συλλογή της, καί τελειώνει πάλι μέ δέηση στή μεγάλη Κυρά, τήν Ποίηση.