Δόντια πυκνά δαγκώνουνε
του χταποδάρη ήλιου τα πλοκάμια.
Έξω απ΄την τροχιά της γης
καυτή η ανάσα φτερουγίζει
με τ΄άσπρα της τα πιατικά, προικιά
ολάκερο σερβίτσιο.
Σε μια καρότσα φορτηγού κορνάρουνε
τριανταδυό τιμόνια.
Του ουρανού πανζουρλισμός
αεροζυγισμένος.
Σπώντας τη φλέβα ομορφιάς
απ’ της ζωής τα πλαϊνά, φιλί
αναρριχιέται.
Κι ένα κορμί, χρυσό κορμί
σα να ν’ απ’ της Γουμένισσας
τις χάλκινες τρομπέτες
(τέτοιου σογιού λαμπρότητα)
κρατώντας στο χεράκι του την πορφυρή
σημαία μπήγει
το κοντάρι της σ’ αστραφτερό καθρέφτη.
Κι ένα παράθυρο, χρυσό παράθυρο
σα να ν’ το μάτι του αετού
(τέτοιου σογιού παράθυρο)
διάπλατα ανοίγει στα σπλάχνα
που επιβίωσαν
προσκρούοντας απρόσεκτα
μπρος σε τζαμένιες κόρες.